search
ΣΑΒΒΑΤΟ 20.04.2024 14:33
MENU CLOSE

Οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις στη μετά Τραμπ εποχή

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2151
12-11-2020
13.11.2020 04:00
turk-1.jpg

 

Η συντριπτική πλειονότητα των αναλύσεων για τις μελλοντικές αμερικανοτουρκικές σχέσεις, που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας, έκαναν λόγο για πιθανές περαιτέρω τριβές μεταξύ της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν και του Τούρκου Προέδρου. Μάλιστα, κάποιοι αναλυτές υποστήριξαν ότι η Τουρκία θα είναι μία από τις λίγες χώρες που θα καταγράψουν απώλειες λόγω της εκλογής του Τζο Μπάιντεν στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι, διαχρονικά, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις αξιολογούνται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως ζωτικής σημασίας για την εκπλήρωση των βασικών στόχων της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, την ανατολική Μεσόγειο και την κεντρική Ασία. Ως εκ τούτου θεωρείται δεδομένο ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα επιδιώξει να αποκαταστήσει έως έναν βαθμό τις σχέσεις της με την Άγκυρα, εξέλιξη που μπορεί να μεταφραστεί ως «αλλαγή της συμπεριφοράς του Ερντογάν».
Ως σημαντικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ, μέλος του Διεθνούς Στρατιωτικού Συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους (Operation Inherent Resolve), υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μακροχρόνιος εταίρος στην αντιμετώπιση περιφερειακών και παγκόσμιων προκλήσεων, η Τουρκία, παρά την περίπλοκη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες, διαθέτει μια σειρά στοιχεία απαραίτητα για την επιτυχή εφαρμογή της αμερικανικής στρατηγικής στις προαναφερόμενες περιοχές. 

Οι στόχοι της Ουάσιγκτον
Θεωρείται βέβαιο ότι η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν θα πιέσει έως έναν βαθμό την Άγκυρα σε διπλωματικό, στρατιωτικό και κυρίως οικονομικό επίπεδο, προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία αλλαγή της συμπεριφοράς – πολιτικής του Ερντογάν, ώστε:
● Να προστατευθεί η ΝΑΤΟϊκή συνοχή στην ανατολική Μεσόγειο. 
● Να προστατευθούν η ευαίσθητη τεχνολογία και η διαλειτουργικότητα των ΝΑΤΟϊκών οπλικών συστημάτων, κυρίως με την απαγόρευση της επιχειρησιακής λειτουργίας των S-400.
● Να περιοριστεί η ιρανική και ρωσική επιρροή στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο.
● Να καταπολεμηθούν από κοινού η τρομοκρατία (Ισλαμικό Κράτος και Αλ Κάιντα), η διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής (βιοχημικά και πυρηνικά όπλα), καθώς και η διεθνής εγκληματικότητα, που συνδέεται με την τρομοκρατία.
● Να μειωθεί σημαντικά η εξάρτηση της Τουρκίας από τους ρωσικούς και ιρανικούς υδρογονάνθρακες. 
● Να διευκολυνθεί η πολιτική μετάβαση στη Συρία με βάση το ανακοινωθέν της Γενεύης.
● Να βοηθηθεί η ανασυγκρότηση του Ιράκ.

