Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Βιβλίο: Ο άνθρωπος και η υπαρξιακή του αγωνία
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Bernhard Schlink
Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
Εκδόσεις: Κριτική
Σελ.: 222
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ είναι από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς του εγχώριου αναγνωστικού κοινού. Στη χώρα μας, τα βιβλία του κυκλοφορούν σταθερά εδώ και χρόνια υπό τη φροντίδα και την επιμέλεια των εκδόσεων Κριτική, με κορυφαίο και διαρκώς ευπώλητο το «Διαβάζοντας στη Χάννα», το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Stephen Daldry με τίτλο «Σφραγισμένα χείλη» και χάρισε δικαίως στην πρωταγωνίστρια Κέιτ Γουίνσλετ το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου. Καθηγητής συνταγματικού δικαίου και νομικός, αλλά κυρίως μέγας συγγραφέας, ο πολυβραβευμένος με πλήθος τιμητικών διακρίσεων Σλινκ είναι ένας αξεπέραστος στυλίστας και ακτινογράφος των στιγμών, των πιο ανεπαίσθητων ρωγμών του παρόντος και του τραυματικού παρελθόντος, και με κάθε του έργο μαγεύει το κοινό του γράφοντας για «δύσκολα» θέματα με τόλμη, ακρίβεια, με ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους και ιδιαίτερα λεπτές αποχρώσεις, τρυφερά κι ανθρώπινα.
Ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα που προκάλεσαν αίσθηση κι ήταν το 1995 που έγραψε το εμβληματικό και πολυεπίπεδο «Διαβάζοντας στη Χάννα» και η φήμη του Γερμανού δημιουργού εκτινάχθηκε. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλα βιβλία, εξίσου σημαντικά και άξια ανάγνωσης και μελέτης.
Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Μια ζωή ακόμα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες από τις εκδόσεις Κριτική, ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πέρασμα του χρόνου, με την επικείμενη συνάντηση με τον θάνατο και με τη σκέψη για ό,τι μένει πίσω να θυμίζει εκείνον που φεύγει. Με υπόκωφη ένταση, υπόγειους υπαινιγμούς, στοχαστική διάθεση, χωρίς ευθύ βλέμμα στη γερμανική Ιστορία (ένα από τα κυρίαρχα θέματα στα έργα του Σλινκ) και με μια διάχυτη μελαγχολία απ’ την αρχή ώς το τέλος, ο Μπέρνχαρντ Σλινκ καταθέτει ένα από τα πιο ανθρωποκεντρικά του κείμενα, που αφορά τον άνθρωπο και την υπαρξιακή του αγωνία μπροστά σε όσα ξαφνικά προκύπτουν και φέρνουν ανατροπή και, για μια φορά ακόμα, αιχμαλωτίζει στην αφήγησή του την πιο μικρή αμυχή της ανθρώπινης ψυχής, που βρίσκεται σε μονομαχία με τον φόβο, την ελπίδα που τρεμοσβήνει και τον χρόνο που τελειώνει.
Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο 76χρονος Μάρτιν, συνταξιούχος δικηγόρος και καθηγητής Νομικής Ιστορίας, παντρεμένος με την αρκετά χρόνια μικρότερή του ζωγράφο Ούλα και πατέρας ενός εξάχρονου αγοριού, του Ντάβιντ. Ευκατάστατοι, αγαπημένοι, δύο διακριτά μέλη στον κοινωνικό τους κύκλο. Κι έρχεται η στιγμή που μια ιατρική διάγνωση θα διαταράξει την ηρεμία του κοινού τους βίου. Ο Μάρτιν διαγιγνώσκεται με προχωρημένο καρκίνο στο πάγκρεας και ο γιατρός τού δίνει περιθώριο ζωής περίπου έξι μήνες (περνώντας τους μισούς σε μια σχετικά καλή κατάσταση υγείας και τους άλλους μισούς υποφέροντας από τους πόνους και με τον οργανισμό του να ξεκινά μια πορεία κατάρρευσης).
Ο Μάρτιν δεν ξέρει πώς να αισθανθεί, ζυγίζει το κενό και πάνω στο κενό βαδίζει με αστάθεια, τα συναισθήματά του απουσιάζουν. Σοκαρισμένος, επιστρέφει στο σπίτι και ανακοινώνει στην Ούλα τα δυσάρεστα όντας ανένδοτος να μπει στη βασανιστική διαδικασία των χημειοθεραπειών χωρίς αποτέλεσμα. Επιθυμεί να συνεχίσουν κανονικά την καθημερινότητά τους με δουλειές και υποχρεώσεις, ενώ σκέφτεται τι θα προλάβει να κάνει στον λίγο καιρό που του απομένει. Ο Μάρτιν ξεκινά να συντάσσει μια μεγάλη επιστολή προς τον μικρό Ντάβιντ, δώρο και κληρονομιά για όταν θα μεγαλώσει, με θέματα την αγάπη, τον Θεό, τον θάνατο, τη δικαιοσύνη, τη ζωή. Οι μέρες περνούν, οι προτεραιότητες αλλάζουν.
Ο Μάρτιν είναι φαινομενικά ψύχραιμος, είναι καθησυχαστικός προς τον εαυτό του και τους άλλους, αντιμετωπίζει αυτό που του έτυχε με αξιοπρέπεια. Συλλογίζεται συχνά το πώς η αγαπημένη του σύζυγος θα συνεχίσει δίχως αυτόν, ενώ είναι διαρκώς κοντά στον γιο του και του μεταδίδει τη βεβαιότητα πως τον αγαπά και θα τον αγαπά ακόμα κι όταν δεν θα είναι φυσικά δίπλα του.
