SAFE: H Τουρκία έμεινε προς το παρόν έξω από το αμυντικό πρόγραμμα των 150 δισ. ευρώ και αντιδρά – Τι σημαίνει για την Ελλάδα
Το ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE αποδεικνύεται πολύ γρήγορα κάτι παραπάνω από ένα ακόμη ταμείο: είναι ο σκελετός πάνω στον οποίο η ΕΕ επιχειρεί το “rearmament” της για την επόμενη δεκαετία. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η είδηση ότι η Τουρκία μένει εκτός SAFE – ενώ η Ελλάδα μπαίνει κανονικά στο παιχνίδι των δανείων- βάζει τέλος σε ένα ολόκληρο αφήγημα μηνών, σύμφωνα με το οποίο η ένταξη της Άγκυρας ήταν δήθεν προδιαγεγραμμένη και η Αθήνα «παρακολουθούσε παθητικά».
Η Ελλάδα δεν είναι θεατής, αλλά μέτοχος: έχει καταθέσει εθνικό σχέδιο για δάνεια 1,2 δισ. ευρώ, ενώ ήδη έχει εγκριθεί ποσό 787,67 εκατ. ευρώ, που κατευθύνεται σε προγράμματα εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, σε συνεργασία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συνολικά, 19 κράτη-μέλη κατέθεσαν εθνικά σχέδια μέχρι την προθεσμία της 30ής Νοεμβρίου, επιβεβαιώνοντας ότι ο βασικός κορμός του SAFE θα είναι αμιγώς ευρωπαϊκός.
Η Ελλάδα ξοδεύει 3,1% του ΑΕΠ της στην άμυνα – από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη – αλλά μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων φεύγει σε αγορές έτοιμων συστημάτων από έξω, όχι σε γραμμές παραγωγής εδώ.
Χρόνια τώρα, η «αμυντική βιομηχανία» σημαίνει λίγα ναυπηγεία που παλεύουν, λίγες εταιρείες πυρομαχικών, κάποιες συμβάσεις υποστήριξης· όχι ένα οικοσύστημα που να στήνει drones, πυραυλικά συστήματα, αισθητήρες, software, κυβερνοάμυνα.
Η πίεση από Γερμανία και ΝΑΤΟ
Εκεί που το θέμα γίνεται γεωπολιτικό θρίλερ είναι στον ρόλο των τρίτων χωρών. Ο κανονισμός του SAFE προβλέπει συμμετοχή μη-ευρωπαϊκών εταίρων μόνο υπό αυστηρούς όρους και με πλαφόν μέχρι 35% σε συμπράξεις, χωρίς πρόσβαση στα ίδια τα δάνεια των 150 δισ. ευρώ. Παρά ταύτα, Γερμανία, ΝΑΤΟ και άλλοι εταίροι άσκησαν ισχυρή πολιτική πίεση ώστε η Τουρκία – και σε δεύτερο επίπεδο η Βρετανία και η Νότια Κορέα – να βρουν τρόπο να «κουμπώσουν» στο σχήμα.
Από το καλοκαίρι και μετά, μεγάλο μέρος του δημόσιου διαλόγου – και στην Ελλάδα – κινήθηκε με την παραδοχή ότι «η πόρτα άνοιξε για την Τουρκία» και ότι αργά ή γρήγορα η Άγκυρα θα μπει στο SAFE, με την Αθήνα είτε ανήμπορη είτε απρόθυμη να ασκήσει πραγματικό βέτο. Αναλύσεις εξηγούσαν «τι σημαίνει η συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE και ποια τα ερωτήματα για την Ελλάδα», αφήνοντας συχνά να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση δεν έχει καθαρή στρατηγική και ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα την υπερβεί. Μάλιστα αυτή η κριτική πολλές φορές αφορούσε και σε γαλάζια στελέχη. Στο ίδιο πλαίσιο, τμήμα της αντιπολίτευσης κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι δεν έθετε ευθύς εξαρχής σκληρούς όρους για την τουρκική συμμετοχή.
Η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε τις τελευταίες ημέρες είναι διαφορετική. Η Κομισιόν επιβεβαίωσε ότι η Τουρκία (μαζί με τη Νότια Κορέα) δεν πρόλαβε την κρίσιμη προθεσμία για την κατάθεση εθνικού σχεδίου και άρα μένει εκτός της κύριας φάσης των δανείων SAFE. Παράλληλα η Επιτροπή ουσιαστικά «έκοψε» την Τουρκία και τη Βρετανία, αφενός λόγω νομικών και δημοσιονομικών εκκρεμοτήτων, αφετέρου λόγω των πολιτικών ενστάσεων Ελλάδας και Κύπρου.
