ΤΕΤΑΡΤΗ 12.11.2025 04:03
MENU CLOSE

Το Brexit, οι απειλές και η Γερμανία

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1923
30-06-2016
04.07.2016 03:00

Tο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος και η επικράτηση του Brexit βάζουν μια σειρά από αμείλικτα πολιτικά ερωτήματα όχι μόνο στη Βρετανία, όπου ήδη ανακύπτουν αμφιβολίες ακόμη και για τη μελλοντική ύπαρξη του Ηνωμένου Βασιλείου με τη σημερινή του μορφή, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και, πολύ περισσότερο, στην ηγέτιδά δύναμή της, τη Γερμανία, η οποία βρίσκεται μπροστά στα δυσκολότερα ζητήματα που της έχουν τεθεί ύστερα από δεκαετίες πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. 

Μέχρι τώρα τα κύματα αμφισβήτησης έχουν απορροφηθεί. Στην Ελλάδα, μετά το δημοψή­φισμα και το «Όχι» στην πρόταση Γιούνκερ, ένα ακόμη μνημόνιο έδεσε χειροπόδαρα τη χώρα και διαιώνισε το καθεστώς προτεκτοράτου.

Στην Ισπανία το ξεπέταγμα των Podemos έμεινε άσφαιρο ύστερα από έξι μήνες ακυβερ­νησίας, ενώ στην Πορτογαλία η κυβέρνηση σοσιαλιστών, Αριστεράς, κομμουνιστών και Πρασίνων παλεύει με νύχια και με δόντια για να κρατήσει τα προσχήματα της προεκλογικής συμφωνίας των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τις συνεχείς απειλές του ΔΝΤ και των ευρωτεχνοκρατών παρά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο.

Και παλαιότερα, όμως, αποτελέσματα δημο­ψηφισμάτων, όπως το «Όχι» της Ιρλανδίας στη Συνθήκη της Λισσαβώνας ή τα «ευρωσκεπτικιστικά» «Όχι» της Δανίας, της Σουηδίας, της Γαλ­λίας και της Ολλανδίας τη δεκαετία του 2000 εν τέλει απορροφήθηκαν ή αντιστράφηκαν.

Με απλά λόγια, πολύ συχνά οι ευρωπαϊκοί λαοί δηλώνουν θεσμικά τις εντάσεις τους, αλλά το ιερατείο της Ευρώπης έχει αποδειχθεί ιδιαί­τερα ανθεκτικό.

Ωστόσο η σφαλιάρα από το βρετανικό δημο­ψήφισμα ήταν ηχηρότατη όχι μόνο επειδή προ­ήλθε από τη Βρετανία, ένα προπύργιο του φιλε­λευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, αλλά και διότι προέκυψε ύστερα από το θρίλερ της Αυστρίας και πυροδότησε ανάλογα αιτήματα σε άλλες χώρες. Επιπλέον άνοιξε πρώτη φορά την πόρτα της εξόδου από την Ε.Ε., ένα σενά­ριο για το οποίο δεν υπήρχε ούτε νομοθετική ούτε πολιτική ετοιμότητα στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.

Αν αυτή η τάση επεκταθεί, πιθανότατα δεν θα είναι διαχειρίσιμη, ανεξαρτήτως της «απορρο­φητικής» δυνατότητας του ευρωσυστήματος.

4 Μπορεί η Γερμανία να ανθίσταται πλέ­ον στο αίτημα των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη για αλλαγή πορείας στη δια­χείριση της οικονομικής κρίσης και να συ­νεχίζει την πολιτική πυγμής;

Έως πρότινος κανενός η άποψη ή η πίεση για αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης της οικονομικής κρίσης δεν έκανε τα αυτιά των Γερμανών υπευθύνων να ιδρώσουν. Είναι πασίγνωστος ο – σκαιός, μέχρι και εξευτελιστικός – τρόπος με τον οποίο Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτον και καλύτερο τον Σόιμπλε, απέπεμπαν ή λοιδο­ρούσαν ακόμη και υπουργούς Οικονομικών των ΗΠΑ, προς τους οποίους απηύθυναν προτροπές του είδους π.χ. «να πληρώσουν αυτοί τα χρέη της Ελλάδας» αν θέλουν να κάνουν το κουμάντο.

