Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου η Ελλάδα βρέθηκε στο δίληµµα τι θα πράξει ως χώρα µε βάση το εθνικό συµφέρον.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου η Ελλάδα βρέθηκε στο δίληµµα τι θα πράξει ως χώρα µε βάση το εθνικό συµφέρον. Η απόφαση για το µε ποιες δυνάµεις θα συνταχθεί η χώρα απαιτούσε διορατικότητα και κυρίως πολιτική τόλµη. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, στην Ελλάδα έδιναν κι έπαιρναν οι συζητήσεις για το αν έπρεπε να τεθεί η χώρα στο πλευρό των Συµµαχικών Δυνάµεων ή των Γερµανών. Έντονος ακόµα υπήρξε και ο προβληµατισµός για το ενδεχόµενο να διαχειριστεί η ελληνική πλευρά την κατάσταση µε µια στάση ουδετερότητας. Όλες αυτές οι αποφάσεις υποτίθεται ότι λαµβάνονταν µε γνώµονα το εθνικό συµφέρον, ωστόσο στο «εθνικό συµφέρον» παρεισέφρεαν και οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιµότητες και αντιπαραθέσεις. Τον πρώτο χρόνο του πολέµου η Ελλάδα προτίµησε την ουδετερότητα, η οποία φαινόταν ότι βόλευε τη φιλογερµανική πλευρά, που στην Ελλάδα εκφραζόταν φανερά από την πλευρά του βασιλέως Κωνσταντίνου. Ωστόσο, η βαθύτατη πεποίθηση του Βενιζέλου ήταν ότι η Ελλάδα θα είχε σηµαντική ωφέλεια αν στεκόταν στο πλευρό της Αντάντ, µιας και πίστευε ότι ο πόλεµος θα έληγε υπέρ των Συµµάχων. Εδώ παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι ελληνογερµανικές σχέσεις από τον Νοέµβριο του 1915 ώς και τον Μάιο του 1916. Στην περίοδο αυτή, το βασικό θέµα που δεσπόζει στις διπλωµατικές σχέσεις µεταξύ Ελλάδας και Γερµανίας είναι η διαχείριση της γερµανο-αυστρο-βουλγαρικής επίθεσης εναντίον των Συµµαχικών Δυνάµεων στη Μακεδονία.
Όπως είδαµε πιο πάνω, η Ελλάδα δεν µπόρεσε να παραµείνει ουδέτερη, όπως είχε υποσχεθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στους Γερµανούς, µε αποτέλεσµα να ενσκήψει έντονος ο κίνδυνος µιας γερµανοβουλγαρικής εισβολής στην ελληνική Μακεδονία. Ωστόσο, οι ηγέτες της Γερµανίας αναγνώριζαν τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν ο Κωνσταντίνος και προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να αποφύγουν τη δυσάρεστη πιθανότητα για τη Γερµανία να πέσει η Ελλάδα στα χέρια των εχθρών της. Κάτι τέτοιο θα άλλαζε τους συσχετισµούς και µε τη Ρουµανία, πράγµα που θα σήµαινε κατάρρευση της γερµανικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Έτσι, οι Γερµανοί προσπαθούσαν – όσο περνούσε από το χέρι τους – να συγκρατήσουν τους Βούλγαρους και τους Τούρκους που είχαν βλέψεις εναντίον της Ελλάδας. Μάλιστα, το Βερολίνο συµφώνησε να δοθεί στη χώρα µας µια οικονοµική βοήθεια προκειµένου να ενισχυθεί η εσωτερική θέση του Κωνσταντίνου στην ελληνική πολιτική αντιπαράθεση. Η Τουρκία, από τη µεριά της, επιθυµούσε διακαώς να αντιπαρατεθεί η Ελλάδα µε τη Γερµανία προκειµένου να βρει την ευκαιρία να λύσει ριζικά το πρόβληµα µε το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας. Είναι χαρακτηριστικό το σχετικό γράµµα που έστειλε στο Βερολίνο ο Γερµανός ναυτικός ακόλουθος στην Κωνσταντινούπολη. «Η επιθυµία είναι η µητέρα της σκέψεως και η επιθυµία του τουρκικού σωβινισµού είναι να λύσει το ελληνικό πρόβληµα κατά τη διάρκεια του πολέµου, µε τον ίδιο τρόπο που ο Εµβέρ Πασάς πιστεύει πως έχει δώσει λύση στο Αρµενικό πρόβληµα». (Για την… ιστορία, ας µας επιτραπεί να αναφέρουµε – εκτός θέµατος – ότι στη σφαγή των Αρµενίων υπήρξε γερµανικό συµβουλευτικό σχέδιο προκειµένου να γίνει καθαρή και ολοκληρωµένη δουλειά…). Η γερµανική µεσολάβηση στο να αποτραπεί µια τουρκική εκκαθαριστική ενέργεια σε βάρος του ελληνικού πληθυσµού της Μικράς Ασίας θα έδινε στον Κωνσταντίνο ένα επιπλέον επιχείρηµα για να λύσει υπέρ του τα εσωτερικά προβλήµατα που αντιµετώπιζε. Πάνω σε αυτή την πιθανότητα, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο και κυρίως ο κατοπινός δικτατορίσκος Μεταξάς, κατόπιν εντολής του βασιλιά και πριν καν µπουν στον κόπο να ενηµερώσουν σχετικά την κυβέρνηση, ξεκίνησαν συνεννοήσεις µε το Βερολίνο, προτείνοντας µια σύναψη συµφωνίας µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τη µια, και Ελλάδας και Βουλγαρίας από την άλλη, η οποία θα βασιζόταν στην αµοιβαία αναγνώριση της εδαφικής τους ακεραιότητας. Από ελληνικής πλευράς, στα σχέδια του Κωνσταντίνου ήταν η σύναψη µιας µακρόχρονης ελληνοτουρκικής συµµαχίας υπό την εγγύηση της Γερµανίας. Το Βερολίνο αντέδρασε δίχως ενθουσιασμό, έχοντας τη βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο στις συγκεκριμένες συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν αδύνατο να στεφθεί με επιτυχία. Δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα τόσο από την Τουρκία όσο και από τη Βουλγαρία να αναγνωρίσουν εδαφική ακεραιότητα στην Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς, για τους Γερμανούς και τα σχέδιά τους ήταν προτιμότερο να μείνει η Ελλάδα ουδέτερη σε αυτό τον πόλεμο, παρά να συνταχθεί στο πλευρό τους. Έτσι, η πολιτική τους έναντι των εγχώριων θαυμαστών του «γερμανικού ιδεώδους» υπήρξε συστηματικά αναβλητική.
