search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 03:50
MENU CLOSE

Ελληνογερµανική «φιλία» 1915 – 1916

24.09.2012 13:43
oldphotos404331348757048.jpg

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου η Ελλάδα βρέθηκε στο δίληµµα τι θα πράξει ως χώρα µε βάση το εθνικό συµφέρον.

Με την έναρξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου η Ελλάδα βρέθηκε στο δίληµµα τι θα πράξει ως χώρα µε βάση το εθνικό συµφέρον. Η απόφαση για το µε ποιες δυνάµεις θα συνταχθεί η χώρα απαιτούσε διορατικότητα και κυρίως πολιτική τόλµη. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, στην Ελλάδα έδιναν κι έπαιρναν οι συζητήσεις για το αν έπρεπε να τεθεί η χώρα στο πλευρό των Συµµαχικών Δυνάµεων ή των Γερµανών. Έντονος ακόµα υπήρξε και ο προβληµατισµός για το ενδεχόµενο να διαχειριστεί η ελληνική πλευρά την κατάσταση µε µια στάση ουδετερότητας. Όλες αυτές οι αποφάσεις υποτίθεται ότι λαµβάνονταν µε γνώµονα το εθνικό συµφέρον, ωστόσο στο «εθνικό συµφέρον» παρεισέφρεαν και οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιµότητες και αντιπαραθέσεις. Τον πρώτο χρόνο του πολέµου η Ελλάδα προτίµησε την ουδετερότητα, η οποία φαινόταν ότι βόλευε τη φιλογερµανική πλευρά, που στην Ελλάδα εκφραζόταν φανερά από την πλευρά του βασιλέως Κωνσταντίνου. Ωστόσο, η βαθύτατη πεποίθηση του Βενιζέλου ήταν ότι η Ελλάδα θα είχε σηµαντική ωφέλεια αν στεκόταν στο πλευρό της Αντάντ, µιας και πίστευε ότι ο πόλεµος θα έληγε υπέρ των Συµµάχων. Εδώ παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι ελληνογερµανικές σχέσεις από τον Νοέµβριο του 1915 ώς και τον Μάιο του 1916. Στην περίοδο αυτή, το βασικό θέµα που δεσπόζει στις διπλωµατικές σχέσεις µεταξύ Ελλάδας και Γερµανίας είναι η διαχείριση της γερµανο-αυστρο-βουλγαρικής επίθεσης εναντίον των Συµµαχικών Δυνάµεων στη Μακεδονία.

Όπως είδαµε πιο πάνω, η Ελλάδα δεν µπόρεσε να παραµείνει ουδέτερη, όπως είχε υποσχεθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στους Γερµανούς, µε αποτέλεσµα να ενσκήψει έντονος ο κίνδυνος µιας γερµανοβουλγαρικής εισβολής στην ελλη­νική Μακεδονία. Ωστόσο, οι ηγέτες της Γερµα­νίας αναγνώριζαν τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν ο Κωνσταντίνος και προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να αποφύγουν τη δυσάρεστη πιθανότητα για τη Γερµανία να πέσει η Ελλάδα στα χέρια των εχθρών της. Κάτι τέτοιο θα άλ­λαζε τους συσχετισµούς και µε τη Ρουµανία, πράγµα που θα σήµαινε κατάρρευση της γερ­µανικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Έτσι, οι Γερµανοί προσπαθούσαν – όσο περνού­σε από το χέρι τους – να συγκρατήσουν τους Βούλγαρους και τους Τούρκους που είχαν βλέ­ψεις εναντίον της Ελλάδας. Μάλιστα, το Βερο­λίνο συµφώνησε να δοθεί στη χώρα µας µια οι­κονοµική βοήθεια προκειµένου να ενισχυθεί η εσωτερική θέση του Κωνσταντίνου στην ελλη­νική πολιτική αντιπαράθεση. Η Τουρκία, από τη µεριά της, επιθυµούσε διακαώς να αντιπαρα­τεθεί η Ελλάδα µε τη Γερµανία προκειµένου να βρει την ευκαιρία να λύσει ριζικά το πρόβληµα µε το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας. Είναι χαρακτηριστικό το σχετικό γράµµα που έστειλε στο Βερολίνο ο Γερµανός ναυτικός ακό­λουθος στην Κωνσταντινούπολη. «Η επιθυµία είναι η µητέρα της σκέψεως και η επιθυµία του τουρκικού σωβινισµού είναι να λύσει το ελληνι­κό πρόβληµα κατά τη διάρκεια του πολέµου, µε τον ίδιο τρόπο που ο Εµβέρ Πασάς πιστεύει πως έχει δώσει λύση στο Αρµενικό πρόβληµα». (Για την… ιστορία, ας µας επιτραπεί να αναφέρου­µε – εκτός θέµατος – ότι στη σφαγή των Αρµε­νίων υπήρξε γερµανικό συµβουλευτικό σχέδιο προκειµένου να γίνει καθαρή και ολοκληρωµέ­νη δουλειά…). Η γερµανική µεσολάβηση στο να αποτραπεί µια τουρκική εκκαθαριστική ενέρ­γεια σε βάρος του ελληνικού πληθυσµού της Μικράς Ασίας θα έδινε στον Κωνσταντίνο ένα επιπλέον επιχείρηµα για να λύσει υπέρ του τα εσωτερικά προβλήµατα που αντιµετώπιζε. Πά­νω σε αυτή την πιθανότητα, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο και κυρίως ο κατοπινός δικτατορίσκος Μεταξάς, κατόπιν εντολής του βασιλιά και πριν καν µπουν στον κόπο να ενηµερώσουν σχετικά την κυβέρνηση, ξεκίνησαν συνεννοήσεις µε το Βερολίνο, προτείνοντας µια σύναψη συµφωνί­ας µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από τη µια, και Ελλάδας και Βουλγαρίας από την άλλη, η οποία θα βασιζόταν στην αµοιβαία αναγνώριση της εδαφικής τους ακεραιότητας. Από ελληνικής πλευράς, στα σχέδια του Κων­σταντίνου ήταν η σύναψη µιας µακρόχρονης ελληνοτουρκικής συµµαχίας υπό την εγγύηση της Γερµανίας. Το Βερολίνο αντέδρασε δίχως ενθουσιασμό, έχοντας τη βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο στις συγκεκριμένες συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν αδύνατο να στεφθεί με επιτυ­χία. Δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα τόσο από την Τουρκία όσο και από τη Βουλγαρία να αναγνωρίσουν εδαφική ακεραιότητα στην Ελ­λάδα. Έτσι κι αλλιώς, για τους Γερμανούς και τα σχέδιά τους ήταν προτιμότερο να μείνει η Ελλάδα ουδέτερη σε αυτό τον πόλεμο, παρά να συνταχθεί στο πλευρό τους. Έτσι, η πολιτι­κή τους έναντι των εγχώριων θαυμαστών του «γερμανικού ιδεώδους» υπήρξε συστηματικά αναβλητική.

