search
ΤΡΙΤΗ 15.07.2025 05:13
MENU CLOSE

Βιβλίο: Η τρίχα, το άλογο και η άβυσσος

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2394
10/07/2025
13.07.2025 06:00
vivlio

Λίλα Κονομάρα

Μια τρίχα που γίνεται άλογο

Εκδόσεις: Καστανιώτη

Σελ.: 208

Με σπουδές σύγχρονης λογοτεχνίας στο Παρίσι, έχοντας εργαστεί ως καθηγήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, η ακριβοθώρητη και σημαντική μας πεζογράφος Λίλα Κονομάρα έχει διανύσει χιλιόμετρα στην ενασχόλησή της με τον λόγο ως μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας, αρθρογράφος σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες και ως εξαίρετη συγγραφέας. Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση το 2002 με το «Μακάο» (εκδόσεις Πόλις, και σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2005 και τις εκδόσεις Κέδρος το 2012) εντυπωσίασε και απέσπασε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του θρυλικού περιοδικού «Διαβάζω». Ακολούθησαν μια συλλογή διηγημάτων, ένα παιδικό βιβλίο και μυθιστορήματα: πάντα με προσεγμένη και αισθαντική γραφή. Το προηγούμενο μυθιστόρημά της, «Ο μπόγος», (εκδόσεις Καστανιώτη, 2022) ήταν ένα ιστορικών αποχρώσεων έξοχο, στοχαστικό, πολυφωνικό λογοτεχνικό έργο για την ανθρώπινη μοίρα και τη μετανάστευση – κυριολεκτικά και μεταφορικά – που μας μετέφερε στη Μακεδονία του 1911, με τη δράση του να εκτείνεται ώς το 2018, και με κεντρικό ήρωα τον γήινο άγγελο Μανόλη ανάμεσα σε έναν πολυπληθή θίασο συμπρωταγωνιστών που γύρευαν ο καθένας μια θέση και μια ρίζα μέσα στον κυκλώνα της Ιστορίας.

Κι αν «Ο μπόγος» χαρακτηρίστηκε ως ένα φιλόδοξο, άρτιο, θυελλώδες και απαιτητικό ανάγνωσμα, άλλο τόσο συναρπαστικό, άρτιο, θυελλώδες και απαιτητικό μπορεί να χαρακτηριστεί το πολύ πρόσφατο λογοτεχνικό «δώρο» που χαρίζει η Κονομάρα στους αναγνώστες της, σταθερά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τον τίτλο «Μια τρίχα που γίνεται άλογο», βουτώντας πολύ βαθιά στον πυθμένα του ανθρώπινου σακατεμένου ψυχισμού, όντας τολμηρή παίκτρια των λέξεων και της ατμόσφαιρας, δημιουργώντας μια υψηλής θερμοκρασίας και ποιότητας μυθοπλασία με γλώσσα που στραφταλίζει καθώς επιταχύνεται, που κρύβει μυστικά, λέγοντας ελάχιστα κι υπονοώντας πολλά. Στην παρούσα νουβέλα της, λοιπόν, η Λίλα Κονομάρα χτίζει με λεπτομέρεια και διαπεραστική μάτια μια επίπονη ιστορία που αφορά την οικογένεια, την ψυχική ασθένεια, την αδελφική αγάπη και τις όψεις της: στοργή, αντιζηλία, μίσος, προδοσία, τρυφερότητα, ενοχές.

Δύο αδέρφια: ο Νίκος και ο Λευτέρης. Ο οικογενειακός περίγυρος, η αγία ελληνική οικογένεια με τα λάθη, τα πάθη και τις σιωπές κρυμμένα κάτω απ’ το χαλί. Ο Νίκος ειδοποιείται μέσα στη νύχτα ότι ο δύο χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του Λευτέρης βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο έπειτα από φωτιά που ξέσπασε στο διαμέρισμά του. Κι ενώ η αστυνομία ξεκινά τις έρευνες για να διαπιστωθεί αν πρόκειται για εμπρησμό ή ατύχημα, η ιστορία ξετυλίγεται σε ένα διαρκές μπρος πίσω στον χρόνο φέρνοντας στο προσκήνιο μνήμες από το παρελθόν και το παρόν και τρικυμιώδεις αντιφατικές επιθυμίες για το μέλλον, εάν αυτό φανερωθεί, εάν ανοίξει το μεγάλο του παράθυρο. Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση να συμπορεύεται με την τριτοπρόσωπη, όλα έρχονται σκόρπια στο καλυμμένο με μαύρη γάζα φως: τα παιδικά χρόνια του Νίκου και του διαφορετικού Λευτέρη κι ο μαγικός κόσμος των παιχνιδιών τους, των επινοημένων λέξεων, της φαντασίας τους, των ταξιδιών των σωμάτων και των βλεμμάτων κάπου μακριά – πολύ μακριά – μέσα στον κόσμο. Και μαζί τα τραύματα, οι πρώτες ρωγμές, τα πρώτα σημάδια ενός τσακισμένου δρόμου. Η απούσα παρουσία του πατέρα. Η τρυφερή μητέρα με τους ήχους, τις μιμήσεις και τα χάδια που χανόταν σε ένα πυκνό δάσος χάνοντας τη φωνή της. Η γιαγιά με το παγωμένο βλέμμα και τα «δεν». Ο παππούς που αναμασούσε το παρελθόν. Ο θείος Μίλτος με τη συλλογή δίσκων και την αγάπη για την όπερα. Η θεία Ελένη ταγμένη στο καθήκον. Τα «φρρρρρ» των πουλιών. Τα πολλά λόγια που κάλυπταν τον ήχο ενός μελλοντικού ορμητικού καταρράκτη που θα ερχόταν να σαρώσει τα πάντα, να ακυρώσει θαύματα και προσδοκίες, να αλλάξει τους ρόλους του θύτη και του θύματος, να αφήσει πίσω του αλλόκοτα ίχνη.

