ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 07.11.2025 11:06
MENU CLOSE

Βιβλίο: Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2403
11/09/2025
14.09.2025 06:00

Keiran Goddard 

Μετάφραση: Νατάσα Σίδερη

Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Σελ.: 256

Το «Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Κίραν Γκόνταρντ και το πρώτο του που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας από τη σειρά  Λογοτεχνία των εκδόσεων Αλεξάνδρεια που ποιοτικά και γενναιόδωρα τόσα χρόνια επιμένουν και συνεχίζουν να εκδίδουν εξαιρετικά δείγματα πεζογραφίας ανάμεσα στα υπόλοιπα σημαντικά τους βιβλία.

Ο βρετανικής καταγωγής ταλαντούχος Κίραν Γκόνταρντ εξέδωσε το 2023 το πρώτο του έργο μυθοπλασίας με τίτλο «Hourglass» -ευελπιστούμε να το έχουμε σύντομα μεταφρασμένο στα ελληνικά- καθώς και δύο ποιητικές συλλογές, είναι δημιουργός του ποιητικού φυλλαδίου Strings και κοινωνικός σχολιαστής / αναλυτής πραγματοποιώντας έρευνα για τα δικαιώματα των εργαζομένων, την αυτοματοποίηση, τον συνδικαλισμό και το μέλλον της εργασίας.  Αυτή η τελευταία του ιδιότητα είναι εμφανής και στον πεζό του λόγο καθώς πέρα από το ανθρωποκεντρικό στοιχείο, οι ιστορίες του είναι εμποτισμένες με πολιτικές αιχμές και κοινωνικά ζητήματα και αφήνει να εννοηθεί το πώς η πολιτική τελικά επιδρά στην καθημερινότητα και στη ζωή των βιοπαλαιστών, των αδικημένων, των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Μάστορας του λόγου, έτσι κι αλλιώς, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα διαβάζοντας (και μελετώντας) το παρόν συγκλονιστικό πολυφωνικό του μυθιστόρημα που ευτυχώς βρήκε θέση στα χέρια και στην καρδιά μας το φετινό καλοκαίρι, κι ήρθε να μας συγκινήσει, να μας προβληματίσει και  να μας γδάρει -κυριολεκτικά- με τον ωμό ρεαλισμό του. Δυνατό σαν γροθιά στο στομάχι και ταυτόχρονα φτιαγμένο με απαράμιλλη τρυφερότητα, σκληρό και σαγηνευτικό με μια θλιβερή λάμψη, με μια ιστορία σπαρακτική για τις αδιέξοδες ανθρώπινες σχέσεις, για τις φιλίες και τις απότομες κλειστές στροφές τους, για τις εμμονές και τους εθισμούς, για την αδυναμία να πραγματοποιήσει κανείς ακόμα και τα πιο μικρά του όνειρα, για την αθωότητα που ντύνεται το μαύρο ρούχο της ενοχής, για το παρελθόν που σαν δηλητήριο πέφτει σταγόνα σταγόνα στη φλέβα του παρόντος, για τα λίγα και τα πάντα που είναι ένα τίποτα. Έτσι όπως αρχίζει η ιστορία εδώ, στο «Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές».

   «Τελικά δε συνέβη τίποτα. Όλες οι ζωές που ήμασταν σίγουροι πως θα ζήσουμε. Όλη η ελευθερία και το πάθος. Δε συνέβη τίποτα».