Ωστόσο, για να διατηρήσει και τις θέσεις του στην Ελλάδα, το Βερολίνο απάντησε ευνοϊκά στο αίτημα του βασιλιά για ένα δάνειο το οποίο θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση της οικονομι­κής κρίσης και θα τον στήριζε επίσης ώστε να αντεπεξέλθει στις πιέσεις των Συμμάχων. Έτσι εκταμίευσαν άμεσα 40 εκατομμύρια μάρκα και προχώρησαν και σε ένα δεύτερο δάνειο, το οποίο παραχώρησαν αργότερα.

Της Αμύνης τα παιδιά…

Εκτός από τις συμφωνίες και τους σχεδιασμούς της ελληνογερμανικής πλευράς, υπήρχαν και… οι Σύμμαχοι υπό τον Γάλλο στρατηγό Sarrail, ο οποίος ηγείτο των συμμαχικών δυνάμεων στο μέτωπο της Μακεδονίας από τον Σεπτέμβριο του 1915 ώς και τον Δεκέμβριο του 1917. Ο Γάλλος στρατηγός έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις της Ελλάδας, ενισχύο­ντας το κίνημα της Εθνικής Άμυνας και την προ­σωρινή κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, και πρωταγωνίστησε στην εκθρόνιση του Κων­σταντίνου, το 1917.

Έτσι, μετά τα μέσα του Νοεμβρίου του 1915 οι ελληνογερμανικές σχέσεις μπήκαν σε δοκιμα­σία με την παρουσία των Συμμαχικών Δυνάμε­ων στη Μακεδονία. Προ αυτών των εξελίξεων, ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε το Βερολίνο ότι εφ’ όσον οι Σύμμαχοι δεν εκκενώνουν τη Μακεδονία, ο ίδιος δεν έχει αντίρρηση για μιαν αυστρογερμανική επίθεση εναντίον τους. Σκοπίμως δεν είχε αναφέρει τις βουλγαρικές δυνά­μεις, γιατί μια συμμετοχή και των Βουλγάρων θα ενοχλούσε το λαϊκό αίσθημα και θα έδινε μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα στον Βενιζέλο. Όμως στο ενδεχόμενο μιας γερμανικής επίθε­σης, το γερμανικό επιτελείο δεν δέχτηκε να συζητήσει καν τη βασιλική ένσταση περί μη συμμετοχής βουλγαρικών στρατευμάτων. Οι διαπραγματεύσεις πάνω στο πώς και με ποιους όρους θα συμμετείχαν τα βουλγαρικά στρατεύματα σε ενδεχόμενη επίθεση κατά της Μακεδονίας απασχόλησαν τις ελληνογερμανικές επαφές, δίχως ωστόσο να γίνονται δεκτές οι περισσότερες από τις αιτιάσεις του Κωνσταντίνου από το Βερολίνο. Έτσι, η Γερμανία προκειμένου να προωθήσει τις στρατιωτικές της θέσεις έναντι των Συμμάχων, θεώρησε την κατάληψη του Ρούπελ απαραίτητη και στις 23 Μαΐου η Αθήνα έλαβε ένα τελεσίγραφο για την επικείμενη εισβολή.

Οι Κεντρικές Δυνάμεις υπό την ηγεσία της Γερμανίας αναγνώρισαν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και διαβεβαίωσαν ότι θα σεβαστούν την ελληνική κυριαρχία των εδαφών που θα καταλάμβαναν. Το πρωί της 13ης Μαΐου, βουλγαρική δύναμη 26.000 ανδρών υπό γερμανική διοίκηση πέρασε τα ελληνικά σύνορα και προχώρησε προς το Ρούπελ. Η Αθήνα προσπάθησε να φανεί η επίθεση ως αιφνιδιαστικό γεγονός, ωστόσο κανείς από τους Βενιζελικούς και τους συμμάχους δεν άκουγαν τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης του Σκουλούδη, η οποία μετρούσε αντίστροφα τις μέρες της πτώσης της. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης ήταν το αναμενόμενο επακόλουθο αυτών των ενεργειών.

 

[email protected]

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 01:50