search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 06:13
MENU CLOSE

Αλεξάντερ Πέιν: «Το ελληνικό σινεμά έχει ανάγκη έναν σταρ»

17.11.2013 22:00
Αλεξάντερ Πέιν: «Το ελληνικό σινεμά έχει ανάγκη έναν σταρ» - Media

Ο Αλεξάντερ Πέιν είναι από αυτούς τους σκηνοθέτες που κάνουν το αμερικανικό σινεμά ενδιαφέρον και πιο πλούσιο. Χαμηλόφωνος στο είδος του κινηματογράφου που υποστηρίζει και μακριά από τα λαμπερά φώτα της δημοσιότητας. 

Ο Αλεξάντερ Πέιν είναι από αυτούς τους σκηνοθέτες που κάνουν το αμερικανικό σινεμά ενδιαφέρον και πιο πλούσιο. Χαμηλόφωνος στο είδος του κινηματογράφου που υποστηρίζει και μακριά από τα λαμπερά φώτα της δημοσιότητας. Ή μάλλον αυτό θα ευχόταν ο ίδιος, καθώς το σινεμά του δεν έχει σχέση με το mainstream Χόλιγουντ. Αλλά αν σκεφτεί κάποιος ότι ολόκληρος Τζορτζ Κλούνι του ζήτησε να παίξει στην προηγούμενη ταινία του, «Οι απόγονοι», καταλαβαίνει ότι είναι ένα γερό άλογο στην κούρσα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Έχει, άλλωστε, κερδίσει δύο Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου (για το «Πλαγίως» και τους «Απόγονους»). Όταν παρέλαβε τη δεύτερη φορά το βραβείο του, από τα χέρια της Αντζελίνα Τζολί, φώναξε στα ελληνικά «μαμά, σ’ αγαπώ» και φούσκωσε λίγο την εθνική μας περηφάνια. Η καινούργια του ταινία, «Νεμπράσκα», είναι ένα αφάνταστα τρυφερό, αλλά και χιουμοριστικό road movie, γυρισμένο στην ομώνυμη πόλη όπου μεγάλωσε. Ένας ιδιότροπος και πρώην αλκοολικός πατέρας ξεκινά με τα πόδια μια τεράστια διαδρομή προκειμένου να εξαργυρώσει έναν λαχνό που του υπόσχεται ένα εκατομμύριο δολάρια (τον υποδύεται ο έξοχος Μπρους Ντερν, ο οποίος πήρε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών). Ο γιος του (Γουίλ Φόρτε), ευαίσθητος και συναισθηματικός, τον μαζεύει από τον δρόμο και ξεκινά μαζί του σε αυτό το οδοιπορικό αναζήτησης, όχι του κερδοφόρου λαχνού, αλλά του λόγου ύπαρξης, που φιλτράρεται μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, η οποία δίνει νόημα στο λιγοστό μέλλον που απομένει. Η ταινία του Πέιν είναι «μικρή», σιωπηλή, ασπρόμαυρη (τη φωτογραφία υπογράφει ένας ακόμα δικός μας σταρ, ο Φαίδωνας Παπαμιχαήλ), χαμηλών τόνων και εκτυλίσσεται στα βάθη μιας ξεχασμένης Αμερικής, που βουλιάζει στην απραξία. Αλλά, παράλληλα, είναι «μεγάλη» και μεγαλόψυχη στην ουσία της. Γιατί για μια ακόμα φορά ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης καταπιάνεται με το μεδούλι της ζωής, με ανθρώπους που αναζητούν λόγο ύπαρξης. Για αυτό και άλλα, μας μίλησε στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένος στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

Γιατί κάνατε την ταινία ασπρόμαυρη; Φαντάζομαι ότι αυτό έκανε και πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση…
Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος. Ήθελα να κάνω ένα ασπρόμαυρο φιλμ. Όσο για τη χρηματοδότηση, ναι, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Η εταιρεία δεν ήθελε να ακούσει για ασπρόμαυρο. Έφτασα στο σημείο να πω ότι αποχωρώ και τους είπα «εντάξει, ίσως μια άλλη φορά, αλλά δεν πρόκειται να την κάνω έγχρωμη». Και μου απάντησαν τελικά να προχωρήσουμε.

