Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι γεωπολιτικές ανατροπές
Αν υπήρχε η δυνατότητα ταξιδιού στο χρόνο και συζητούσαμε με κάποιο οικονομολόγο ή ειδικό στις διεθνείς σχέσεις πριν από 50 χρόνια για το ρόλο της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία η πιο πιθανή αντίδραση του θα ήταν να μας απαντήσει ότι στο ορατό μέλλον δεν υπάρχει ρόλος για την Κίνα στην παγκόσμια οικονομία.
Η ισχυροποίηση της μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις από την πλευρά των ΗΠΑ. Σήμερα πολλοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στην Ουάσιγκτον να μην πέσει στην «παγίδα του Θουκυδίδη», καθώς μια αντίστοιχη δυναμική θα μπορούσε να φέρει σε μετωπική σύγκρουση την αναδυόμενη δύναμη του 21ου την Κίνα, και τις ΗΠΑ.
Πλησιάζουν οι εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου μπαίνει το πρωτοφανές δίλημμα να επιστρέψει ξανά ο Τραμπ ο οποίος απειλεί να εγκαταλείψει την Ευρώπη σε περίπτωση επίθεσης από τη Ρωσία.
Η ΕΕ έχει χάσει ένα βασικό μέλος της και ο γνωστός γαλλογερμανικός άξονας αν και παραμένει σε ισχύ δεν μπορεί να προσδώσει στην ΕΕ τον δυναμισμό που απαιτούν οι μεγάλες ανακατατάξεις. Η συμμετοχή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώνεται συνεχώς. Το 2023 ήταν περίπου 14,5% από 35% το 1960.
Βαδίζοντας προς τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το ερώτημα που διατυπώνουν πολλοί πολίτες είναι: «γιατί να με ενδιαφέρουν οι ευρωεκλογές, τι κρίνεται εκεί;».
Τις αντιμετωπίζουν με τη λανθασμένη αντίληψη ότι δεν τους αφορούν ούτε επηρεάζουν την καθημερινότητά τους. Η αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κόμματα και η απαξίωση της πολιτικής ιδιαίτερα μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας και την αύξηση των ανισοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε πρωτόγνωρα ποσοστά αποχής.
Το γεγονός αυτό καθιστά προβληματική την λειτουργία των δημοκρατικά εκλεγμένων θεσμών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις στις ευρωεκλογές κερδισμένα θα βγούνε ακροδεξιά κόμματα τα οποία έχουν εχθρική στάση απέναντι στην ΕΕ.
Αυτό μπορεί να έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες σε μια περίοδο που η ΕΕ είναι αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις εξαιτίας των γεωοικονομικών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Μετά την υγειονομική και ενεργειακή κρίση οι χώρες της ΕΕ συνειδητοποίησαν πόσο ευάλωτες και εκτεθειμένες είναι καθώς αποδείχτηκε ότι η επιστήμη, η τεχνολογία, το εμπόριο, τα δεδομένα, οι επενδύσεις γίνονται σταδιακά πηγές και μέσα ισχύος στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Έτσι η Ευρώπη άρχισε να επαναπροσδιορίζει την έννοια της στρατηγικής αυτονομίας δίνοντας περιεχόμενο που υπερβαίνει τις έννοιες της ασφάλειας και της άμυνας. Η συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ εντάθηκε μετά την υιοθέτηση από τις ΗΠΑ του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων ύψους 369 δις δολ που ευνοεί τις επενδύσεις σε τομείς αιχμής στις ΗΠΑ. Εκτιμήθηκε ότι αυτό θα οδηγήσει σε μείωση επενδύσεων στην Ευρώπη και αποβιομηχάνιση.
Για την αντιμετώπιση της αμερικανικής πρωτοβουλίας προτάθηκε η αλλαγή κανόνων κρατικών ενισχύσεων στην ΕΕ. Αυτό ενίσχυσε τις ανησυχίες χωρών της ΕΕ ότι θα ευνοήσει τις επιχειρήσεις της Γερμανίας και Γαλλίας και θα δημιουργηθούν στρεβλώσεις στην ενιαία αγορά. Οι κρατικές ενισχύσεις Γερμανίας και Γαλλίας αντιπροσώπευαν πάνω από το 75% του συνόλου των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν. Πρόσφατα οι υπουργοί οικονομίας 11 κρατών έστειλαν επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την οποία ζητούν να ληφθούν μέτρα ώστε να περιοριστούν οι επιδοτήσεις. Παραδόξως η Ελλάδα δεν συνυπέγραψε την επιστολή.
Η νέα βιομηχανική στρατηγική της ΕΕ στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτονομίας πρέπει να συνδυαστεί με μια εθνική βιομηχανική στρατηγική ώστε η Ελλάδα να έχει το δικό της μερίδιο στην ευρωπαϊκή αλυσίδα παραγωγής καθώς η πολιτική επανεγκατάστασης επιχειρήσεων στην ΕΕ ευνοεί τις ισχυρές χώρες και καθιστά πιο ευάλωτες τις ασθενέστερες οικονομίες.
Ένα σημαντικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία είναι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί από την αύξηση του χρέους μετά την κρίση πανδημίας. Μετά την ενεργοποίηση των νέων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας οι αμυντικές δαπάνες θα ανταγωνίζονται τις βιομηχανικές επιδοτήσεις, τις δαπάνες για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και τις δαπάνες για την στήριξη του κοινωνικού κράτους. Μια λύση θα ήταν η δημιουργία ενός ειδικού Ευρωπαϊκού Ταμείου για τη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής ώστε να διασφαλιστεί η ενιαία αγορά και η εσωτερική συνοχή της ΕΕ.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον αντιτιθέμενων συμφερόντων, είναι αναπόφευκτο να προκύψουν κέρδη αλλά και σημαντικές ζημίες από την στρατηγική αυτονομία. Αυτά πρέπει να κατανεμηθούν με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. H ακροδεξιά κερδίζει έδαφος γιατί οι πολιτικές που προκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα υποβάθμισαν το ρόλο της κοινωνικής δικαιοσύνης στις οικονομικές πολιτικές της ΕΕ.
Επομένως, έχει σημασία η ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών στην οποία μετέχουν οι Ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ να εργαστεί ώστε να προκριθούν πολιτικές που θα κρατήσουν την ΕΕ ισχυρή, ανταγωνιστική με αυτονομία αλλά θα χαράσσονται με το κριτήριο της κοινωνικής συνοχής και της βιώσιμης ανάπτυξης, ώστε να δημιουργούνται καλύτερες θέσεις εργασίας με υψηλότερες αμοιβές. Διαφορετικά η ΕΕ θα υποχωρεί συνεχώς, το κοινωνικό κράτος που συνιστά μια από τις μεγαλύτερες μεταπολεμικές κατακτήσεις θα υποβαθμιστεί και οι πολίτες στις χώρες της ΕΕ θα αναζητήσουν λύση σε επιλογές εθνικιστικές και ακροδεξιές θέτοντας υπό απειλή την ίδια την δημοκρατία.
*Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην Υπουργός, Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