Αισιοδοξία με μέτρο
Ναι, επί εποχής Μπάιντεν αναμένεται περισσότερη εμπλοκή των Αμερικανών στα τεκταινόμενα της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά όχι πλήρης επιστροφή, όπως στην προ Τραμπ εποχή. Ως γνωστόν, το κέντρο βάρους της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών έχει μετατοπιστεί αρκετά ανατολικότερα. 
Παρ’ όλα αυτά, είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα ασχοληθεί με την παρατεταμένη κρίση στα ελληνοτουρκικά, θα υποστηρίξει το δικαίωμα των ελληνικών νησιών για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως άλλωστε το υποστήριξε και ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ πριν μερικούς μήνες. Ωστόσο η αισιοδοξία από ελληνικής πλευράς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα συγκρατημένη. 
Φυσικά, όλα αυτά αναμένονται να συμβούν εφόσον το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα δεν προκύψουν σημαντικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, κάτι που ενδέχεται να σηματοδοτήσει την απόφαση του Ερντογάν για εξαγωγή της κρίσης. Για τον λόγο αυτόν είναι δικαιολογημένη και η ανησυχία της Αθήνας, τουλάχιστον μέχρι την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, στις 20 Ιανουαρίου 2021.
Σε κάθε περίπτωση αναμένεται ότι θα επέλθει διαφοροποίηση των σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας, και μάλιστα, σε αντίθεση με την πλειονότητα των επίκαιρων αναλύσεων, οι πιθανότητες για βελτίωση των εν λόγω διμερών σχέσεων ίσως να είναι περισσότερες από τις αντίστοιχες πιθανότητες επιδείνωσης.
Εκτιμάται ότι «η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν θα τείνει χείρα φιλίας προς τον Ερντογάν» και θα ανοίξει παράθυρα ευκαιριών. Επομένως οι μελλοντικές αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα κριθούν από την ανταπόκριση του Τούρκου Προέδρου, ο οποίος δεν έχει λόγους να μην αδράξει την ευκαιρία. Εξάλλου ο Ερντογάν δεν θα ήθελε σε καμιά περίπτωση ταυτόχρονη επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Καρότο προς την Άγκυρα
Στην παρούσα φάση δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι ανταλλάγματα θα προσφέρει η Ουάσιγκτον στην Άγκυρα για την απόσυρση από το επιχειρησιακό επίπεδο του ρωσικού πυραυλικού συστήματος αεράμυνας S-400 ή τι θα μπορούσε να ζητήσει η τουρκική πλευρά. 
Γνωρίζουμε όμως ότι για το θέμα των S-400, που ενδιαφέρει σοβαρά και την ελληνική πλευρά, η Ουάσιγκτον θα επιμείνει ιδιαίτερα ώστε να προκύψει μια διμερής αμερικανοτουρκική συμφωνία, η οποία θα προβλέπει τη δέσμευση της Άγκυρας για τη μη επιχειρησιακή χρήση τους. 
Αν οι Αμερικανοί επιτύχουν μια τέτοια συμφωνία, τότε δεν είναι απίθανο να επανέλθει στην επικαιρότητα το θέμα της αγοράς από την Τουρκία τόσο του αμερικανικού πυραυλικού συστήματος αεράμυνας Patriot, όσο και των μαχητικών αεροσκαφών F-35. Επιπρόσθετα, σε αυτή την περίπτωση (επίτευξης διμερούς αμερικανοτουρκικής συμφωνίας για τους S-400), γίνεται φανερό ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα σημειώσουν σημαντική βελτίωση. 
Εκτιμάται ότι αν ο Ερντογάν αγνοήσει τα κελεύσματα της κυβέρνησης Μπάιντεν και θέσει σε επιχειρησιακή λειτουργία τους S-400, τότε η επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας, σύμφωνα με τον Νόμο για την Αντιμετώπιση Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America`s Adversaries Through Sanctions Act – CAATSA), θα είναι αναπόφευκτη. 
Στο πρόσφατο παρελθόν ο Πρόεδρος Τραμπ καθυστέρησε την επιβολή των κυρώσεων του CAATSA, ενώ προσπαθούσε να πείσει τον Ερντογάν να μην θέσει σε επιχειρησιακή λειτουργία το εν λόγω ρωσικό πυραυλικό σύστημα αεράμυνας. Πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ευελπιστούν ότι οι πιθανές κυρώσεις κατά της Άγκυρας ίσως επηρεάσουν και άλλες χώρες, όπως η Ινδία, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, οι οποίες προσανατολίζονται στην αγορά προηγμένων ρωσικών οπλικών συστημάτων.

Το πρόβλημα του Ερντογάν
Το μείζον πρόβλημα του Ερντογάν εντοπίζεται στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην τουρκική οικονομία και τη διαρκή διολίσθηση της τουρκικής λίρας, η οποία από την αρχή του τρέχοντος έτους απώλεσε περίπου το 30% της αξίας της. 
Αυτός είναι ο κύριος λόγος αφενός της αιφνίδιας παραίτησης του γαμπρού του Ερντογάν και υπουργού Οικονομικών της Τουρκίας Μπεράτ Αλμπαϊράκ, αφετέρου της συνεχούς μείωσης της εκλογικής επιρροής του AKP, αν και συνεχίζει να παραμένει στην πρώτη θέση, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις. 
Το επιτελείο του Μπάιντεν γνωρίζει πολύ καλά ότι «η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας συνιστά την αχίλλειο πτέρνα της» και προφανώς δεν θα χάσει την ευκαιρία να την εκμεταλλευθεί υποσχόμενο τη στήριξη της τουρκικής οικονομίας είτε με αύξηση των τουρκικών εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε ακόμη και με αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων στην Τουρκία.
 

*Ο Βασίλης Γιαννακόπουλος είναι Γεωστρατηγικός αναλυτής ([email protected])

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 20.04.2024 14:33