Η Αθήνα είχε εδώ και μήνες προαναγγείλει ότι όσο παραμένει σε ισχύ το casus belli της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για τα 12 μίλια, δεν μπορεί να συναινέσει στην ένταξη της Τουρκίας σε ένα χρηματοδοτικό εργαλείο που αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα. Η θέση αυτή διατυπώθηκε δημοσίως τόσο από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και από την ελληνική διπλωματία, ενώ η Λευκωσία κινήθηκε στην ίδια γραμμή. Στην πράξη, η απειλή βέτο αποδείχθηκε όχι επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αλλά ουσιαστικός παράγοντας στον τρόπο που κινήθηκε η Κομισιόν.
Η αντίδραση της Άγκυρας
Η αντίδραση της Άγκυρας είναι προβλέψιμα οργισμένη. Τουρκικά ΜΜΕ κατηγορούν Ελλάδα και Κύπρο ότι «αποκλείουν την Τουρκία από τα 150 δισ. του SAFE», ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν επιχειρεί να παρουσιάσει το αποτέλεσμα ως προϊόν ελληνικού «μαξιμαλισμού» και όχι ως συνέπεια των δικών της επιλογών σε Αιγαίο και Κύπρο.
Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Ν. Χριστοδουλίδης μιλά για μια Τουρκία που «ουσιαστικά απέκλεισε η ίδια τον εαυτό της» από το πρόγραμμα, μη εκπληρώνοντας τα κριτήρια και επιμένοντας σε πολιτικές που έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές της ΕΕ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Πρώτον, ότι η κεντρική γραμμή Αθήνας – «ναι στην ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση, αλλά όχι με χρηματοδότηση μιας χώρας που απειλεί ευθέως την ελληνική κυριαρχία» – όχι μόνο δεν απομονώθηκε, αλλά ενσωματώθηκε στην τελική ισορροπία του SAFE. Δεύτερον, ότι το αφήγημα σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία θα έμπαινε οπωσδήποτε στο πρόγραμμα και η Ελλάδα θα έμενε «θεατής» διαψεύστηκε από τα ίδια τα γεγονότα: στην πρώτη φάση του SAFE, μέσα είναι η Ελλάδα με εγκεκριμένα κονδύλια, έξω είναι η Τουρκία χωρίς εθνικό σχέδιο και χωρίς πρόσβαση στα δάνεια.
Υπάρχει κι άλλος «γύρος»
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιστορία τελείωσε. Ο κανονισμός του SAFE αφήνει παραθυράκια για συμπράξεις με τρίτες χώρες μέχρι 35%, ενώ υπάρχουν ήδη προειδοποιήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τον κίνδυνο «Δούρειων Ίππων» – εταιρειών εγκατεστημένων στην ΕΕ αλλά ελεγχόμενων από τρίτα κράτη, όπως η Τουρκία, που μπορεί να επιχειρήσουν να διεισδύσουν έμμεσα στη χρηματοδότηση. Επομένως, η επαγρύπνηση της Αθήνας (και της Λευκωσίας) δεν είναι προαιρετική, αλλά μόνιμη υποχρέωση.
Ωστόσο, στο σημερινό σημείο ισορροπίας, η εικόνα είναι καθαρή: η ΕΕ κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα προς μια πιο αυτόνομη, κοινή αμυντική πολιτική· η Ελλάδα αξιοποιεί το εργαλείο για να ενισχύσει τις δικές της δυνατότητες και να «δέσει» την ευρωπαϊκή της διάσταση· και όσοι προεξοφλούσαν ότι η Τουρκία θα μπει στο SAFE «θέλουμε δεν θέλουμε» βλέπουν το σενάριο τους να ακυρώνεται – τουλάχιστον σε αυτή την κρίσιμη πρώτη φάση. Το πραγματικό παιχνίδι, από εδώ και πέρα, θα παιχτεί στο πώς η Αθήνα θα μετατρέψει τα κοινοτικά δάνεια σε απτή αποτροπή στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να χάσει από τα μάτια της το πολιτικό σκηνικό στις Βρυξέλλες.
Το SAFE όπως έλεγαν γαλάζιοι βουλευτές βάζει το εξής ωμό δίλημμα μπροστά μας:
“Θέλεις να είσαι χώρα που παράγει ασφάλεια ή μόνο χώρα που αγοράζει ασφάλεια;
Αν θέλουμε να είμαστε στο πρώτο, κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσουμε ότι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία δεν θα είναι απλώς «προεκλογικό talking point», αλλά εθνική επένδυση 20ετίας. Ότι χρειάζονται συνέργειες με ιδιωτικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, συνεργασίες με πανεπιστήμια, βιομηχανικά πάρκα που φτιάχνουν από αισθητήρες μέχρι λογισμικό μάχης.”
Διαβάστε επίσης
Νέα πρόκληση από την Τουρκία: Ο Τσελίκ αποκαλεί τον Δένδια «υπουργό – τρολ»
Λιβύη: Νέα προσπάθεια προσέγγισης με τη Βεγγάζη, στην Αθήνα ο Σαλέχ την Παρασκευή