Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
«Σώθηκε το νερό, θα λασπώσει η μανέστρα!»
«Δε λασπώνει, εμείς εδώ τι κάνουμε; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;»
Ο κυρ Θόδωρας γύρισε από την άλλη.
Θα σου ’λεγα τι κάνετε, αλλά έχε χάρη!
Έριξε την λερωμένη πετσέτα στον ώμο, έβαλε το χέρι στο μέτωπο για να σκιάσει από τον ήλιο και συνέχισε να επιβλέπει τις ετοιμασίες. Τέτοια μέρα, κάθε χρόνο, σαν μαγαζάτορας που ήταν στο χωριό, αναλάμβανε την διοργάνωση του πανηγυριού. Της Παναγίας.
Μεγάλη η χάρη της.
«Πού στο διάολο πήγε εκείνο το παιδί;»
Οι αφίσες, κρεμασμένες στις ξύλινες κολώνες της ΔΕΗ, έδειχναν τους οργανοπαίχτες. Ο Νικολάκης διάβασε: Θρη-σκευ-τι-κή πα-νή-γυ-ρις στη Γά-βρια-νη, 15 Αυ-γού-στου. Κοίταζε τα πρόσωπα όταν εμφανίστηκε ένα βαν, άνοιξε η πόρτα και πέντε άνθρωποι πετάχτηκαν από μέσα ιδρωμένοι.
«Εδώ είναι η Γάβριανη;»
«Εδώ!
Ο Νικολάκης κοίταξε καλύτερα. Μετά κοίταξε τις αφίσες.
Αυτοί είναι!
Τους κοίταζε που κουβαλούσαν ηχεία, κιθάρες, κλαρίνα. Τις χαμένες σκέψεις του διέκοψε ο αγριεμένος κυρ-Θόδωρας:
«Πού στο διάολο ήσαν; Οι άλλοι σερβιτόροι έχουν ξεκινήσει. Πιάσε, στρώσε τραπέζια και βάλε καρέκλες».
Ο Νικολάκης έκανε ένα νεύμα, έπιασε το βιτέξ με τον κουβά, μούσκευε τα τραπέζια και τα έστρωνε, να κολλάει το τραπεζομάντηλο. Ο νους του, όμως, ήταν αλλού. Όσο χαρά έκανε τις προηγούμενες ημέρες που θα ήταν σερβιτόρος στο πανηγύρι του χωριού, τόσο μαύρισε η ψυχή του απ’ το πρωί που ήρθε εκείνος, ο θείος του, ο Στράτος, από την Αθήνα, χρόνια είχε να φανεί, τι ήθελε και ήρθε; Δεν του έφτανε ολόκληρη Αθήνα; Έφτασε με το μαύρο Μερσεντές και μαύρισε τη μέρα.
«Ωρέ κοιτάξτε μούτρα που τρώνε την περιουσία του πατέρα!»
Ο Χρήστος Γκέκας, πατέρας του Νικολάκη, σούφρωσε τα μούτρα.
«Μπα! Καλώς τον κι ας άργησε. Έριξε μαύρη πέτρα όταν πέθανε ο γέρος και τώρα κόβεται και για την περιουσία. Λίγα έφαγες όσο ζούσε; Δε χόρτασες μπουζούκια, καζίνα και ξενύχτια; Σε μένα τ’ άφηκε ο πατέρας, αλλού προκοπή δεν έβρισκε».
Και σαν να ήταν άτσαλα παραχωμένα, βγήκαν παλιά καρφιά, ξεχασμένα, σκουριασμένα, μπηγμένα στις καρδιές. Δύο θεριά, απέναντι, να σκύβουν σαν ταύροι τα κεφάλια, λες και θα μπήξει ο ένας στον άλλον τα κέρατα, κάποτε στην ίδια κοιλιά, να αγριεύουν ο ένας στον άλλον, σήκω φύγε ρε ρεμπεσκέ που ξανάρθες, ρε θα σ’ τα πάρω όλα πίσω, ακούς, χωρίς σπίτι θα σ’ αφήσω, έξω στον δρόμο, ποιοι, αυτοί που κάποτε έπαιζαν εκεί δίπλα, στο περβάζι, κι ο Νικολάκης να φέρνει στο νου του τα παλιά, τότε, που τους είχε δει, εκείνον κι εκείνη, τότε που εκείνος έφερε το δάχτυλό στο στόμα, κάθετα, να κάνει με τα χείλια έναν σταυρό και μετά απειλητικά να φέρνει την παλάμη στον λαιμό και να κάνει πως την κόβει, απότομα, κόβοντας τα γόνατα του μικρού που τώρα γύριζε και έβλεπε τη μάνα του να στέκει εκεί, να κοιτάει τα αδέρφια παγωμένη, ποιος ξέρει τι θα έφερνε εκείνη η μέρα.