Είναι επίσης γνωστή η πίεση κυρίως των Αμε­ρικανών προς τη Γερμανία να καταβάλει – μέσω της αμοιβαιοποίησης των χρεών – το… λει­τουργικό κόστος που απαιτεί η απρόσκοπτη λειτουργία της ευρωζώνης, από την οποία ο κυ­ρίως (αν όχι ο μόνος) καθαρά κερδισμένος είναι οι Γερμανοί. Και αυτή η λογική απορρίφθηκε.

Τέλος, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι εμπορικοί εταίροι της Ε.Ε. θέλουν διακαώς τη συνέχιση και την εμβάθυνση της ενοποίησης μιας πλούσιας αγοράς 500 εκατομμυρίων κατοίκων, με ΑΕΠ 19 τρισεκατομμυρίων ευρώ κατά προσέγγιση. Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι υποχρεωμέ­νοι να αντιμετωπίζουν μια ποικιλία εμπορικών καθεστώτων και προστατευτισμών που θα δυ­σχεραίνουν την εμβάθυνση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών.

Επιπλέον, μπορεί στο παρελθόν οι ΗΠΑ να έχουν «καταπιεί» τις προσβολές των Γερμανών στα θέματα διαχείρισης της οικονομικής κρί­σης, αλλά η Ευρώπη υπήρξε παραδοσιακά, με­τά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα πεδίο που «υπάγεται» στις ΗΠΑ και τις γεωστρατηγικές ανάγκες τους.

Είναι λοιπόν ένα ερώτημα το αν οι Αμερικανοί, επίσης αιφνιδιασμένοι και πικαρισμένοι από το Brexit, θα θελήσουν – μέσω των ουκ ολίγων προθύμων συμμάχων και υποτελών τους – να βάλουν ακόμη μεγαλύτερη φωτιά στην Ευρώ­πη ώστε να καταστήσουν αδύνατον τον έλεγχο της ηπείρου από τους Γερμανούς.

Συνεπώς η Γερμανία θα πρέπει να βάλει στη ζυγαριά από τη μια τις δικές της ιδιαίτερες ανά­γκες και τη διατήρηση της μέχρι τώρα συντρι­πτικής οικονομικής και πολιτικής ισχύος της στο ευρωσύστημα και από την άλλη το γεωστρατηγικό της βάρος, το οποίο είναι αναντίστοιχο της οικονομικής της δύναμης.

5 Μπορεί η Γερμανία να αποδεχθεί ση­μαντικές θεσμικές και οικονομικές παραχωρήσεις προς τις άλλες χώρες της Ενωσης στο πλαίσιο της πολιτικής – οικονομικής ενοποίησης ή θα αναγκαστεί να χαλαρώσει τους δεσμούς οδηγώντας σε κατακερματισμό της Ευρώπης σε περιφε­ρειακές ενότητες;

Το είδος και το εύρος των παραχωρήσεων που θα ζητηθούν από την πλευρά των σημερι­νών ή μελλοντικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα κρίνει το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει η Γερμανία.

Το Βερολίνο, για να έχει τη δυνατότητα να αγνοήσει πλήρως τα αιτήματα για αμοιβαιοποίηση του ρίσκου, θα πρέπει να ανοίξει τόσο πολύ τα φτερά του στην εκτός Ε.Ε. εξαγωγική δραστηριότητα, ώστε να αντισταθμίσει τυχόν περιορισμούς και απώλειες στο εσωτερικό της Ευρώπης. Αυτό το στοίχημα έχει τεθεί τα τε­λευταία λίγα χρόνια, αλλά δεν είναι ακόμη βέ­βαιο ότι μπορεί να κερδηθεί.

Μια ακόμη παράμετρος, με σημαντικές επι­πτώσεις στις γερμανικές αποφάσεις, μπορεί να είναι οι εσωτερικές πολιτικές επιπτώσεις. Ήδη στη Γερμανία αναδύεται ένα αυξανόμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα το οποίο αποτυπώνεται στις δημοσκοπικές και τοπικές εκλογικές επιδόσεις της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ΑΟ), η οποία είναι ήδη τρίτο κόμμα και δεν αποκλείεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο μέχρι τις γερμανικές εκλογές το φθινόπωρο του 2017.