Ωστόσο, για να διατηρήσει και τις θέσεις του στην Ελλάδα, το Βερολίνο απάντησε ευνοϊκά στο αίτημα του βασιλιά για ένα δάνειο το οποίο θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και θα τον στήριζε επίσης ώστε να αντεπεξέλθει στις πιέσεις των Συμμάχων. Έτσι εκταμίευσαν άμεσα 40 εκατομμύρια μάρκα και προχώρησαν και σε ένα δεύτερο δάνειο, το οποίο παραχώρησαν αργότερα.
Της Αμύνης τα παιδιά…
Εκτός από τις συμφωνίες και τους σχεδιασμούς της ελληνογερμανικής πλευράς, υπήρχαν και… οι Σύμμαχοι υπό τον Γάλλο στρατηγό Sarrail, ο οποίος ηγείτο των συμμαχικών δυνάμεων στο μέτωπο της Μακεδονίας από τον Σεπτέμβριο του 1915 ώς και τον Δεκέμβριο του 1917. Ο Γάλλος στρατηγός έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις της Ελλάδας, ενισχύοντας το κίνημα της Εθνικής Άμυνας και την προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, και πρωταγωνίστησε στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, το 1917.
Έτσι, μετά τα μέσα του Νοεμβρίου του 1915 οι ελληνογερμανικές σχέσεις μπήκαν σε δοκιμασία με την παρουσία των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Μακεδονία. Προ αυτών των εξελίξεων, ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε το Βερολίνο ότι εφ’ όσον οι Σύμμαχοι δεν εκκενώνουν τη Μακεδονία, ο ίδιος δεν έχει αντίρρηση για μιαν αυστρογερμανική επίθεση εναντίον τους. Σκοπίμως δεν είχε αναφέρει τις βουλγαρικές δυνάμεις, γιατί μια συμμετοχή και των Βουλγάρων θα ενοχλούσε το λαϊκό αίσθημα και θα έδινε μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα στον Βενιζέλο. Όμως στο ενδεχόμενο μιας γερμανικής επίθεσης, το γερμανικό επιτελείο δεν δέχτηκε να συζητήσει καν τη βασιλική ένσταση περί μη συμμετοχής βουλγαρικών στρατευμάτων. Οι διαπραγματεύσεις πάνω στο πώς και με ποιους όρους θα συμμετείχαν τα βουλγαρικά στρατεύματα σε ενδεχόμενη επίθεση κατά της Μακεδονίας απασχόλησαν τις ελληνογερμανικές επαφές, δίχως ωστόσο να γίνονται δεκτές οι περισσότερες από τις αιτιάσεις του Κωνσταντίνου από το Βερολίνο. Έτσι, η Γερμανία προκειμένου να προωθήσει τις στρατιωτικές της θέσεις έναντι των Συμμάχων, θεώρησε την κατάληψη του Ρούπελ απαραίτητη και στις 23 Μαΐου η Αθήνα έλαβε ένα τελεσίγραφο για την επικείμενη εισβολή.
Οι Κεντρικές Δυνάμεις υπό την ηγεσία της Γερμανίας αναγνώρισαν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και διαβεβαίωσαν ότι θα σεβαστούν την ελληνική κυριαρχία των εδαφών που θα καταλάμβαναν. Το πρωί της 13ης Μαΐου, βουλγαρική δύναμη 26.000 ανδρών υπό γερμανική διοίκηση πέρασε τα ελληνικά σύνορα και προχώρησε προς το Ρούπελ. Η Αθήνα προσπάθησε να φανεί η επίθεση ως αιφνιδιαστικό γεγονός, ωστόσο κανείς από τους Βενιζελικούς και τους συμμάχους δεν άκουγαν τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης του Σκουλούδη, η οποία μετρούσε αντίστροφα τις μέρες της πτώσης της. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης ήταν το αναμενόμενο επακόλουθο αυτών των ενεργειών.
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.