«Ένα-δύο, ένα-δύο!»
«Τεστ. Τεστ».
Ο Σταύρος Τσαλάγκας ρύθμιζε το μικρόφωνο. Ο κυρ-Θόδωρος φώναζε να βγάλουν τη μανέστρα, θα λασπώσει, μετά παρήγγειλε να λιανίσουν τα ψητά, να ετοιμάσουν τις σαλάτες και τα τυριά, να κόψουν τα ψωμιά, πρέπει να είναι έτοιμοι όταν έρθει ο κόσμος, τελευταία στιγμή δε γίνονται όλα.
«Βάλτε στα όργανα να φάνε, νηστικοί θα τραγουδήσουν;»
Ο Νικολάκης ετοίμαζε, έστρωνε τραπεζομάντηλα, καθάριζε καρέκλες και τις έβαζε στα τραπέζια. Πήρε το μπλοκάκι με το στυλό. Σουρούπωσε. Όλα έτοιμα. Οι πρώτοι άρχισαν να καταφθάνουν.
«Γκαρσόνι, πιάσε πέντε μπύρες κι ένα κιλό ψητό».
Με το χαρτόκουτο από τη συσκευασία των μπυρών για δίσκο, σέρβιρε στο άψε σβήσε. Σε λίγο, στη σκηνή ανέβηκε ο Καραΐσκος με το κλαρίνο του. Από πίσω και ο Σταύρος Τσαλάγκας, με το μικρόφωνο. Ο Νικολάκης πετάρισε από χαρά. Τι κασέτες είχε ακούσει να τραγουδάνε εκείνοι, και τώρα τους έβλεπε μπροστά του. Μα η χαρά εξαφανίστηκε μόλις κατάφτασε εκείνο το μαύρο Μερσεντές και πάρκαρε εκεί δίπλα. Θυμήθηκε το δάχτυλο στο στόμα και μετά εκείνη η παλάμη στο λαιμό, πιο κοφτερή κι από χασαπομάχαιρο.
«Μην τυχόν ανοίξεις το στόμα σου!»
«Ξέχνα τι είδες!»
Έσκυψε το κεφάλι και άδειασε τον δίσκο στο τραπέζι, δύο κεσεδάκια μανέστρα με γίδα, την ώρα που ο Καραΐσκος έπαιζε τον «σκάρο».
«Ναι, ναι, ήρθε σήμερα το πρωί».
«Πόσα χρόνια έχει να έρθει;»
«Ποιος τα μέτρησε; Άκουσα θέλει να πάρει απ’ την περιουσία».
«Να δούμε τι θα γίνει με τη Σταυρούλα, έμαθε εκείνη ότι ήρθε;»
«Ναι, μόνο η Σταυρούλα είναι!»
«Σίγουρα έμαθε ο άντρας της!»
«Ε, ρε γλέντια που θα κάνουμε σήμερα!»
Οι καρακάξες χασκογέλασαν με το αστειάκι τους την ώρα που ο Νικολάκης άφηνε το φαγητό. Κοίταξε τα φωτάκια με τα παιχνίδια στους πάγκους των μικροπωλητών, δίπλα κάποιος πουλούσε χαλβά Φαρσάλων. Τρεις τέσσερις φίλοι του έφτιαχναν πύργους με άδεια κουτάκια μπύρας. Κάποιος τον φώναξε για μπύρες και ψητό αρνί. Και μια σαλάτα. Ο Γιαννακαίοι, στη σειρά τους, έσερναν τον χορό. Μετά ήταν η σειρά των Γριβαίων και μετά, όπως κάθε χρόνο, οι Σουλιωταίοι.
«Κοίτα, κοίτα τι φοράει!»
«Πετάς και λεφτά τρομάρα σου, πλήρωσε πρώτα τα δανεικά!»
«Είδες πως τον γλυκοκοιτάζει; Ο άντρας σου χορεύει μωρή, ρίξε και στον δόλιο καμιά ματιά, μόνο στον γκόμενο;»
«Τον είδατε τον Στράτο, τον αδερφό του Χρήστου με το Μερσεντές; Έχουν να καούν καρδιές απόψε!»
«Ποιος; Αυτός έχει πάει με όλο το χωριό».
«Δεν ήρθε για τις λεγάμενες, για την περιουσία ήρθε».
