Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Η τιμωρία, για την κοινωνία του Μεσαίωνα, που εκφραζόταν με την εφαρμογή νόμου, λειτουργούσε σαν θέαμα με κραυγαλέο συμβολισμό ως πράξη δημόσιας κάθαρσης. Κάθε βασιλική εξουσία, κάθε πόλη με δικαιώματα εκτέλεσης, κάθε αυλή με κάστρο, είχε την ανάγκη ενός «υπηρέτη» της απόδοσης δικαιοσύνης. Με δυο λόγια έναν άνθρωπο που θα έκανε τη βρόμικη δουλειά. Αυτός ήταν ο δήμιος ή, στην πιο εξειδικευμένη μορφή του, ο βασανιστής. Αυτή η κατηγορία πολιτών που εφάρμοζε την εντολή του νόμου δεν έχαιρε ούτε ιδιαίτερης εκτιμήσεως ούτε δεχόταν προσκλήσεις στο τραπέζι των έντιμων πολιτών. Κι όμως, δίχως αυτούς, η δικαιοσύνη δεν μπορούσε να «εκτελέσει» τις αποφάσεις της. Ήταν οι υπάλληλοι του αίματος, απαραίτητοι, περιφρονημένοι, αναγκαίοι.
Στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, η απονομή δικαιοσύνης είχε ακόμη παραδειγματικό χαρακτήρα. Η σωματική τιμωρία – από τον ραβδισμό έως τον ακρωτηριασμό – εφαρμοζόταν σε δημόσιους χώρους. Ο δήμιος, πολλές φορές απλώς ένας δυνατός άνδρας της περιοχής, επιλεγόταν για να εφαρμόσει τη βούληση του ηγεμόνα.
Με την πάροδο των αιώνων, το επάγγελμα έγινε συστηματικότερο. Ο δήμιος διέθετε πλέον συγκεκριμένο εξοπλισμό: μαστίγια, τσεκούρια, σιδερένια εργαλεία, και δρούσε με τεχνική ακρίβεια, ιδίως στους αποκεφαλισμούς, όπου το «καθαρό» χτύπημα θεωρούνταν δείγμα επαγγελματισμού και ηθικής. Έγινε επαγγελματίας, πράγμα που σημαίνει ότι είχε ζήτηση το επάγγελμα, το οποίο άντεξε πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόμαστε. Το επάγγελμα του δήμιου – δηλαδή εκείνου που εκτελούσε θανατικές ποινές – υπήρξε επίσημο και θεσμικά κατοχυρωμένο σε πολλές χώρες μέχρι και τον 20ό αιώνα και φυσικά υφίσταται σε διάφορες ισλαμικές χώρες (σ.σ.: λεπτομέρειες στο επόμενο τεύχος).
Σε κάποιες περιοχές, όπως στο Παρίσι, οι δήμιοι έπαιρναν ακόμη και συμβόλαια για την εκτέλεση ποινών.
Με την εξάπλωση της ανακριτικής διαδικασίας μέσα από τα βασανιστήρια, κυρίως από τον 13ο αιώνα, και έπειτα με την επίσημη είσοδο του βασανιστηρίου στο ποινικό δίκαιο, ο βασανιστής εμφανίζεται ως ιδιαίτερος λειτουργός. Ο στόχος δεν ήταν η τιμωρία, αλλά η ομολογία. Η ανάκριση με βασανισμό εφαρμόστηκε κυρίως σε δίκες αιρέσεων, σε περιπτώσεις βλασφημίας ή συνωμοσίας, και σε υποθέσεις που αφορούσαν το κοινό συμφέρον.
Ο βασανιστής έπρεπε να γνωρίζει ανατομία, αντοχές στον πόνο και φυσικά το «μέτρο». Αποστολή του ήταν να φέρει τον κατηγορούμενο στο όριο, χωρίς να τον σκοτώσει, γιατί τότε η επιδιωκόμενη ομολογία χανόταν και η αποστολή του αποτύγχανε. Γνώριζε ποιο νεύρο πονάει, πώς να σφίξει ένα σκοινί, πόσο να περιμένει πριν από το δεύτερο χτύπημα. Δεν ήταν φανατικός, ήταν «επαγγελματίας».