Το ρεύμα αυτό αντιτίθεται σφόδρα στην ιδέα της αμοιβαιοποίησης του κόστους και του ρίσκου που απαιτείται για τη διατήρηση της ευ­ρωζώνης – ήδη είναι μεγάλες οι αντιδράσεις για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευ­ρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ είναι πάγιο το αίτημα για τη δημιουργία μιας μικρότερης ευρωζώνης, αποτελούμενης από τις πλούσιες χώρες της Ευρώπης, επιλογή που θα είχε άμε­ση συνέπεια τη δημιουργία περιφερειακών οι­κονομικών – και άρα πολιτικών – ενώσεων αντί της σημερινής Ε. Ε. και της ευρωζώνης.

6 Μπορεί η «γερμανική» Ευρώπη να συ­νεχίσει στον δρόμο της «κινεζοποίησης» της περιφέρειας χωρίς οι λαοί της να προκαλέσουν της διάλυση του οικοδομή­ματος;

Ήδη από τη δεκαετία του 2000, όταν η ορμητι­κή είσοδος της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα δρομολογούσε τη βίαιη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς την Ανα­τολή διασπώντας τον κλειστό – εντός της Δύσης – κύκλο διαδοχής στην παγκόσμια οικονομική κυριαρχία, στην Ευρώπη ετέθη το ερώτημα της πολιτικής και οικονομικής απάντησης.

Το συμπέρασμα που προέκυψε στη Γερμα­νία και στους τεχνοκρατικούς κύκλους της Ευ­ρώπης ήταν ότι το ισχυρό κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου αποτελούσαν βαρίδι στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και έκτοτε τα βήματα προς το ξήλωμά τους είναι συνεχή. Η δε κρίση χρέους αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε η ευελιξία να αντικαταστή­σει σταδιακά την ασφάλεια της εργασίας και η μείωση του εργασιακού κόστους να γίνει βορά στην κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών πολυεθνικών.

Το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο έφτα­νε στο τέλος του και μια μορφή «κινεζοποίησης» της εργασίας και των δικαιωμάτων ανέτειλλε. Ταυτοχρόνως η σταδιακή μετατροπή των φτω­χότερων λαών της Ευρώπης από περιφερεια­κούς παραγωγούς σε εύπορους καταναλωτές και εν συνεχεία σε χρεοκοπημένο, απελπισμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό επέφερε μια δομι­κή αλλαγή στη λειτουργία της Ευρώπης, με ενί­σχυση του κέντρου και του Βορρά και περιθωριοποίηση του Νότου και της περιφέρειας.

Η γερμανική ισχύς προφανώς δοκιμάζεται σκληρά στο πολιτικό πεδίο. Το ίδιο και ο γαλλογερμανικός άξονας. Ωστόσο οι εξελίξεις που θα σημειωθούν, θα εξαρτηθούν από το εάν θα επέλθει τελικά το Brexit χωρίς σοβαρούς οικονο­μικούς κλυδωνισμούς για το πλούσιο τμήμα της Ευρώπης ή εάν θα υπονομεύσει την ισχύ του.

Στη δεύτερη περίπτωση – ή σε αυτήν ενός δεύτερου βρετανικού δημοψηφίσματος με αντί­θετο αποτέλεσμα – κανένας απολύτως λόγος χα­λάρωσης των δεσμών δεν πρόκειται να υπάρξει.

Αν, αντιθέτως, προκληθεί σοβαρή οικονομι­κή ζημία και αστάθεια, τότε η Γερμανία θα έχει να σταθμίσει το μικρότερο κακό και να πράξει αναλόγως.