«Η θλίψη αρχίζει τις φτυαριές. Στην αρχή σιγά κι ύστερα όλο και πιο γρήγορα, ώσπου γίνονται βουνό». (σελ. 11)

Ο Λευτέρης, ένα τσακισμένο πουλί στο κρεβάτι της εντατικής. Κι ο Νίκος, πλάι του, μοναχικός και μόνος, παλεύοντας με τύψεις και αμέτρητα «γιατί», μια ψυχή σε ερείπια, μεταξύ ελπίδας κι απελπισίας, θύμησης γλυκιάς και στυφής, πάει κι έρχεται στον τόπο, στον χρόνο, στην καρδιά που άδειασε από αίμα και πνοή. Ο Νίκος ακούει, ενημερώνεται για την κατάσταση του Λευτέρη, υποθέτει, πιστεύει, αμφισβητεί, βουλιάζει, φοβάται την ευθύνη των λέξεων, μιλάει κουβαλώντας τη φωνή και τις ελλειμματικές απαντήσεις του αδερφού του, μιλάει χωρίς να μπορεί να εξηγήσει με διαύγεια, ψηλαφίζει την υγρασία των τραυμάτων που ποτέ δεν επουλώθηκαν και των συμπτωμάτων του Λευτέρη που ήταν πάντα υπαρκτά και πολλαπλασιάζονταν όσο εκείνος βάδιζε στη μεταβατική διαδρομή από την εφηβεία προς την ενηλικίωση. Ο Νίκος εξέφραζε τον πυρετό του μέσα από την τέχνη του, τη φωτογραφία. Ο πυρετός του Λευτέρη υψωνόταν με ακατάληπτες λέξεις μέσα στο δωμάτιο που πετούσε στον αέρα. Κι ύστερα ήρθαν οι γιατροί κι οι θεραπείες, οι νοσηλείες, η διάγνωση κι η «ταμπέλα», το πλήγμα, το τέλος των λέξεων που έφερνε ορμητικές τις επόμενες, δύο κόσμοι χωριστά κι η ζωή να συνεχίζεται χωρίς να προχωρά μπροστά στον ανοιχτό ορίζοντα. Ο Νίκος κι ο δικός του Λευτέρης, ο τόσο οικείος και τόσο ανοίκειος, πριν από την αρρώστια, στη διάρκεια της αρρώστιας και των κρίσεων, με τις ισορροπίες να ανατρέπονται και τα όρια να χάνονται και την πόλη να χαμηλώνει τα φώτα της, να κοιμάται με ηρεμιστικά, να ξυπνάει σ’ αδέξιο ξημέρωμα. Κι η μνήμη τρέχει σε κούρσα ταχύτητας ανάμεσα σε θραύσματα μιας παλιάς πραγματικότητας που συνδέεται με την τωρινή, ανάμεσα σε μια θολωμένη αντίληψη, ασύνδετα πράγματα και λέξεις που τρεμοσβήνουν σαν κεριά στον χειμωνιάτικο αέρα μιας ερήμου σε σχήμα τετράγωνο.

Σε εννέα ζεστές καλοκαιρινές μέρες (που αντιστοιχούν και στα εννέα κεφάλαια του βιβλίου) με την ψυχή και την πόλη να βράζουν, ο Νίκος κι ο Λευτέρης είναι χωριστά πάντα μαζί σε έναν κόσμο που ανοίγει για λίγο την αγκαλιά του και συγχωρεί κι απότομα κλείνει τα σύνορά του εξορίζοντάς τους σε μια βουβή κόλαση και στην απεργία των άστρων, κι η περιπέτεια του ανθρώπου συνεχίζεται σ’ ανηφόρες και απάτητα θεόρατα βουνά απέναντι σε εσωτερικά κι εξωτερικά τέρατα που σκορπίζουν με φωτιά τον τρόμο, την ψυχική παράλυση, τα βήματα προς τον θάνατο.

Η Λίλα Κονομάρα, χωρίς το βλέμμα του/της ειδικού, με το ζεστό, μαγικό, καθαρό βλέμμα της λογοτεχνίας (της), δημιούργησε μια άρτιας δομής και τεχνικής νουβέλα με εκλεπτυσμένη, αμφίσημη, υπέροχα παραστατική, ποιητική γραφή, με παραληρηματικό κινηματογραφικό ρυθμό, με κοφτές προτάσεις γεμάτες παλμό και νεύρο, και υφαίνει ένα αξιοθαύμαστης τεχνοτροπίας λογοτεχνικό υφαντό σκοτεινών αποχρώσεων για τις δαιδαλώδεις διαδρομές της ψυχικής ασθένειας, για τη μαύρη δίνη της σχιζοφρένειας, για την αδελφική αγάπη και τον ιερό της δεσμό που όσο κι αν ραγίσει ποτέ δεν σπάει, για την αλήθεια που μοιάζει εξωπραγματική, σαν μια τρίχα που γίνεται άλογο.

Διαβάστε επίσης:

Bιβλίο: Η θάλασσα μέσα μας

Βιβλίο: Καλοκαίρι και έγκλημα – Έντεκα ιστορίες, μία αφήγηση χωρίς αθώους

Βιβλίο: Πώς και γιατί φτάσαμε στην Ελληνική Επανάσταση

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΡΙΤΗ 15.07.2025 01:50