«Ναι αλλά είδες πώς τον κοιτάει ο άντρας της Σταυρούλας;»
Κι ο Νικολάκης σέρβιρε και σέρβιρε και νόμιζε συμμετέχει σε μια μεγάλη κουβέντα με ερωτήσεις και απαντήσεις από τραπέζι σε τραπέζι. Έβλεπε τους φίλους του να παίζουν με τα πυργάκια ανέμελα, μετά είδε τον πατέρα του να φωνάζει στη μάνα του που μάλλον έκλαιγε, πόσο έκλαιγε αυτή η γυναίκα, από εκείνη τη μέρα που την είδε μαζί με εκείνον, και μετά το δάχτυλο στο στόμα, η παλάμη στο λαιμό, και κλάματα, όλο κλάματα στο σπίτι από εκείνη τη μέρα. Και παραδίπλα εκείνος, ο Στράτος, ανάμεσα σε δυο μπουκάλια ουίσκι να γελάει και να γελάει, τους υπόλοιπους να τον κοιτάνε, ο βασιλιάς του κόσμου, πόση δυστυχία έχει σκορπίσει, να θέλει και το σπίτι τώρα, δε του φτάνει η μάνα μου; Δεν του φτάνει όλο το χωριό;
Ξέχνα τι είδες!
Πήρε πέντε μπύρες από το ψυγείο, τις παρήγγειλαν οι Χατζηκωσταίοι, και έφυγε γραμμή για τα πυργάκια, εκεί που έπαιζαν οι φίλοι του. Δεν βρήκε κανέναν. Έκατσε ανάμεσα στα άδεια κουτιά και άνοιξε τα γεμάτα.
«Παραγγελιά», είπε στο μικρόφωνο ο Σταύρος Τσαλάγκας και ο Καραΐσκος άρχισε τις πρώτες νότες. Ένας σηκώθηκε να χορέψει, σταμάτησαν τα όργανα, είναι παραγγελιά, είπαν, πληρωμένο, κατέβα από τον χορό, δεν κατέβαινε εκείνος, τον πήραν οι σερβιτόροι σηκωτό και το τραγούδι συνεχίστηκε. Μόλις τελείωσε, ανέβηκαν οι Σουλιωταίοι, χόρεψαν με τη σειρά, πατέρας, μάνα, γαμπρός, κόρη, ήρθε η σειρά του γιου, θέλω τον Γοργοπόταμο, είπε στα όργανα. Δεν χρειάζεται, έλεγε ο πατέρας, όχι, τον Γοργοπόταμο, ο γιος, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα εκείνος, τον Γοργοπόταμο. Έβγαλε το πενηντάρικο, άρχισαν τα όργανα, «βροντάει στο Γοργοπόταμο τ’ αντάρτικο τουφέκι…».
Σηκώθηκε από απέναντι ο Μακρής, «να πεις το Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς, ληστοσυμμορίτες, χορεύετε κιόλας στο πανηγύρι, παλιοκομμουνιστές», «τι θες, ρε γερμανοτσολιά, μαυραγορίτη», σηκώθηκαν από δω, σταμάτησαν τα όργανα, σηκώθηκαν κι άλλοι από εκεί, έγινε ένα μπούγιο, όρμησε ο άντρας της Σταυρούλας στον Στράτο, «τη γυναίκα μου, ρε παλιοτόμαρο, θα σε σφάξω», «τι να σε κάνει εσένα ρε παρτάλι», απάνω κι ο Χρήστος, ο αδερφός του, να τον πιάνει και να τον βαράει, «εσύ θα με ξεσπιτώσεις, ρε καθίκι», ώσπου ο Στράτος έβγαλε μια στριγκλιά και μόλις αναμέρισαν τον είδαν μες στα αίματα και το χασαπομάχαιρο που έκοβε ο κυρ-Θόδωρας το ψητό αρνί χωμένο μέχρι τη λαβή στην κοιλιά του, ενώ παραδίπλα, με ανοιχτό το στόμα, την ανάσα κοφτή και το δεξί χέρι κατακόκκινο, ο Νικολάκης, του Χρήστου Γκέκα, πρώτη χρονιά σερβιτόρος στο πανηγύρι του χωριού.
* Ο Γιάννης Μόσχος γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στη Γάβριανη του νομού Μαγνησίας. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο ΑΠΘ και εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει στίχους και ιστορίες. Δημιουργός του podcast «Crime Fiction: Explained», όπου συνομιλεί με ανθρώπους του βιβλίου και αναλύουν θεωρητικά θέματα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας)
Διαβάστε επίσης:
Βιβλίο: Υπερτουρισμός: μια αόρατη έξωση
Bιβλίο: Καλοκαίρι και έγκλημα – Έντεκα ιστορίες, μία αφήγηση χωρίς αθώους
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.