7 Μπορεί η Γερμανία να αποφύγει κλυ­δωνισμούς στο κοινό νόμισμα, ώστε αυτό να συνεχίσει να αποτελεί πόλο έλξης επενδύσεων; Μπορεί να δεχτεί ότι το ευ­ρώ – ένα νόμισμα φθηνό μόνο για την ίδια και ακριβό για όλους τους άλλους – πρέ­πει να αλλάξει χαρακτήρα και λειτουργία ώστε να εξισορροπηθούν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας των εταίρων της;

Το ευρώ έχει λόγο ύπαρξης μόνο ως νόμισμα προσέλκυσης επενδύσεων και υπάρχει – με τη μορφή και τη δομή του – επειδή εξυπηρετεί πρωτίστως τα γερμανικά συμφέροντα. Με βά­ση όσα περιγράψαμε παραπάνω, για να αλλάξει δραματικά η δομή και η λειτουργία του, θα πρέ­πει – όπως έχει επαρκώς αναλυθεί στο παρελ­θόν – στο ισοζύγιο του κόστους αυτή η επιλο­γή να είναι βολικότερη είτε από μια μικρότερη ευρωζώνη είτε ακόμη και από την εγκατάλειψή του εκ μέρους της Γερμανίας.

Τα επόμενα ελάχιστα χρόνια θα δείξουν πώς θα διαμορφωθεί αυτό το ισοζύγιο μεταξύ κό­στους και οφέλους κυρίως για το Βερολίνο.

8 Μπορεί η Γερμανία να διαμορφώσει και να προτείνει ένα νέο συμβόλαιο συνύπαρξης στις χώρες και τους λαούς της Ευρώπης, ώστε να μετατρέψει τον ευρωσκεπτικισμό και την απέχθεια σε «ελπί­δα για μακροημέρευση της Ενωσης»;

Κανένα νέο συμβόλαιο με νέα – κοινωνικά και περιφερειακά – χαρακτηριστικά δεν θα είναι δι­αθέσιμο όσο ο ευρωσκεπτικισμός δεν συνο­δεύεται από αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις ή η απειλή για διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδο­μήματος δεν είναι ρεαλιστική και αξιόπιστη – και προς το παρόν τίποτε από τα δύο δεν υφίσταται.

Κυρίως αυτό το νέο συμβόλαιο δεν πρόκει­ται να προσφερθεί από τη Γερμανία, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα θα προσπαθήσει μόνο να επουλώσει τα τραύματα που έχει υποστεί ο γαλλογερμανικός άξονας και να δείξει καλή διάθεση έως εκεί που δεν θίγεται ο σκληρός πυρή­νας των στενών συμφερόντων της.

Σε βάθος χρόνου το γερμανικό μοντέλο δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί και το Βερολίνο, υπό οποιαδήποτε ηγεσία, είναι πάρα πολύ δύ­σκολο να απεμπολήσει ισχύ προς χάριν των όποιων εταίρων του.

Όσο μάλιστα δεν προκύπτουν εθνικές ηγεσί­ες με διάθεση και ικανότητα να ενδυναμώσουν τις χώρες τους, να παραγάγουν βιώσιμες πολι­τικές προτάσεις και να μειώσουν την εξάρτησή τους από το γερμανοκρατούμενο ευρωσύστημα, ο ευρωσκεπτικισμός ενδέχεται να λειτουρ­γήσει περισσότερο ως… φόβητρο για τους λα­ούς που τον εκφράζουν παρά για τη Γερμανία.

Ήδη η κραυγαλέα αποτυχία των Ροάθηο5 χρεώνεται, κατά πολύ μεγάλο μέρος, στην αβε­βαιότητα που πυροδότησε το Brexit, στον φό­βο για εσωτερική διάλυση και ανεξαρτητοποιή­σεις περιοχών – με συνέπεια την απώλεια ισχύος της χώρας – και στην κούραση από την πολύμη­νη ταλαιπωρία και πολιτική αβεβαιότητα, από την οποία ουδέν νεότερον προέκυψε σε επίπε­δο πολιτικής πρότασης πέραν των κατηγοριών για τη διαφθορά των «παλαιών» κομμάτων.

Η δε μεγαλύτερη αποχή δηλώνει ότι τις απώ­λειες της Δεξιάς και των Σοσιαλιστών δεν κατάφεραν να καρπωθούν οι Ροάθηο5, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με μεγάλη καχυποψία την ύστατη ώρα.

ΤΕΤΑΡΤΗ 12.11.2025 03:24
Exit mobile version