search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 19:05
MENU CLOSE

Σαν θεό σ’ αγαπώ

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2162
28-1-2021
31.01.2021 05:05
vivlio_0.jpg

 

Το βιβλίο του Κύπριου συγγραφέα Βάσου Πτωχόπουλλου με τίτλο «Στη μάνα μάνα μου θα πάω» κλείνει μια, όπως την ονομάζει ο ίδιος, προσωπική του τριλογία, που δεν είναι ούτε λογοτεχνία ούτε αυτοβιογραφία. Είναι μόνο προσωπικές του ιστορίες δεμένες με τραγούδια, καθώς, όπως σημειώνει, «αγάπησα, παραπάνω από τη μουσική, μόνο τη Γιαλούσα (σ.σ.: το κατεχόμενο χωριό του) και την Ελλάδα».

Το κείμενο αυτό είναι μια γεύση από το τελευταίο αυτό μέρος της τριλογίας του, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγαίον και τις εκδόσεις Κουκκίδα.

Σαν θεό σ’ αγαπώ

Στον Μάικ Χατζηγαβριήλ, τον γιατρό

Στίχοι: Κώστας Βίρβος

Μουσική: Στράτος Ατταλίδης

Ερμηνεία: Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώτα Λύδια

Μια καρδιά που σε πονά τυραννάς

μια καρδιά που σ’ αγαπά την ξεχνάς.

Ποιος στο ’πε πως εγώ σε ξεχνώ

εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα

στον κόσμο σαν θεό σ’ αγαπώ.

Μια βραδιά αν δε σε δω δεν μπορώ

σαν τρελός παντού γυρνώ να σε βρω.

Αγόρι μου γλυκό σε πονώ

μην αμφιβάλλεις και καημό μη βάζεις

στον κόσμο σαν θεό σ’ αγαπώ.

Αν ποτέ θα μ’ αρνηθείς στη ζωή

θα πεθάνω απ’ τον καημό μιαν αυγή.

Τα καλοκαίρια είχαμε την καλύβα μας στην παραλία του Μούσιη. Έτσι λεγόταν, παρότι δοκίμασαν οι συγχωριανοί να τη μετονομάσουν σε «Αμμουδιά», για να ακούγεται πιο μοντέρνα. Εμείς τα πιτσιρίκια κάναμε μπάνιο και αταξίες, ο πατέρας και η μητέρα σέρβιραν αναψυκτικά, καφέδες και μεζεδάκια στους παραθεριστές.

Τα πρωινά παίρναμε σβάρνα την παραλία, από τη μια μεριά στην άλλη, όπου οι Άγγλοι είχαν και το campus τους, και ψάχναμε για αντικείμενα που ξέρναγε η θάλασσα. Κοχύλια όλων των ειδών, πανέμορφα πράγματα, το καθένα με τη δική του ομορφιά. Μεγάλο ενδιαφέρον είχαν οι λεγόμενες κάττες, ειδικά οι μεγάλες, που ήταν σπάνιες στις θάλασσές μας. Είχε και πολλές εξωτικές, με σπιρούνια και εξοχές, έτοιμες για πόλεμο με οποιονδήποτε αντίπαλο. Κάποιοι συγχωριανοί έτρωγαν αυτές τις κάττες.

Βρήκα και έναν τεράστιο αχινό. Είπα στους φίλους μου ότι ήταν από την Αφρική και ήρθε να πεθάνει στην Κύπρο. Κανένας δεν με πίστεψε, πλην του Τάσου Χατζησωτηρίου, ο οποίος είχε συγγενείς στην Αφρική και προφανώς συγκινήθηκε με τον εθνικισμό των αχινών της Αφρικής. Τότε ήμασταν όλοι εθνικιστές. Ακόμα και οι Ακελικοί δύσκολα έκρυβαν τον εθνικισμό τους. Ο θείος μου ο Ευριπίδης, βέρος κομμουνιστής, κάποτε μου είπε πως στον κομμουνισμό, όταν θα ερχόταν από τη Ρωσία, όλοι οι λαοί του κόσμου θα μιλούσαν ελληνικά για να συνεννοούνται. Λίγο έλειψε να γίνω κομμουνιστής, τόσο συγκινήθηκα με αυτή την αποκάλυψη.

Αργότερα στη ζωή μου έλεγα και εγώ διάφορα ψέματα για τον κομμουνισμό, για παράδειγμα πως το σεξ, με ερωμένες, όχι με τη σύζυγο, θα ήταν υποχρεωτικό και πως το ξύπνημα το πρωί θα απαγορευόταν, εκτός αν θα ήταν για σεξ.

Βρίσκαμε και πολλά ξύλα στην παραλία του Μουσιή, άλλα θαλασσοδαρμένα, έτοιμα να αποτελέσουν υλικό για έργα τέχνης, και άλλα σανίδες κομμένες κανονικά από μηχάνημα. Βρίσκαμε και ολόκληρους τεράστιους κορμούς. Πολλές κατοικίες της Γιαλούσας ήταν φτιαγμένες με ξύλα της απέναντι πατρίδας, όπως αποκαλούσε τη Μικρά Ασία ο παππούς μου. Τα ξύλα ξέφευγαν από τους ποταμούς, έφταναν στη θάλασσα και κατέληγαν στην Κύπρο. Οι Τούρκοι έκοβαν τα δάση της Καραμανιάς και οδηγούσαν τα δέντρα στους ποταμούς για να φθάσουν σε κάποιο χώρο όπου γινόταν επεξεργασία, όμως ο ποταμός είναι ποταμός και το νερό νερό, ποιος να το κουμαντάρει; Τους ξέφευγαν πολλά πράγματα, κι εμείς τα βρίσκαμε. Με τη φαντασία μας ταξιδεύαμε στα πάτρια εδάφη, που τώρα κρατούσαν κάτι φυλές από τα βάθη της Ασίας.

