search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 08:38
MENU CLOSE

Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και η μεταρρύθμιση του 2018-19 – Πώς εξελίχθηκε η ταξική διάρθρωση των σπουδών

07.05.2019 09:16
paid-1.jpg

 

α. Ιστορική εξέλιξη: μία εικόνα

Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα αναπτύχθηκε κατά ασύμμετρο τρόπο. Το 1837 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1925 το Αριστοτέλειο, ενώ η τεχνική σχολή των δεκαετιών 1830-40 μετετράπη σε Πολυτεχνείο το 1917. Μέχρι το 1929 η πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο πραγματοποιείτο άνευ εξετάσεων. Αυτές τοποθετούνταν μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου (αναλυτικά: Παπαηλίας, 2002).
Το 1964 συστάθηκαν τα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων (1) και Πατρών, ενώ το 1973 της Κρήτης. Παράλληλα υπήρχαν σχολές ανώτατες, όπως η Πάντειος, η Βιομηχανική Πειραιώς, η Βιομηχανική Θεσσαλονίκης, η ΑΣΟΕΕ, η Γεωπονική, της Οικιακής Οικονομίας. Αυτές μετατράπηκαν αργότερα (1989-90) στα Πανεπιστήμια Πάντειο, Πειραιώς, Μακεδονίας, Οικονομικό, Γεωπονικό και Χαροκόπειο αντιστοίχως. Τη δεκαετία του 1980 και ιδιαίτερα αρχές 1990 ένας κατακλυσμός τμημάτων και ιδρυμάτων πλημμύρισε τη χώρα (τα περισσότερα με χρηματοδότηση από την Ε.Ε.).

Το 1970, με δάνειο της Παγκόσμιας Τράπεζας, ιδρύθηκαν πέντε ΚΑΤΕ προκειμένου να απορροφήσουν τις Σχολές Υπομηχανικών. Μετέπειτα αυτά πολλαπλασιάστηκαν, ενώ το 1977 μετονομάστηκαν σε ΚΑΤΕΕ. Τα τελευταία το 1983 μετατράπηκαν σε ΤΕΙ επτά ή οκτώ εξαμήνων. Το 2001 επήλθε η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ και όλα τα τμήματα υποχρεωτικά απέκτησαν πρόγραμμα σπουδών οκτώ εξαμήνων (επτά για σπουδές και ένα εξάμηνο πρακτικής άσκησης).

Στα ανωτατοποιημένα ΤΕΙ από το 2002 και μετέπειτα επετρέπετο να συμπράττουν ή να συνδιοργανώνουν μεταπτυχιακά με πανεπιστήμια της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Από το 2008 απέκτησαν τη δυνατότητα αυτόνομων μεταπτυχιακών.
Η οικονομική κρίση επηρέασε τη λειτουργία των ιδρυμάτων. Το 2013 επιχειρήθηκε ατέχνως να συρρικνωθεί ο αριθμός τους (σχέδιο Αθηνά). Κατ’ ουσίαν έκλεισαν ή συνενώθηκαν τμήματα κυρίως των ΤΕΙ. Το 2018 συγχωνεύτηκαν τα ΤΕΙ Αθηνών και Πειραιά δημιουργώντας το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Στο ίδιο έτος ξεκίνησαν οι συγχωνεύσεις (στην πραγματικότητα απορροφήσεις) των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια της κάθε περιοχής, οι οποίες φαίνονται να ολοκληρώνονται τον Μάιο του 2019. 

β. Ο δυϊσμός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης
Η άνοδος της Τεχνικής και μετέπειτα Τεχνολογικής Εκπαίδευσης εμφανίστηκε ως διακριτό χαρακτηριστικό στην Ευρώπη έπειτα από τη Βιομηχανική Επανάσταση και ιδιαίτερα ύστερα από το 1840. Η αναπτυσσόμενη βιομηχανία, εκτός από εφευρέτες και μηχανικούς, εκ των οποίων μερικοί προήλθαν από τις πανεπιστημιακές σχολές (κυρίως ήταν φυσικοί, χημικοί και αρκετοί μηχανικοί), στηρίχθηκε επίσης και από «πρακτικούς» με ελλιπή εκπαίδευση (Newcomen, Watt κ.λπ.). Ένα μέρος δεν διέθετε ιδιαίτερες επιστημονικές περγαμηνές (όπως ο Marconi, ο Morse) ή κάποιοι δεν είχαν ολοκληρώσει ούτε τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Ford, Stephenson, κ.λπ.).

