Την δική της άποψη για τον τρόπο με τον οποίο η νέα Κεντροαριστερά μπορεί να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή του πολιτικού συστήματος και όχι να μείνει ένα κυβερνητικό συμπλήρωμα καταθέτει με άρθρο της η πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Άννα Διαμαντοπούλου.
Η Άννα Διαμαντοπούλου στο άρθρο της στο iefimerida σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «τα ισοπεδωτικά και επώδυνα για τους πολλούς μέτρα είναι ο κανόνας και οι διαρθρωτικές αλλαγές η εξαίρεση.
Η κυβέρνηση λειτουργεί σε αντίθεση με τα όσα έλεγε πριν τις εκλογές, η αντιπολίτευση υπόσχεται όσα δεν θα κάνει ποτέ ως κυβέρνηση και το τραίνο της πολιτικής δημαγωγίας που ταξιδεύει στη χώρα 180 χρόνια φαίνεται να μπαίνει και πάλι στο τούνελ του διχασμού, του “εμείς και αυτοί” των βιαιοτήτων και της πόλωσης».
Στο άρθρο της η Άννα Διαμαντοπούλου κάνει λόγο για την ανάγκη ενός νέου πολιτικού πόλου, του οποίου «οι διάφορες πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του νέου, είναι καθοριστικό, να είναι ελεύθερες από κομματικές εξαρτήσεις και να μην εντάσσονται σε επιμέρους σχεδιασμούς για ένα κυρίαρχο ρόλο σε έναν κατακερματισμένο χώρο. Να απευθύνονται σε όλους σε βάση ισοτιμίας».
Αυτός ο νέος πολιτικός φορέας χρειάζεται, σύμφωνα με την Άννα Διαμαντοπούλου, να μην αποτελέσει ευκαιριοθηρικό μόρφωμα μιας εκλογικής αναμέτρησης, να μην επιλέξει για το εαυτό του τον ρόλο του χρήσιμου συνεργάτη της Δεξιάς για να αποτραπεί η ανέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, να μη γίνει μια πολύχρωμη πλαστική, αλλά τρύπια ομπρέλα, για να στεγάσει πολιτικά αδιέξοδα και προσωπικές φιλοδοξίες, να γίνει για να δημιουργήσει το νέο υπόδειγμα που θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη και ελπίδα.
Στην παρέμβαση της η πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ τονίζει ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα κόμματα μειώνεται διαρκώς, ενώ είναι πολύ ανησυχητική, η δημοσκοπική βύθιση των κομμάτων της λεγόμενης Κεντροαριστεράς. «ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αποδεκατίζονται παρά τις αντίθετες επιλογές που έχουν κάνει», τονίζει χαρακτηριστικά η Άννα Διαμαντοπούλου.
Υπογραμμίζοντας στη συνέχεια ότι «ο μόνος κερδισμένος φαίνεται να είναι η Χρυσή Αυγή που από μια μικρή νεοναζιστική οργάνωση που ανδρώθηκε εκμεταλλευόμενη την έλλειψη σωστής μεταναστευτικής πολιτικής της Ελλάδας και της Ευρώπης, παίρνει με βίαιο τρόπο το ρόλο του αντισυστημικού τιμωρού και αποσπά αν όχι τη στήριξη, την ανοχή – κυρίως των νέων – αλλά και πολλών απελπισμένων ανθρώπων».