Στην ταινία απεικονίζεται μια Αμερική σε κρίση. Οι άνθρωποι είναι άπραγοι, το τοπίο καταθλιπτικό, το σκηνικό αποπνέει από παντού… κρίση. Το κάνατε σκόπιμα; Θέλατε να κάνετε ένα κοινωνικό σχόλιο για την αμερικανική κοινωνία αυτή τη στιγμή;
Απλώς έγινε, χωρίς σκοπό. Το ότι δεν το έκανα ηθελημένα δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει η κρίση στην ταινία ή ότι από τη στιγμή που κάνω ένα φιλμ αυτή την περίοδο καλωσορίζω… τη γενικότερη κατάσταση. Η κρίση είναι υπαρκτή. Επομένως, εισβάλλει στην ταινία. Οπότε βλέπεις καταθλιπτικές περιοχές και καταθλιπτικούς ανθρώπους χωρίς λεφτά. Το σκηνικό είναι ένα φτωχό χωριό – το οποίο ενδεχομένως θα ήταν φτωχό ούτως ή άλλως –, αλλά το εισπράττεις περισσότερο λόγω της εποχής κατά την οποία γυρίστηκε το φιλμ, αλλά και επειδή ακριβώς είναι ασπρόμαυρο. Αυτό έδωσε στη «Νεμπράσκα» την εντύπωση ότι είναι μια ταινία της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης του 1930. Έχει αυτή τη μυρωδιά. Ποτέ δεν ήθελα να κάνω δήλωση για κάτι συγκεκριμένο, αλλά αυτή η ζωή είναι εκεί έξω…

Παίζει ρόλο το γεγονός ότι, ενώ είστε Αμερικανός και επιμένετε στις ελληνικές σας ρίζες…
Να σας διακόψω. Οι ελληνικές μου ρίζες επιμένουν σε εμένα…

Αυτή, λοιπόν, η διπλή ταυτότητα είναι ένα δίχτυ ασφαλείας, σας κάνει πιο κριτικό απέναντι στην Αμερική;
Ναι. Ίσως η σωστή λέξη να μην είναι «κριτικός», αν και μπορεί να ισχύει και αυτό. Αλλά αν μεγαλώνεις σε μία χώρα, και παράλληλα σε μια μειονοτική κουλτούρα, είσαι συμμέτοχος παρατηρητής. Είσαι εντελώς εκεί, συμμετέχοντας ως πολίτης, αλλά με μία οπτικής «εμείς» και «αυτοί», δηλαδή από τη μία η κοινωνία και από την άλλη η μεινότητα. Ακόμα και στο σπίτι, ως Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς, αναρωτιούνται «είναι Αμερικανός ή Έλληνας;». «Μισό λεπτό», λέω. «Είμαι και εγώ Αμερικανός, αλλά είμαι και Έλληνας». Περισσότερο από άλλες εθνότητες, περισσότερο και από τους Ιταλούς, οι Έλληνες συνεχίζουν αυτή τη στάση, την ισχυρή σύνδεση με τη χώρα καταγωγής. Οι Ιταλοί της Αμερικής, για παράδειγμα, δεν νιώθουν τόσο κοντά στην Ιταλία όσο οι Έλληνες μετανάστες.

Παρακολουθείτε την ελληνική επικαιρότητα στις εφημερίδες;
Χωρίς να διαβάζω στα ελληνικά – που είναι νηπιακού επιπέδου –, ναι, βέβαια. Διαβάζω «New York Times» κάθε μέρα. Υπάρχει μια ιστορία για την Ελλάδα κάθε βδομάδα ή κάθε δέκα μέρες – συνήθως μια ανοησία της Χρυσής Αυγής κυριαρχεί στα νέα για μερικές μέρες ή όταν ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης μπαίνει στη φυλακή ή όταν κλείνουν πανεπιστήμια. Τέτοια πράγματα μαθαίνω… Είναι φριχτά όλα αυτά που συμβαίνουν. Και νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να τα καταλάβει στην πραγματικότητα.

Έχετε τυπικούς Έλληνες γονείς;
Ω, ναι, μου λένε να παντρευτώ, αλλά μόλις τους πηγαίνω μια κοπέλα λένε «όχι αυτή».

Η ταινία σας έχει πολύ χιούμορ και πάλι…
Μου αρέσει η κωμωδία σαν φόρμα. Νομίζω ο Όσκαρ Γουάιλντ είχε πει ότι «όταν λες στους ανθρώπους την αλήθεια, πρέπει να τους κάνεις να γελάνε, αλλιώς θα σε σκοτώσουν». Είναι παλιά ιστορία, αλλά να σας θυμίσω ότι συχνά λέγεται πως οι Εβραίοι έχουν καλή αίσθηση του χιούμορ. Μάλλον αυτό συμβαίνει επειδή έχουν περάσει τόσο πόνο. Συχνά διαβάζεις, για παράδειγμα, για ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν έπειτα από ατύχημα σε ορυχείο, και καμιά φορά αυτοί που επιβίωσαν δεν είναι οι πιο δυνατοί, αλλά οι πιο αστείοι. Είναι ωραίο να γελάς. Οι άνθρωποι από τη Νεμπράσκα είναι αστείοι. Οπότε αυτή την ανάγκη του χιούμορ την έχω από δύο μεριές, από τη Νεμπράσκα και την ελληνική καταγωγή.