Παρ’ όλα αυτά, η διαρκώς πιο πολύπλοκος παραγωγή απαιτούσε βαθύτερες σπουδές και έτσι τα Πανεπιστήμια δίπλα από την Ιατρική, τη Φιλοσοφική κ.λπ. (τις κλασικές δηλονότι σπουδές) προσέθεσαν και αυτές των μηχανικών και γενικότερα αυτών που σχετίζονταν με την περαιτέρω πρόοδο της βιομηχανίας. Επιπροσθέτως αναδύθηκαν και δύο εξίσου σημαντικοί παράγοντες ανάπτυξης της τεχνολογικής εκπαίδευσης. 

● Πρώτον, η Γαλλική Επανάσταση με το σύνθημα της ισότητας προσέφερε το λάβαρο: Παιδεία για όλους. 
● Δεύτερον, η άνοδος της μεσαίας τάξης, απότοκος της οικονομικής προόδου, είχε ως απόρροια να φοιτά ένα συνεχώς διευρυνόμενο πλήθος ατόμων, αφού η γνώση θεωρήθηκε ότι ταυτίζεται με τον πολιτισμό. Το ενδιάμεσο και το ανώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης οδηγήθηκε σε πανεπιστημιακές σπουδές, ενώ το κατώτερο στις τεχνικές. Η ραγδαία αναπτυσσόμενη μεταποίηση, το εμπόριο και οι συναλλαγές είχαν ανάγκη όχι μόνο από εφευρέτες ή από ανώτερα διοικητικά στελέχη, αλλά εξίσου σημαντικά, συχνά σημαντικότερα, από μεσαία στελέχη (εργοδηγούς, αρχιτεχνίτες κ.λπ.), τουτέστιν από την ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ εργατών και διευθυντών. Υπ’ αυτήν την έννοια αξιόλογο τμήμα των χαμηλών στρωμάτων της μεσαίας τάξης στράφηκε σε παρόμοιες σχολές (βλέπε τις δράσεις προ και μετά της education act το 1870 στη Βρετανία).

Έτσι γεννήθηκε ένας δυισμός: οι φτωχοί αποτελούσαν το προλεταριάτο. Μέρος όμως από αυτούς σταδιακά, μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, άρχισε να οδηγείται και στις Κατώτερες Τεχνικές Σχολές. Αυτό διευκόλυνε τους επιχειρηματίες, διότι όσο πιο πολύπλοκη καθίστατο η παραγωγή, τόσο περισσότερο απαραίτητο απεδεικνύετο το υψηλότερο επίπεδο γνώσης (εκπαίδευσης ή κατάρτισης). 
Ακόμη εντονότερα η πλειονότης των κατωτέρων στρωμάτων της μεσαίας τάξης στράφηκε σε Τεχνικές Σχολές, ενώ ένα μικρό τμήμα διέφυγε προς τις πανεπιστημιακές. Οι πιέσεις, οικονομικές αλλά και ευρύτερες (κοινωνική καταξίωση), αποδείχθηκαν σημαντικές, γι’ αυτό ολοένα και μεγαλύτερη μάζα της μεσαίας τάξης φοιτούσε στα Πανεπιστήμια, των οποίων ο αριθμός μεγεθύνετο, όπως και το πλήθος των σχολών τους. Η ανώτερη τάξη, προφανώς, αποκλειστικά φοιτούσε στα Πανεπιστήμια.

Χαρακτηριστική είναι η εικόνα μεταξύ των εκπροσώπων της Πρώτης (1864) και της Δευτέρας Διεθνούς (1889). Στην πρώτη κυριαρχούν οι εργάτες, στη δεύτερη η μικρομεσαία και η μεσαία τάξη, που είχε εκπαιδεύσει τα μέλη της στα Πανεπιστήμια.
Στη Βρετανία οι αλλαγές πραγματοποιούνταν με πιο αργούς ρυθμούς – η ordo senatorius κατάφερε να επιβάλλεται – (2) χάρη σε μία πληθώρα λόγων. Μόλις το 1895 η Fabian Society με κληροδότημα κατάφερε να δημιουργήσει τη London School of Economics (LSE), προκειμένου να σπουδάσουν σε αξιόλογο Πανεπιστήμιο και οι μεσαίοι, η πρόσβαση των οποίων στο Cambridge ή στην Oxford ήταν σχεδόν απαγορευτική. 

