search
ΚΥΡΙΑΚΗ 19.10.2025 08:52
MENU CLOSE

Βιβλίο: Μνήμη, φυλακή, άνοια και η αμφισημία της αφήγησης

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2408
16/10/2025
19.10.2025 06:00
vivlio

Νίκος Δαββέτας

Η δεσμοφύλακας

Εκδόσεις: Πατάκη

Σελ.: 152

Ο τίτλος μοιάζει απλός, αλλά είναι πολυεπίπεδος. Η λέξη «δεσμοφύλακας» κουβαλά ιστορικό και συμβολικό φορτίο: όρια, πειθαρχία, εξουσία, ποινή. Το γεγονός ότι επιλέγεται σε θηλυκό γένος μετατοπίζει αυτόματα τον άξονα. Δεν είναι ένας γενικός ρόλος, αλλά μια συγκεκριμένη γυναίκα που υπήρξε δεσμοφύλακας. Κι όμως, καθώς προχωρά το βιβλίο, το ίδιο το γένος του τίτλου λειτουργεί σαν καθρέφτης: η γυναίκα-δεσμοφύλακας που κάποτε φύλαγε άλλες γυναίκες, τώρα γίνεται δεσμώτρια της ίδιας της άνοιας. Η αντιστροφή από τον ρόλο του φρουρού στον ρόλο του κρατουμένου είναι ανελέητη. Ο τίτλος προϊδεάζει για μια αφήγηση που δεν θα περιοριστεί στο προσωπικό δράμα, αλλά θα αναμετρηθεί με τα όρια κάθε εξουσίας.

Η επιλογή του Δαββέτα να τοποθετήσει στο κέντρο της αφήγησης μια μητέρα που πάσχει από Αλτσχάιμερ μετατρέπει μια βιογραφική καταγραφή σε λογοτεχνική πρόκληση, καθώς η άνοια δεν «διηγείται» με γραμμικό τρόπο, δεν έχει αρχή – μέση – τέλος. Σπάει τη μνήμη, επαναλαμβάνει, παραλείπει, αλλοιώνει.

Στο βιβλίο, η άνοια λειτουργεί σαν «αφηγηματική συσκευή». Ο αναγνώστης εισέρχεται σε έναν κόσμο όπου η αφήγηση γίνεται θραυσματική: ονόματα κρατουμένων εμφανίζονται χωρίς επεξήγηση, γεγονότα συγχέονται, η πραγματικότητα μπλέκεται με το παραλήρημα. Αυτό που αλλού θα θεωρείτο «αδυναμία» της γραφής, εδώ γίνεται η ουσία της. Η ίδια η γλώσσα μιμείται την ασθένεια, αφήνοντας το τραύμα να εγγραφεί στον τρόπο αφήγησης.

Το στοίχημα είναι δύσκολο και μέλημα του συγγραφέα είναι πώς να αποφευχθεί η εκτροπή σε μελοδραματισμό. Ο Δαββέτας κρατά μια ισορροπία. Δεν φορτώνει το κείμενο με υπερβολικά δάκρυα. Αντίθετα, αφήνει τις σιωπές να μιλούν. Η απουσία εξηγήσεων, τα κενά, οι στιγμές που η μητέρα ξεχνά και ξαναρχίζει, αποδίδουν πιο καθαρά την αλήθεια της άνοιας από οποιαδήποτε περιγραφή.

Η μητέρα-δεσμοφύλακας μιλά μέσα στο βιβλίο. Άλλοτε με καθαρότητα, άλλοτε με παραληρηματικές αναλαμπές. Το ερώτημα είναι: Ποιος μιλάει πραγματικά; Είναι η ίδια; Ή είναι ο συγγραφέας που ανασυνθέτει τα λόγια της, συμπληρώνει τα κενά, βάζει δικές του φράσεις;

Αυτό το διπλό επίπεδο δημιουργεί την πιο ενδιαφέρουσα ένταση στο βιβλίο. Ο αναγνώστης δεν ξέρει ποτέ αν αυτό που διαβάζει είναι «αυθεντική φωνή» ή αναπαράσταση. Η αλήθεια εδώ δεν είναι ένα καταγεγραμμένο γεγονός, αλλά η εμπειρία τού να προσπαθείς να θυμηθείς μαζί με κάποιον που ξεχνά.