Όπως όλα τα επαγγέλματα, έτσι και αυτό του δήμιου και του βασανιστή είχε τα προβλήματά του. Ήδη κάναμε πιο πάνω μια σχετική νύξη. Το βασικό τους πρόβλημα ήταν η αντίφαση ότι, παρά την απαραίτητη φύση του ρόλου τους, οι δήμιοι και οι βασανιστές ζούσαν στο περιθώριο. Η κοινωνία τούς δεχόταν μόνο όταν τους χρειαζόταν· σε κάθε άλλη περίπτωση, τους απέφευγε. Μάλιστα δεν επιτρεπόταν να εισέρχονται σε εκκλησίες (οι οποίες ήταν οι καλύτεροι «πελάτες» τους, καθώς συχνά – πυκνά διέτασσαν βασανισμούς και εκτελέσεις). Επίσης δεν μπορούσαν να παντρεύονται ελεύθερα, ούτε να κληροδοτούν περιουσία χωρίς προβλήματα.
Συνήθως κατοικούσαν σε ξεχωριστά σημεία της πόλης ή έξω από τα τείχη, σε περιοχές γνωστές ως «ματωμένα προάστια». Τα παιδιά τους στιγματίζονταν. Κι όμως, η εργασία μεταδιδόταν κατά κανόνα κληρονομικά, είτε γιατί κανείς άλλος δεν την αναλάμβανε είτε γιατί ο εξοπλισμός και η τεχνική απαιτούσαν εμπειρία.
Οι εκτελέσεις – αποκεφαλισμοί, απαγχονισμοί, καύσεις – δεν ήταν μια ποινή που εκτελούνταν ιδιωτικά. Αντίθετα είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας τελετουργίας σε δημόσιους χώρους, όπου μάλιστα το θέαμα προσήλκυε θεατές και αυτοί με τη σειρά τους μια σειρά μικροπωλητών. Η πλατεία γέμιζε, οι πωλητές φώναζαν, οι θεατές αγωνιούσαν. Κάθε πράξη του δήμιου, από τον τρόπο που έπιανε το ξίφος μέχρι το πώς καθάριζε το μαχαίρι, είχε συμβολικό βάρος. Έτσι ο δήμιος όφειλε να χειριστεί όλη τη διαδικασία με αξιοπρέπεια. Αν αργούσε, τον χλεύαζαν· αν έχανε το χτύπημα, τον καταριόνταν. Αν όμως εκτελούσε «καθαρά» το καθήκον του, εισέπραττε μια μακάβρια επιδοκιμασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κοινό πέταγε νομίσματα – όχι στον δήμιο, αλλά στο αίμα του καταδικασμένου, ως «λύτρο καθαρμού». Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τιμωρία γινόταν λαϊκή θυσία.
Οι άνθρωποι πίστευαν πως το αίμα μόλυνε, και πως ο εκτελεστής μετέφερε κάτι σκοτεινό, ακάθαρτο. Με την εδραίωση του κρατικού μονοπωλίου στη βία (όπως το όρισε ο Μαξ Βέμπερ), η εκτέλεση έγινε γραφειοκρατική πράξη. Από τον 18ο αιώνα και εξής, με τη σταδιακή κατάργηση των βασανιστηρίων και τη μετάβαση σε ποινές φυλάκισης, οι δήμιοι αραίωσαν. Τους τελευταίους αιώνες, η παρουσία τους επιβίωσε κυρίως στις μοναρχίες (π.χ. Αγγλία, Πρωσία), ως δημόσιοι υπάλληλοι – κι ύστερα χάθηκαν.