Κατά τον 20ό αιώνα οι φραγμοί περιορίστηκαν ή και έπεσαν, με συνέπεια έπειτα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οριστικά ύστερα από τον Δεύτερο η κάθε οικογένεια να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο.
Στην Ελλάδα η εγγραφή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ιδιαίτερα έπειτα από το 1900, απετέλεσε και για τα παιδιά των μικρομεσαίων στρωμάτων μία σχετικώς αντιμετωπίσιμη κατάσταση. Ωστόσο, το ζήτημα της Τεχνικής Εκπαίδευσης δεν είχε ανακύψει, διότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις. Όσοι μπορούσαν κατευθύνονταν στη Νομική, την Ιατρική, τη Φιλοσοφική και αργότερα στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Οι γόνοι των αγροτικών περιοχών (της επαρχίας εν γένει) οδηγούνταν στη Γεωπονία ή τη Δασολογία.

Η προσπάθεια όμως βιομηχανικής ανάπτυξης ύστερα από το 1925, η οποία επιταχύνθηκε μεταπολεμικά, κατέστησε αναγκαία τη δημιουργία Τεχνικής Εκπαίδευσης προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχαν συναντήσει οι Ευρωπαίοι κατά τον 19ο αιώνα.
Οι Κατώτερες, οι Μέσες, οι Ανώτερες Τεχνικές Σχολές, το άλλοτε «Μικρό Πολυτεχνείο», φάνηκαν να καλύπτουν τη ζήτηση. Σταδιακώς, οι ανώτερες (ανώτατες) σχολές ξεκίνησαν να «πανεπιστημιούνται». Το 1955 η ΑΣΟΕΕ (3) κατέστη τετραετής, όπως το 1958 η ΑΒΣΠ, και η ΑΒΣΘ, η Πάντειος το 1963, ενώ η Γεωπονική ήδη από το 1947 είχε γίνει πενταετής, σε μία προσπάθεια να στηριχθούν το υπουργείο Γεωργίας και η ΑΤΕ (στην αγροτική ανάπτυξη της χώρας).

Τελικώς, η Τεχνική Εκπαίδευση εγκλωβίστηκε (χωρίς δυνατότητα αναβάθμισης) από τις Σχολές Μηχανικών, όπου το Μετσόβιο Πολυτεχνείο από κοινού με το Τεχνικό Επιμελητήριο μετετράπησαν σε πάπες. Με ιδιαίτερο αγώνα δημιουργήθηκαν Πολυτεχνικές Σχολές εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης (Πανεπιστήμιο Πατρών, Δημοκρίτειο κ.λπ.).

γ. Η οικονομική και κοινωνική πολιτική έπειτα από το 1990
Μεταξύ 1935 ή 1945 και 1990 επικράτησε, αλλού εντονότερα (Ευρώπη) και αλλού ηπιότερα (ΗΠΑ), η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Το αποτέλεσμα υπήρξε η κυριαρχία του κράτους πρόνοιας.
Η συντήρησή του απαιτούσε υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, οι οποίοι, αρχικώς, έπλητταν το ανώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης. Όσο όμως διηυρύνετο, τόσο καθίστατο δαπανηρότερο. Συνεπώς, μετέπειτα, αναπόφευκτα, άρχισε να επιβαρύνει και το ενδιάμεσο τμήμα της τάξης αυτής (το χαμηλότερο υπέστη μικρή αφαίμαξη). Αποτέλεσμα: οι αντιδράσεις διογκώθηκαν. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (1990-91) εξαφάνισε το αντίπαλο ιδεολογικό δέος και τοιουτοτρόπως επικράτησαν οι πολιτικές του λιτού κράτους: συρρίκνωση της φορολογίας με απόρροια την ελαχιστοποίηση των δαπανών (και άρα αποκρατικοποιήσεις).

Λόγω της ανάδυσης της παγκοσμιοποίησης – η διαρκής και τεράστια μεταφορά κεφαλαίων προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου τα ημερομίσθια ήταν γλίσχρα και οι εργασιακές σχέσεις υποτυπώδεις – διαλύθηκαν οι αντιδράσεις των συνδικάτων της Δύσης. Η υποαπασχόληση ανήλθε και κάθε περαιτέρω εύνοια προς τους ευάλωτους σταμάτησε. Ταυτοχρόνως, η δημογραφική καθίζηση κατέστησε υπερβολικά ακριβή τη διατήρηση των κεκτημένων.