Πάλι θα πείτε ότι γιαλουσολογώ, ότι δεν τηρώ τις υποσχέσεις μου να μην ξαναγράψω για το κατεχόμενο χωριό μου. Δεν θα ξαναγράψω, μόνο θα σας διηγηθώ την ιστορία του κήτους που ξέρασε η θάλασσά μας. Πριν, θα σας πω κάτι για τη γατούλα μου στο Λονδίνο. Είχα πολλούς γάτους στο Λονδίνο, οι πιο γνωστοί ήταν ο Νιτζίνκισκι – όλοι τον έλεγαν Νιτζίνσκις, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία –, ο Κουμπάρος και φυσικά η Γιαλούσα. Η Γιαλούσα δεν ήταν γατί, άλλωστε το λέει και το τραγούδι που της έλεγα: «Δεν είναι γατί, είναι η Γιαλούσα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου».

Λάτρευε αυτό το τραγουδάκι. Δυστυχώς δεν χάρηκα τη Γιαλούσα για πολύ. Είχε τη συνήθεια να κατεβαίνει τις σκάλες, και από τον πρώτο όροφο, αν ήταν ανοικτή η πόρτα, να σουλατσάρει στην Eversholt street. Μια ημέρα, ένα παλιόπαιδο πέρασε από πάνω της με το Μόρρις Μάινορ του και έφυγε άρον – άρον. Ευτυχώς ένας Ελλαδίτης που είχε εκεί ένα περίπτερο – βιβλιοπωλείο πήρε τον αριθμό του αυτοκινήτου και από την ίδια βραδιά αρχίσαμε το κυνηγητό του φονιά. Ύστερα από δυο – τρία βράδια βρήκαμε το αυτοκίνητο κοντά στον σταθμό του Κάμντεν. Του σκίσαμε τα λάστιχα και μετά τον καταγγείλαμε στην αστυνομία για τον φόνο του γάτου. Ευτυχώς είχε ένα μητρώο ώς το Πικαντίλι Σέρκους, οπότε η αστυνομία δεν ενδιαφέρθηκε για τα λάστιχα, έτσι γλυτώσαμε και από αυτή τη φασαρία.

Επιστρέφω στη Γιαλούσα, διότι είμαι σίγουρος πως θα σας αρέσει αυτή η ιστορία. Έξω από το χωριό δυο – τρία μίλια είναι ο Μασιαιρκώνας (Μαχαιρώνας), ένας παλιός οικισμός που δεν υπάρχει πια, έχει μείνει μόνο η ονομασία. Σε μια παραλία του Μασιαιρκώνα, η θάλασσα ξέβρασε ένα τεράστιο ψάρι. Άλλοι είπαν πως ήταν φάλαινα, άλλοι πως ήταν μεγάλος καρχαρίας, μερικοί ισχυρίστηκαν πως ήταν ο γιγάντιος ορφός του Ειρηνικού, ο οποίος έχασε τη στράτα του και κατέληξε στη Μεσόγειο, που δεν μπορούσε να τον τρέφει για πολύ.

Ο κύριος Σιούκλουρος, που ήταν δεινός ψαράς, ισχυρίστηκε πως μάλλον ήταν είδος καρχαρία, αλλά όχι της Μεσογείου. Μόλις μαθεύτηκε στο χωριό, κατέφθασαν εκεί εκατοντάδες Γιαλουσίτες για να δουν το κήτος. Ο Μάντης, ταξιτζής και κεβεζές του χωριού, ανέβηκε πάνω στο ψάρι και έκανε αστεϊσμούς δείχνοντας τους ποντικούς του. Τόσα πλάσματα και δεν σκέφτηκε κανείς να φέρει μιαν αρπακτική να απαθανατίσουμε αυτό το μεγάλο γεγονός. Ο Μάντης, που είχε πολλά στόματα να ταΐσει, ανέλαβε την πρωτοβουλία να τεμαχίσει ένα κομμάτι του κήτους. Τελικά το έκαναν κομμάτια και όλοι πήραν μερικές οκάδες σπίτι τους.

Την επομένη, στο σινεμά «Ευαγόρας» μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλοι είχαν και μια ιστορία να πουν για το κήτος. Η βραδιά, όπως πάντα, άρχισε με τη Γιώτα Λύδια και τον Αγγελόπουλο να άδουν την αγάπη τους. Το σινεμά έβαζε τις μεγάλες επιτυχίες έξι – εφτά φορές κάθε απόγευμα. Τι ευτυχία για εμάς, ακούγαμε τα τραγούδια που άκουγε όλη η Αθήνα, τρώγαμε και μπακλαβάδες καλύτερους απ’ αυτούς της Αθήνας.

Όταν μεγάλωσα κατάλαβα τι ευτυχία είναι να μεγαλώνεις με Αγγελόπουλο και Λύδια.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 19:04