Εκείνο το απόγευμα, ο Αντρέας έπιασε να σκαλίσει άλλο ένα συλλεκτικό τσιμπούκι για την έκθεση πιπογλυπτικής που διοργάνωνε ο Σύνδεσμος Παλαιμάχων της περιοχής του. Είχε όμως νευρικότητα και το μικρό αιχμηρό εργαλείο που συνήθως χρησιμοποιούσε για τις λεπτοδουλειές, γλιστρούσε άτσαλα πάνω στο άμορφο ακόμα κλαδί και του πλήγωνε τα δάχτυλα.
Δεν πρόλαβε όμως ο βηματομετρητής του mp3 του να καταγράψει 150 βήματα και η στοχοπροσήλωσή του τερματίστηκε άδοξα πριν καν αναπτύξει τα χαρακτηριστικά της . Κάτι του έκοψε την ορατότητα. Έκανε δυο- τρεις ανακλαστικές κινήσεις πανικού, έχασε την ισορροπία του, αλλά κρατήθηκε και δεν έπεσε. Ίσως επειδή πρόλαβε να καθησυχάσει τον εαυτό του διαπιστώνοντας από μέσα του: «Αυτό που μου ήρθε στο πρόσωπο είναι ελαφρύ, μαλακό και έχει και μια οικεία μυρωδιά εξευγενισμένης απλυσιάς…». Αμέσως, ως δια μαγείας, το υφασμάτινο παραπέτασμα αποσύρθηκε από το πρόσωπό του και πήγε να πέσει κάτω. Το έπιασε στον αέρα. Ήταν ασπρόμαυρο και καρό σαν τις πετσέτες που χρησιμοποιούσε το εργατικό δυναμικό της χώρας στις ταινίες του Σακελλάριου και του Δαλιανίδη, για να τυλίγει τα σνακ του (ελιές, παξιμάδι, κρεμμύδι, ντομάτες κλπ)
Ξαφνικά κατάλαβε. Θυμήθηκε. Ξαναμύρισε το πανί, για να βεβαιωθεί… Αυτό που ο απογευματινός άνεμος του έφερε στο πρόσωπο ήταν….
«Αντρίκοοοοοοοο!» Μια φωνή απ’ τα παλιά τον έκανε να γυρίσει μια -δυο φορές γύρω απ’ τον εαυτό του, για να εντοπίσει την εστία της…
«Γιάάάάάάσερ….!» Πάλι έχασες το τουρμπάνι σου μαύρε μου;;;; Πόσες φορές σου είχα πει στο αυτί, όταν δίναμε το σετ με τα τρία φιλάκια, να στερεώνεις τις άκρες με τσιμπιδάκια πάνω στα φρύδια σου;;;; Χε! Χε!»
Οι δύο άντρες αγκαλιάστηκαν και επανέλαβαν το σκαστό τρίφιλο. Ματς, μουτς, ξαναμάτς… Ο Γιάσερ ήταν, ως συνήθως, αξούριστος αλλά ο Αντρέας, όταν φιλούσε φιλούσε. Δεν ήταν σιχασιάρης σαν τον διάδοχό του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ…
«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω Αντρέα! Έλα να καθίσουμε εδωνά! Θα στρώσω κάτω τη μαντίλα μου και θα κάνουμε πικ- νικ, να θυμηθούμε τα παλιά. Στάσου να δώσω παραγγελία στο τμήμα μας στην ΕΔΕΜ να στείλει μια κατσαρόλα πιλάφι και ρακί…». Ο Γιάσερ Αραφάτ έβγαλε από την κωλότσεπη τον ασύρματο και τα κανόνισε όλα απ’ τις τρυπίτσες… «Και βάλτε τα όλα σε ένα καλάθι. Πλούσιο καλάθι. Όχι σαν το καλάθι της νοικοκυράς στην Ελλάδα… Χε! Χε! -Επίκαιρη πλακίτσα, δεν πιστεύω να παρεξηγείσαι Αντρέα μου- !»
«Όχι καλέ! Κάνε δουλειά σου!… Ώστε έχετε και τμήμα στην ΕΔΕΜ!…»
«Διακόσια τριάντα πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα ουρανό. Μόνο για τους Παλαιστίνιους. Ο Θεός ήθελε να αποδώσει δικαιοσύνη. Αλλά ήτανε και πρακτικό το ζήτημα. Τόσοι που έχουμε σκοτωθεί… πιάνουμε τόπο…»
«Και το Ισραήλ;»
«Οι Ισραηλινοί είναι σ’ έναν καταυλισμό σε άλλο όροφο. Τους έχει βάλει με τους Ιρανούς και τους Τούρκους, για να κάνουνε αιώνιες ασκήσεις ομόνοιας. Οι δικοί σου πώς τα πάνε κάτω; Τι μαθαίνεις; Συγχαρητήρια κιόλας για την επιτυχία του παιδιού… Είδα τον Ούλοφ και την Ίντιρα και μου τα είπανε… ».
«Καφέ θες; Έχω μαζί μου θερμός»…
«Μπα!… Αφού θα τσιμπήσουμε σε λίγο. Δεν κάνω κέφι… Για λέγε λοιπόν για τον Τζώρτζη… Πώς τα πάει; Πάντα το συμπαθούσα αυτό το αγοράκι… Γλύκας. Φτυστός η Μάργκαρετ! Κουκί ήταν κι έσκασε;»
«Κάνει ζεστούλα όμως! Πάει, χάλασε κι εδώ το κλίμα…»
«Χαίρομαι πάντως που η Ελλάδα έχει πάλι πρωθυπουργό Παπανδρέου. Με Παπανδρέου στη λεκάνη της Μεσογείου οι Παλαιστίνιοι θα νιώθουν σίγουρα ασφαλέστεροι… Θυμάσαι που βοήθησες να μεταφερθούν οι μαχητές της Πι Ελ Όου από τον Λίβανο στην Τυνησία;»
«Πως δε θυμάμαι… Και πράγματι, με Παπανδρέου στη λεκάνη της Μεσογείου, η πύελος των Παλαιστινίων θα είναι υπό προστασία…»
« Ευτυχώς, γιατί αυτός ο σφαγέας ο Νετανιάχου….»
«Γκούχου γκούχου γκουχ!»
«Τι έπαθες Αντρίκο μου; Πνίγηκες; Τι σου συμβαίνει; Είσαι παράξενος. Έχεις καμιά έννοια;»
«Μπα! Τι Νετανιάχου; Μπαρδόν! Τι έννοια να’ χου…; Απλώς, αυτές τις μέρες τρίζουνε λιγάκι τα κόκκαλά μου… Πρέπει να αρχίσω να αθλούμαι… »
«Τώρα που το λες, και μένα η σπάλα μου απ’ την περασμένη Δευτέρα και μετά, όλο τρίκι- τρίκι μάνα μου… παίζει…»
«Θα ’ναι απ’ τον καιρό…»
«Μάλλον!»
«Τέλεια. Έρχεται το φαγητό… Ελπίζω το καλάθι να ’χει και ψωμάκια. Κατεβαίνω στην πατρίδα στα ρεπό μου… Να’ χω κάτι να τους πάω… Άντε, καλή όρεξη!»