Τοιουτοτρόπως, στο Μάαστριχτ (1992) επεβλήθησαν πολιτικές καταπολέμησης του χρέους, των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού. Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης εξαφανίσθηκε, οι θέσεις εργασίας κατέστησαν ελαστικές, το ημερομίσθιο αντικατεστάθη από το ωρομίσθιο. Υπό αυτούς τους όρους η Δημόσια Εκπαίδευση υφίσταται αμφίπλευρη επίθεση. 
● Από το ένα μέρος, η συρρίκνωση των δαπανών οδηγεί σε πτώση της χρηματοδότησης.
● Από το άλλο, το ιδιωτικό κεφάλαιο, βρίσκοντας επικερδή την τοποθέτησή του στην Εκπαίδευση, πιέζει για είσοδό του σε αυτήν. 
Έπειτα από τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 η βιομηχανία στην Ελλάδα βρέθηκε επί ξυρού ακμής. Όφειλε να εκσυγχρονισθεί. Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων, που έβλεπαν να μένουν μακριά από τις κατακτήσεις των Ευρωπαίων, οδήγησαν ραγδαία στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου (1975-1986) και το κόστος εργασίας ανήλθε. Η χώρα έπαψε έτσι να είναι προσφιλής τόπος προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, αφού λόγω της παγκοσμιοποίησης το Ελντοράντο του Τρίτου Κόσμου προκαλούσε το διεθνές κεφάλαιο. 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπεσκάφθη η ικμάδα της μεταποίησης, η οποία ήταν δασμοβίωτος και τεχνολογικώς παρωχημένη. Αφού η έλλειψη συσσώρευσης κεφαλαίου έδειχνε σοβαρή και οι Έλληνες κεφαλαιούχοι αδυνατούσαν να προχωρήσουν στην έρευνα (και από την κουλτούρα τους άλλωστε), ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα, η βιομηχανία δεν άντεξε στον ανταγωνισμό εντός της ΕΟΚ. Αυτό ήταν προβλέψιμο και αναμενόμενο. Μολαταύτα η πολιτική ηγεσία έκρινε ότι τα υπόλοιπα οφέλη από την ένταξη (1981) θα εξισορροπούσαν τη ζημιά.

Η κατάρρευση της μεταποίησης καλύφθηκε εν μέρει από την άνοδο του τριτογενούς τομέα. Αυτός είναι απλούστερος από τον χώρο του εργοστασίου. Τις ειδικότητες αυτές κάλυπταν κυρίως τα ΤΕΙ, αφού τα Πανεπιστήμια στρέφονταν στις κλασικές σπουδές. Με βάση τα ανωτέρω η εξαφάνιση της βιομηχανίας καθιστούσε τα ΤΕΙ αναχρονισμό. Θεωρητικά έπρεπε, όπως και στη Βρετανία το 1992, να «πανεπιστημιοποιηθούν» ή να μετατραπούν σε μεταδευτεροβάθμια.

Η κατάσταση περιπλέχθηκε με τη σύσταση το 1993 των ΙΕΚ. Η κατάργηση των ΤΕΙ προσέκρουσε στην υπερβάλλουσα ζήτηση για σπουδές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η Ελλάς παρέμενε επί μακρόν η πρώτη χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο με τέτοιο τεράστιο αριθμό σπουδαζόντων στην αλλοδαπή, αφού η εγχώρια προσφορά θέσεων παρέμενε ανεπαρκής. Όθεν, επειδή μέρος των ψηφοφόρων έπρεπε να ικανοποιηθεί, διατηρήθηκαν τα ΤΕΙ.

Όταν οι συνθήκες κατέστησαν ανυπόφορες, ιδιαίτερα από το 1990, τα Πανεπιστήμια επεδίωξαν να διεισδύουν στον χώρο των ΤΕΙ μετατρέποντας Τμήματα Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης σε προπτυχιακή, τάση που είχε ήδη συμβεί στην Ευρώπη από τις προηγούμενες δεκαετίες. Συνεπώς τμήματα Μάρκετινγκ, Λογιστικής, Νοσηλευτικής, Πληροφορικής, Τουριστικών Επιχειρήσεων κ.λπ. κυριάρχησαν σε αυτά.

Ως εκ τούτου η υποβάθμιση των σπουδών των ΤΕΙ επεκτάθηκε και βάθυνε. Οι πτυχιούχοι των τμημάτων αυτών θεωρήθηκαν κατώτεροι των αντίστοιχων Πανεπιστημιακών. Στην ελληνική κοινωνία ύστερα από το 1970 λόγω της οικονομικής ανόδου οι humiliores (εργατικά, αγροτικά στρώματα, μικρομεσαίοι) στέλνουν τα παιδιά τους στα ΤΕΙ, η μεσαία τάξη στα Πανεπιστήμια και η ανώτερη στην αλλοδαπή (Παπαηλίας, 2005). Οι τελευταίοι δεν συναγελάζονται με τους κατώτερους ούτε και στη Δευτεροβάθμια, αφού σπουδάζουν στα ακριβά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
Το 2005, με την κατάργηση της βάσης του 10 για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια (με το πρόσχημα της βελτίωσης του επιπέδου σπουδών), περίπου 15 – 18 χιλιάδες αποτυχόντες υποψήφιοι στράφηκαν στα ιδιωτικά κυρίως ΙΕΚ ή στα κολέγια. Υπ’ αυτήν την έννοια η πολιτική τάξη υπεστήριξε τους χρηματοδότες της. Αντίστοιχα θα συμβούν με την ιδιωτικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης: θα οδηγηθούν οι «πλεονάζοντες» στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. 