Ο δήμιος δεν έκρινε. Δεν τιμωρούσε. Εκτελούσε. Κι όμως, η κοινωνία τον θεώρησε υπεύθυνο. Αν το μαχαίρι έτρεμε, ήταν αδύναμος· αν έκοβε σωστά, ήταν σαδιστής· αν καθυστερούσε, ήταν ύποπτος· αν προχωρούσε με ακρίβεια, ήταν μηχανή. Ήταν η προέκταση της βούλησης του νόμου, η ενσάρκωση της ανάγκης για τάξη. Όταν το «επάγγελμα» έσβησε, δεν έλειψε σε κανέναν· απλώς ξεχάστηκε, όπως ξεχνιέται πάντα αυτός που μας κάνει τη δουλειά που δεν αντέχουμε να βλέπουμε.
Παράρτημα πηγών
1. Από το Schwäbische Chronik (14ος αιώνας):
«Ο εκτελεστής κατοικεί εκτός των τειχών, στον δρόμο των λεπρών. Ο ίδιος δεν κοινωνεί και δεν ακουμπά τους άλλους· δεν τον πλησιάζει ούτε η σκιά του ιερέα. Μα σαν φωνάξει ο δούκας “ώρα να καθαρίσεις την πλατεία”, όλοι τον καλούν, όλοι τον χρειάζονται. Και μετά, τον διώχνουν πάλι στο σκοτάδι του».
Πηγή: Schwäbische Chronik, φ. 112β, Ulm Stadtarchiv.
2. Επιστολή ενός δήμιου προς τον επίσκοπο – Γαλλία, 1477:
«Σεβασμιώτατε, η τιμή του προσώπου μου έχει καταρρακωθεί. Επειδή εξεπλήρωσα το χρέος του στέμματος και αφαίρεσα κεφάλι καταδικασμένου, οι δικοί μου αρνούνται να με δεχτούν στο σπίτι. Ζητώ άδεια να κατοικώ πλησίον της πύλης του Αγίου Ρεμύ. Δεν ζητώ τίποτε άλλο· μόνο να με ξεχάσουν».
Πηγή: Archives départementales de la Marne, Carton 59β.
3. Μαρτυρία θεατή δημόσιας εκτέλεσης – Νυρεμβέργη, 1483:
«Ο δήμιος χτύπησε δύο φορές – την πρώτη γλίστρησε, και το πλήθος αναστέναξε. Στη δεύτερη, το κεφάλι κύλισε· κάποιος έκλαψε, άλλοι χειροκρότησαν. Η γυναίκα του εκτελεσμένου λιποθύμησε. Ο δήμιος έσκυψε και καθάρισε το σπαθί του, όπως κάνει πάντα».
Πηγή: Chroniken der Nürnberger Stadt, Bd. III.
4. Διαταγή του αυτοκράτορα Κάρολου Δ’ προς τον δήμιο της Πράγας – 1356:
«Διά του παρόντος διατάσσεται ο φονεύς του παλατιού να εκτελέσει την ποινή του απαγχονισμού μετά ηλίου ανατολή, με τρόπο αρμόζοντα και χωρίς φωνές. Καθίσταται δε γνωστόν ότι θα λάβει αμοιβή 6 φιορίνια και τρία ψωμιά».
Πηγή: Kaiserliche Kanzleiakten, Haus – Hof – und Staatsarchiv Wien.
5. Αναφορά από το Malleus Maleficarum για βασανιστήριο μαγισσών:
«Το σώμα να δεθεί με σχοινί βουτηγμένο σε αγιασμό και το πέλμα να πυρωθεί μόνο μέχρι το πρώτο στρώμα της σάρκας. Ο πειρασμός της αλήθειας πρέπει να είναι έντιμος, όχι θανάσιμος».
Πηγή: Malleus Maleficarum, Part II, Q. XIV.
Διαβάστε επίσης:
Κωνσταντινούπολη: Η Πόλη που κατοικεί ακόμη μέσα μας
Σμύρνη: Ιωνικό πνεύμα και μακραίωνη συνέχεια
Αλεξάνδρεια: Η Πόλη του Κόσμου και της Μνήμης
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.