Συχνά, η μητέρα κατονομάζει κρατούμενες με τα μικρά τους ονόματα. Αυτό είναι συγκλονιστικό: δείχνει ότι εκεί που η άνοια διαλύει τα πάντα, οι πιο ισχυρές μνήμες δεν είναι τα μεγάλα γεγονότα, αλλά τα μικρά πρόσωπα, τα άτομα, οι γυναίκες που έζησαν πλάι της. Το βιβλίο γίνεται έτσι και ένα μνημόσυνο για τις «άγνωστες» μορφές που περνούν από τα παρασκήνια της ζωής.

Η επιλογή του συγγραφέα να ανατρέξει στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού δεν είναι τυχαία. Οι φυλακές είναι μικρογραφίες της κοινωνίας. Εκεί συμπυκνώνονται οι ανισότητες, οι συγκρούσεις, τα πάθη.

Μέσα από τη μνήμη της μητέρας, ο αναγνώστης βλέπει όχι μόνο έναν κλειστό κόσμο κρατουμένων, αλλά και την Ελλάδα που πέρασε από μεταπολεμικές πληγές, δικτατορίες, πολιτικές διώξεις. Οι κρατούμενες δεν είναι μόνο ποινικές, είναι και πολιτικές, γυναίκες που πλήρωσαν με την ελευθερία τους τις πεποιθήσεις τους. Όταν αυτές οι ιστορίες επιστρέφουν παραμορφωμένες από την άνοια, αποκτούν μιαν άλλη υφή. Μοιάζουν με φαντάσματα που δεν ξεχνιούνται, ακόμη κι όταν όλα τα άλλα έχουν χαθεί.

Το βιβλίο έτσι δεν μένει σε μια προσωπική ιστορία, συνδέει την ιδιωτική μνήμη με τη συλλογική. Η άνοια της μητέρας γίνεται παράθυρο για μιαν ιστορική μνήμη που κινδυνεύει κι αυτή να ξεχαστεί.

Ο Νίκος Δαββέτας δεν γράφει απλώς για τη μητέρα του. Συνομιλεί μαζί της, προσπαθεί να την ακούσει, να κρατήσει κομμάτια της πριν χαθούν. Είναι παιδί που φροντίζει, αλλά και συγγραφέας που δημιουργεί. Αυτό το διπλό πρόσωπο του αφηγητή είναι καθοριστικό. Άλλοτε εμφανίζεται με τρυφερότητα και άλλοτε με αμηχανία.

Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι δεν υποκρίνεται πως κατέχει την αλήθεια. Ομολογεί την αμφισημία. Δεν ξέρει αν αυτό που γράφει είναι εξομολόγηση ή μυθοπλασία. Αφήνει τον αναγνώστη να περιπλανηθεί ανάμεσα στα δύο. Αυτός ο χώρος αμφιβολίας είναι που δίνει στο βιβλίο την πυκνότητά του.

Η γλώσσα του βιβλίου δεν στηρίζεται σε μεγάλους ρητορικούς μονολόγους, δουλεύει με σιωπές, με θραύσματα, με καθημερινές λεπτομέρειες. Κλειδιά που κουδουνίζουν, πόρτες που ανοίγουν, ονόματα που προφέρονται. Αυτές οι μικρές εικόνες αποκτούν δύναμη ακριβώς γιατί δεν σχολιάζονται υπερβολικά. Η γλώσσα παραμένει νηφάλια, και μέσα στη νηφαλιότητά της προκαλεί συγκίνηση.

Εδώ βρίσκεται και η λογοτεχνική δεξιοτεχνία: να κάνεις την άνοια να μιλήσει χωρίς να τη φορτώσεις με περιττό συναίσθημα. Να αφήσεις τον αναγνώστη να νιώσει το βάρος χωρίς να του το υποδείξεις.