Λίγο αργότερα, ο Μάρτιν ανακαλύπτει πως η Ούλα συναντά έναν άλλο άντρα. Παρακολουθεί διακριτικά το παράνομο ζευγάρι. Κάθε φορά που εκείνη επιστρέφει στο σπίτι, ο Μάρτιν παριστάνει πως τίποτα δεν είδε, τίποτα δεν αντιλήφθηκε, παραμένει ήπιος, δεν ανοίγει κουβέντα, δεν κάνει την παραμικρή νύξη, δεν προκαλεί αντιπαραθέσεις, ούτε αφήνει να βγει από μέσα του δείγμα κύματος ζήλειας. Αρχίζει μόνο να αισθάνεται τη γυναίκα του πιο ξένη και στις κοινές τους αναμνήσεις δεν νιώθει πλέον κοντά της, αλλά μακριά και μόνος. Και η λίγη ζωή προχωρά. Ο Μάρτιν δεν ξεφεύγει πολύ απ’ τη ρουτίνα του. Αν και αρχίζει να νιώθει πιο κουρασμένος, πηγαίνει τον γιο του στο σχολείο, μαγειρεύει, ψωνίζει, ασχολείται με τον κήπο, συνεχίζει τη σύνταξη της επιστολής προς τον μονάκριβό του Ντάβιντ κι αυτό που συνειδητοποιεί πως κάνει μετάσταση μέσα του είναι η ανεντιμότητα και η προδοσία.
Την ίδια στιγμή, αναρωτιέται αν τα έξι χρόνια ζωής που πρόλαβε να ζήσει με τον Ντάβιντ είναι αρκετά για να του δείξει έμπρακτα την αγάπη του και να του διδάξει μικρές και μεγάλες αβεβαιότητες και βεβαιότητες για την ύπαρξη. Αισθάνεται όλο και πιο μόνος και ανασφαλής, καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα, τη στιγμή που η αρρώστια και το επικείμενο τέλος προκαλούν μοναξιά, έτσι κι αλλιώς. Δικαιολογεί την επιλογή της Ούλα να συνάψει εξωσυζυγική σχέση ώστε να μην είναι μόνη και δυστυχισμένη όταν εκείνος θα έχει φύγει. Θα επιδιώξει και θα πετύχει συνάντηση με τον εραστή της γυναίκας του και, στη συνέχεια, θα προβεί σε μια ακόμα έρευνα προκειμένου να ενώσει κομμάτια και να κλείσει εκκρεμότητες του παρελθόντος.
Τα υπαρξιακά ερωτήματα κι οι φιλοσοφικοί στοχασμοί διαποτίζουν ολόκληρο αυτό το άηχα σπαρακτικό μυθιστόρημα, το γεμάτο εικόνες της παρηγορητικής φύσης, της μυρωδιάς της βροχής, της αγάπης που μιλά ψιθυριστά, της αγάπης που παραμένει αγάπη ακόμα κι όταν γεμίζει ρωγμές.
«…ίσως, όμως, να μη μου ξεγλιστρά ο κόσμος, σκέφτηκε, αλλά εγώ να είμαι αυτός που αποχαιρετά τον κόσμο. Νιώθω σαν να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο το ατμόπλοιο στη θάλασσα, να το βλέπω να γίνεται όλο και μικρότερο, μέχρι να γίνει μια λευκή κουκκίδα και στο τέλος θα χαθεί κι αυτή. Ίσως, όμως, είμαι εγώ που απομακρύνομαι, αφού έχω κατέβει από το ατμόπλοιο, έχω πάρει τον δρόμο της ψηλής ακτής, κατευθύνομαι προς τα ενδότερα της στεριάς, και γι’ αυτό βλέπω τη θάλασσα και το ατμόπλοιο όλο και πιο μακριά». (σελ. 182-183)
Γεμάτη σφρίγος, ησυχία και φινέτσα η πρόζα του Σλινκ, δεν γέρνει ούτε στιγμή στο φθηνό μελό, παρά αποτυπώνει ρεαλιστικά την αμηχανία και την εύγλωττη σιωπή ενός ανθρώπου απέναντι στο τέλος του χρόνου που κρατάει «λίγο ακόμα». Με θέα τον ήλιο που βυθίζεται στη θάλασσα. Ο Σλινκ μας χαρίζει μεγάλες λογοτεχνικές στιγμές ξανά, καταθέτοντας μια αξέχαστη, συγκλονιστική ιστορία ενδοσκόπησης για όσα αξίζουν στη ζωή λίγο πριν από το τέλος (της) και με λεπτομερείς πινελιές ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός άντρα, λίγο πριν από τον θάνατο, που αναμετριέται με το μη αναστρέψιμο, με τον χρόνο, με τα τσακισμένα συναισθήματά του, με τις νίκες και τις ήττες του.
Ο Απόστολος Στραγαλινός μεταφράζει ακόμα ένα έργο του σπουδαίου Μπέρνχαρντ Σλινκ, συγκινητικά, λεπτομερώς και επιτυχώς, και με απόλυτη ακρίβεια στις σιωπές και σε κάθε σημείο στίξης πριν και μετά τις λέξεις.
Διαβάστε επίσης:
Στον David Szalay και το «Flesh» το Booker Prize 2025 (photos/video)
Βιβλίο: Ένα τολμηρό αφήγημα για την ήττα του νοήματος της αριστεράς