Γιατί συνήθως στις ταινίες σας μιλάτε για τα προβλήματα των αντρών; Έχει να κάνει με δική σας εσωτερική ανάγκη;
Δεν ξέρω. Η πρώτη μου ταινία, «Πολίτης Ρουθ», ήταν για τις γυναίκες, αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε και ασχολούμαι συνέχεια με τους άντρες και τα προβλήματά τους. Βασικά για μένα δεν έχει τόση σημασία. Θα ήθελα, όμως, να κάνω μια ταινία με γυναίκα σταρ.

Συνήθως οι χαρακτήρες σας παλεύουν να βρούνε μια ισορροπία ανάμεσα στην ωριμότητα και την ανωριμότητα, στέκονται μπροστά σε διλήμματα ζωής…
Υποστηρίζω τους χαρακτήρες μου να ξυπνήσουν, όπως υποστηρίζω και τον εαυτό μου να ξυπνήσει, να δει πιο καθαρά, να είναι πιο ευχάριστος, να δει πιο όμορφα μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής πριν έρθουν οι τραγωδίες και να εκτιμά κάθε γλυκιά στιγμή. Οπότε αυτό που λέτε εσείς ως ένα όριο ανάμεσα στην ωριμότητα και την ανωριμότητα, εγώ το αποκαλώ «ξύπνημα».

Παρακολουθείτε το ελληνικό σινεμά τώρα που έχει γίνει της μόδας στα ξένα φεστιβάλ;
Έχω δει μερικές ταινίες. Μου άρεσε ο «Κυνόδοντας» και το «Attenberg», και είδα επίσης το «Miss Violence» στο Φεστιβάλ, που ήταν μια καλή ευκαιρία για ελληνικές ταινίες. Θα ήθελα, βέβαια, να δω περισσότερες. Αλλά πραγματικά ελπίζω και εύχομαι μια ελληνική ταινία να κάνει διεθνή επιτυχία. Είναι υπέροχο να στηρίζει το ελληνικό κοινό τις ταινίες, αλλά δεν φτάνει. Ας πούμε είδα πριν από περίπου δέκα χρόνια το «Η θάλασσα μέσα μου» του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ με τον Χαβιέ Μπαρδέμ και όση ώρα το παρακολουθούσα αναρωτιόμουν γιατί αυτή δεν είναι ελληνική ταινία. Γιατί οι Έλληνες δεν μπορούν να κάνουν μια τέτοια ταινία; Ήταν καλλιτεχνική και, παράλληλα, εμπορική. Αλλά βλέπεις ότι αυτή η ταινία είναι ένα παράδειγμα του ότι χρειάζεσαι όχι μόνο ένα ευφυές σενάριο και έναν σπουδαίο σκηνοθέτη, αλλά και έναν σταρ. Οπότε η Ελλάδα χρειάζεται έναν σταρ αυτή τη στιγμή. Ακόμα και να μιλάει ελληνικά, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να μιλάει αγγλικά. Μπορεί να έχει υπότιτλους, όπως είχε ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Αν ήμουν Έλληνας σκηνοθέτης, θα έψαχνα να βρω ποιος μπορεί να είναι ο σταρ. Δεν πρέπει να είναι ο σκηνοθέτης ο σταρ μιας ταινίας. Οι ταινίες του Αγγελόπουλου δεν ταξίδεψαν τόσο. Ο Φελίνι είχε σταρ. Ακόμα και ο Λαρς φον Τρίερ δουλεύει με διεθνείς σταρ. Δεν τους χρειάζεται, αλλά τους θέλει. Γιατί; Για να δει περισσότερος κόσμος τις ταινίες του. Εντάξει, ο Μάικλ Λι δεν δουλεύει με σταρ, αλλά έχει το προνόμιο ότι κάνει αγγλικές ταινίες. Και είμαι πεπεισμένος ότι αυτός ο Έλληνας σταρ υπάρχει. Δεν ξέρω ποιος είναι. Ίσως και να βρίσκεται στο χωριό μου το Αίγιο… Αλλά, βέβαια, πάντα έχει σημασία ο κατάλληλος ηθοποιός να πάρει τον σωστό ρόλο στο κατάλληλο σενάριο. Και αυτή τη στιγμή νιώθεις ότι για το ελληνικό σινεμά το έδαφος είναι γόνιμο.

Εσείς έχετε πει ότι πριν ξεκινήσετε γυρίσματα συνήθως κάνετε παρέα με τους ηθοποιούς σας…
Έτσι είναι. Ακόμα και εδώ, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με τα μέλη της κριτικής επιτροπής, θέλω να υπάρχει μια ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και άνεσης. Οπότε με τα υπόλοιπα μέλη τρώμε κάθε μέρα μαζί και κάνουμε παρέα. Το ίδιο γίνεται και με τους ηθοποιούς. Θέλω να χτίζω την εμπιστοσύνη. Να γνωριζόμαστε και ύστερα να δουλεύουμε.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26.04.2024 01:50