Από το 2017 η κυβέρνηση, αδήλως πως, αποφάσισε τη μεταμόρφωση των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια ή τη συγχώνευσή τους με αυτά (επτά Ολυμπιάδες μετά τη Βρετανία). Η αντίδραση των Πολυτεχνικών Σχολών εντοπίζεται στην πρώην Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών, που αποκτά πανεπιστημιακά χαρακτηριστικά, ενώ εκείνη της αντιπολίτευσης πηγάζει από την πίεση που της ασκεί το ελληνικό κεφάλαιο, αφού χάνει τεράστια αγορά. Βουλευτές, εκδότες, δημοσιογράφοι, που εκπροσωπούν τα ιδιωτικά συμφέροντα, βάλλουν ακατάπαυστα. 

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι στη συνείδηση της ελληνικής οικογένειας τα ΤΕΙ είναι υποδεέστερα, ο μέσος Έλληνας θα δεχόταν, αντί να στείλει τους βλαστούς του σε αυτά, να τα εγγράψει στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Έτσι ακούγονται κραυγές ότι η ενοποίηση των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια υποσκάπτει το επίπεδο των τελευταίων!! Το ζητούμενο είναι ότι χάνεται μία πελατεία 60 έως 70 χιλιάδων ατόμων ετησίως. Εάν η κυβέρνηση διέθετε πλήρες πρόγραμμα, θα όφειλε να καταργήσει την Τ.Ε. εξομοιώνοντάς την με την Π.Ε. στη δημόσια διοίκηση.

Η σημασία του δημόσιου αγαθού μεταβλήθηκε μεταξύ 1950 και 2000. Παλαιότερα η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, η υγεία, η εκπαίδευση, η ασφάλιση κ.λπ. θεωρούνταν δημόσια αγαθά, κάτι που δεν ισχύει σήμερα. Όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, ομοίως και εδώ ο προελαύνων φιλελευθερισμός θα προχωρήσει προς την ιδιωτικοποίηση. Αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε όλεθρο, μεσοχρόνια τουλάχιστον, όπως διατείνονται οι υπέρμαχοι της κρατικής παρέμβασης. Από το άλλο μέρος ο ισχυρισμός των φιλελεύθερων ότι η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα βελτιώσει την ποιότητα των δημόσιων είναι ομιχλώδης.

Η ύπαρξη ιδιωτικών νοσοκομείων δεν έχει εξυψώσει ουσιαστικά τις προσφερόμενες υπηρεσίες των δημοσίων. Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την αποτελεσματική λειτουργία ενός Πανεπιστημίου δεν εξαρτώνται, κατά κύριο λόγο, από τη σύσταση ιδιωτικών. Η εκπαίδευση δεν είναι προϊόν αντίστοιχο με αυτά που πωλούνται στα παντοπωλεία, ώστε να επηρεάζεται από τον μηχανισμό προσφοράς και ζήτησης, ούτε αποτελεί αντικείμενο επιχείρησης fast food ή franchising. Συνιστά κάτι ευρύτερο. Η σημασία του όμως υπερβαίνει τον διανοητικό ορίζοντα, ή τα συμφέροντα, των αντιπάλων του κράτους πρόνοιας.

Βιβλιογραφία
Παπαηλίας Θ. (2002) Εκπαιδευτικό σύστημα και αγορά εργασίας, Αθήνα: Σταμούλης
Παπαηλίας Θ. (2005) Εκπαίδευση σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Σταμούλης

Σημειώσεις
1. Το 1964 ως παράρτημα του Αριστοτελείου, το 1970 ως αυτόνομο Πανεπιστήμιο.
2. Ο Ουέλλιγκτον σχολιάζοντας το Πήτερλοου (τη σφαγή αόπλων συγκεντρωμένων) απεφάνθη ότι κάτι παρόμοιο θα ήταν αδύνατον να συμβεί στη Γαλλία.
3. Το 1939 η Σχολή κατέστη ισότιμη με το Καποδιστριακό και το Πολυτεχνείο.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 08:37