Σινεμά: Χώρα προέλευσης, Σαουδική Αραβία
Τίτλος ταινίας: Norah
Σύνοψη: Ένας νεαρός δάσκαλος τοποθετείται σε ένα απομονωμένο χωριό της Σαουδικής Αραβίας. Αναπτύσσει μια ιδιαίτερη φιλία με μια νεαρή κοπέλα του χωριού, με σύνδεσμο την τέχνη. Είναι ευνόητο πως η τοπική κοινωνία αγωνίζεται να σπάσει αυτόν τον δεσμό.
Σκηνοθεσία: Ταουφίκ Αλζαϊντί
Παίζουν: Γιακούμπ Αλφαράν, Μαρία Μπαρουΐ
Αυτό που η Δύση θεωρεί αυτονόητο (γυρίζω μια ταινία και ψάχνω το δρόμο της στη διεθνή κοινότητα, συμμετέχοντας στα φεστιβάλ του κόσμου), για κάποιες χώρες και για την κουλτούρα τους αποτελεί μια πολυτέλεια ή κι έναν ευσεβή πόθο. Από τούτην την άποψη, το γεγονός και μόνο ότι το φιλμ «Νόρα» προέρχεται από την άνευ σοβαρής παραγωγής Σαουδική Αραβία, προβάλλεται για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας στο Φεστιβάλ των Καννών (στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα»), αποτελώντας μάλιστα την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Ταουφίκ Αλζαϊντί, ήδη διαγράφει κάτι ιδιαίτερο για την παρακολούθησή της. Και ο θεατής που θα προσεγγίσει την αίθουσα δε θα απογοητευτεί, καθώς θα βρεθεί μπροστά σε μια παραγωγή γεμάτη ευαισθησία, αλλά και σκηνοθετική αρτιότητα.
Πέρα από τα ενδιαφέροντα πραγματολογικά στοιχεία του φιλμ, ο σκηνοθέτης, με αφορμή τα σκίτσα και τα πορτρέτα των εικόνων του, πραγματοποιεί μια μικρή μελέτη κινηματογράφησης του ανθρώπινου – και δη του γυναικείου – προσώπου. Η ίδια η κοπέλα αγοράζει κρυφά ένα περιοδικό της σειράς με κοντινές φωτογραφίες βαμμένων και καλωπισμένων γυναικών. Επιθυμία της να επισκεφθεί ένα μουσείο και να δει από κοντά ζωγραφισμένα πορτρέτα, αλλά και να έρθει εκ του σύνεγγυς σε επαφή με την τέχνη της ζωγραφικής. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι μικρές ανταρσίες των πρωταγωνιστών αποτελούν εύφλεκτο υλικό για τη μικρή κοινότητα των παραδοσιακών και συντηρητικών αξιών, ο Αλζαϊντί κινηματογραφεί, σα να ζωγραφίζει. Μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις, απαλά χρώματα, επιμονή στα κοντινά πλάνα. Της κοπέλας γεμάτα από διάχυτη θλίψη, ακόμη κι όταν η μπούργκα αφήνει ακάλυπτα μόνον τα μάτια της, του άνδρα γεμάτα από επιθυμία να μεταδώσει την αγάπη του για την τέχνη. Αντικειμενικά, η πρωταγωνίστρια Μαρία Μπαραουΐ ανταποκρίνεται απολύτως στην απαιτούμενη εκφραστικότητα, ο δάσκαλος, όμως, αδυνατεί να προσδώσει ανάλογη ένταση, όταν τον πλησιάζει η κάμερα. Ανάμεσα στο «αμήχανος» και στο «άκαμπτος» ( θα το λέγαμε ωμά: «ξυλάγγουρο»), δε βοηθάει στην πορεία προς το τελικό ξέσπασμα, την απαιτούμενη έκρηξη-σύγκρουση με τους ντόπιους.
Οπότε, αναγκαστικά, επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον του έργου σε δύο σημεία. Στον τρόπο που ο σκηνοθέτης «ζωγραφίζει» πάνω στην οθόνη το γυναικείο πρόσωπο και στη νηφάλια καταγραφή ενός ολόκληρου χώρου-χωριού. Η εξέλιξη αυτής καθεαυτής της ιστορίας προσπαθεί να περάσει από απλά μονοπάτια (αυτό εγγράφεται στα θετικά της), παραπατάει όμως προς το τέλος όταν πατάει πάνω σε άχρηστα φλας μπακ και επίκληση της μνήμης των ηρώων. Στο ενδιάμεσο, θα το επαναλάβουμε, η ευαισθησία και η συγκίνηση (τετριμμένες, αλλά ουσιαστικές για την περίπτωση, λέξεις ) κάνουν ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία τους, με αποτέλεσμα το τελικό εξαγόμενο να μπορεί να χαρακτηριστεί «μεστό». Άλλωστε, ένα φιλμ το οποίο ανοίγει ένα δρόμο σε ένα αποκλεισμένο, «τυφλό» πεδίο, αξίζει της προσοχής μας μόνο και μόνο επειδή ξεπλένει τα μάτια.
Αξιολόγηση: **1/2
Διαβάστε επίσης:
Ανδρέας Μικρούτσικος: «Επειδή το λέω, βγαίνουν και με απειλούν ότι θα με φάνε» (Video)
Χέιλι Μπίμπερ για τις επιπλοκές στον τοκετό του γιου της – «Φοβήθηκα ότι θα πεθάνω»