Πέρα από την προσωπική συγκίνηση, το βιβλίο ανοίγει έναν ολόκληρο κύκλο ερωτημάτων που δεν διατυπώνονται ποτέ ευθέως, αλλά υποβόσκουν σε κάθε σελίδα. Τι σημαίνει άραγε να φυλάς; Είναι μια πράξη εξουσίας, ένας μηχανισμός επιβολής πάνω στους άλλους ή μήπως είναι μια παράδοξη μορφή φροντίδας, ένας τρόπος να προστατεύεις εκείνους που βρίσκονται εντός των τειχών; Και πώς αυτός ο ρόλος μεταφέρεται μέσα στην οικογένεια, όταν η μητέρα που υπήρξε δεσμοφύλακας καλείται να σταθεί και ως μητέρα; Μήπως η ίδια η οικογένεια είναι μια μικρή φυλακή, όπου έλεγχος και αγάπη, κανόνες και στοργή, συνυπάρχουν με έναν τρόπο αναπόδραστο;

Κι έπειτα, το πιο δύσκολο ερώτημα είναι το πώς στεκόμαστε απέναντι στους ανθρώπους που χάνουν τη μνήμη τους. Τους αναγνωρίζουμε ως υποκείμενα με δική τους βούληση ή, χωρίς να το καταλάβουμε, τους μετατρέπουμε σε αντικείμενα φροντίδας, σε σκιές που χρειάζονται απλώς περίθαλψη; Ο Δαββέτας δεν απαντά. Αφήνει τα ερωτήματα να αιωρούνται, να επιστρέφουν στον αναγνώστη σαν ηχώ που δεν καταλαγιάζει. Κι αυτή ακριβώς η σιωπηλή φιλοσοφική διάσταση είναι που αναδεικνύει το βιβλίο πέρα από τα όρια μιας απλής αυτοβιογραφικής μαρτυρίας και το μετατρέπει σε στοχασμό για την ίδια τη φύση της μνήμης, της οικογένειας και των δεσμών που μας συγκρατούν.

Ο αναγνώστης που τελειώνει το βιβλίο μένει με την αίσθηση μιας ανολοκλήρωτης ιστορίας. Μένει με αποσπάσματα, με ερωτήματα, με σκιές, καθώς η εμπειρία της άνοιας δεν μπορεί να δοθεί ως «ολότητα». Μπορεί να μεταδοθεί μόνο ως ατελής, διακεκομμένη, θραυσματική.

Η δεσμοφύλακας μένει στη μνήμη του αναγνώστη όχι μόνο ως μητέρα που ξεχνά, αλλά ως μορφή που έζησε ανάμεσα σε φυλακές, σε γυναίκες, σε μνήμες που επιστρέφουν. Είναι ταυτόχρονα πρόσωπο και μεταφορά: πρόσωπο για τον συγγραφέα, μεταφορά για όλους μας που κουβαλάμε τις δικές μας «φυλακές».

Η «Δεσμοφύλακας» του Νίκου Δαββέτα αρνείται τον μελοδραματισμό, αποφεύγει την ευκολία της «αληθινής ιστορίας» και κινείται ανάμεσα στην εξομολόγηση και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στη μνήμη και την άνοια, ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό.

Η μητέρα-δεσμοφύλακας πέρα από πρόσωπο που χάνεται στη νόσο, είναι και μια αλληγορία για τον τρόπο που όλοι μας γινόμαστε δεσμώτες των αναμνήσεων, των σχέσεων, των ρόλων μας. Κι ο συγγραφέας, με τρυφερότητα αλλά και λογοτεχνική τόλμη, μας αφήνει να μπούμε σε αυτή τη φυλακή της μνήμης.

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Ένας οικουμενικός διάλογος  ιδεών

Καρυωτάκης: η μοντέρνα συνείδηση και η ποιητική πρωτοπορία

Βιβλίο: Η θάλασσα της μνήμης και του έρωτα

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΚΥΡΙΑΚΗ 19.10.2025 08:51