Πολυφωνικό και πολυεπίπεδο, με πέντε πρόσωπα να περιστρέφονται σε ένα καρουζέλ θαμπού φωτός και σκοταδιού. Ο Ράιαν, ο Όλι, ο Κόνορ, ο Πάτρικ και η Σιβ είναι οι πέντε πρωταγωνιστές οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλο -ανά κεφάλαιο- παίρνουν το λόγο και, μπροστά σε έναν αόρατο ακροατή ή σ’ ένα κινηματογραφικό φακό – υποκειμενικό (που ζουμάρει στον μέσα αθέατο κόσμο τους , στα βλέφαρά τους που ανοιγοκλείνουν νευρικά, στα χέρια τους που κάνουν αμηχανους σχηματισμούς και μένουν να κρέμονται μετέωρα, στα ανεπαίσθητα τσακίσματα του προσώπου και της φωνής τους) υφαίνουν με κάθε πρωτοπρόσωπη αφήγησή τους ένα πυκνό ιστό γεμάτο ρωγμές, μυστικά, λόγια ανείπωτα, ναυαγισμένες επιθυμίες. Κοινοί κάποτε οι δρόμοι τους: μαζί μεγάλωσαν στην ίδια εργατική συνοικία, μαζί έπαιξαν, μαζί είδαν κτίρια να υψώνονται και να γκρεμίζονται, μαζί ονειρεύτηκαν, κέρδισαν κι έχασαν, κι ύστερα οι δρόμοι τους χώρισαν, κι ας ζούσαν στην ίδια περιοχή. Ο φόβος τους μη γίνουν σαν τους άλλους, μη μοιάσουν στους γονείς τους, το όνειρό τους να γίνουν άλλοι, ελεύθεροι. Γύρω τους τα κτίρια να πέφτουν σαν χιόνι σε εφιάλτη.

Το χθες και το σήμερα στην ίδια βόλτα, ο χρόνος ενδιάμεσα κι οι τύψεις, τα λάθη και τα πάθη κι οι ματαιώσεις, όσα δεν ειπώθηκαν, όσα υπονοήθηκαν, όσα συνέβησαν και συμβαίνουν και θα συμβούν και θα φέρουν τη διάλυση και την τραγωδία. Η χαμένη τους πίστη κι ένα κυνήγι για τη ζωή. Κι οι δρόμοι τους, οι σκέψεις τους, οι πράξεις τους πάνω σε συντρίμμια θεσμών, επιλογών και πόθων, κάτω απ’ τον γκρίζο ουρανό κι εντός μιας νύχτας μ’ άστρα στην ομίχλη. Εκτός από τον Ράιαν που στάθηκε οικονομικά πιο τυχερός κερδίζοντας χρήματα παίζοντας τζόγο στο ίντερνετ και που έφυγε για ένα διάστημα από τη συνοικία (για να ξαναγυρίσει αργότερα, παλεύοντας να σβήσει από μέσα του το παρελθόν, ένα μυστικό που θα ανοίξει νέες πληγές και μια εικόνα που τον στοιχειώνει), όλοι οι υπόλοιποι έχουν παραμείνει ριζωμένοι στην μικρή τους εργατική πόλη: ο Πάτρικ τελείωσε το πανεπιστήμιο, είναι παντρεμένος με την Σιβ και έχουν αποκτήσει δύο κόρες, εργάζεται ως διανομέας φαγητού, έχει οικολογικές και πολιτικές ανησυχίες, συχνά παίζει με τις ιδέες της μαρξιστικής θεωρίας. Με τη Σιβ, ερωτευμένοι από παιδιά, ζουν σε μια χρυσαφένια φυλακή ρουτίνας , οικονομικής αβεβαιότητας και υποχρεώσεων. Ο ονειροπόλος Όλι είναι διακινητής ναρκωτικών και εθισμένος στις ουσίες, ψάχνει να βρει το δρόμο του μεταξύ φαντασίας και θολής πραγματικότητας.

Και ο Κόνορ που ασχολείται με οικοδομικές εργασίες, με έναν υπόκωφο θυμό εντός του (για τον εαυτό του, για τον κόσμο, για όσα δεν έγιναν), με μια δυσκαμψία στη συμπεριφορά και στην τρυφερότητα, συναισθηματικά αδέξιος,  συζεί με τη Σόφι και έχει μαζί της ένα μικρό γιό. Δουλεύει πολλές ώρες γιατί εκτός δουλειάς δεν ξέρει τι να κάνει με τον εαυτό του. Θα ζητήσει οικονομική βοήθεια από τον Ράιαν προκειμένου να βάλει σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο κατασκευαστικό σχέδιο.

Οι τέσσερις άντρες συναντιούνται με αφορμή τα γενέθλια του ενός. Όχι ίδιοι πια, όχι όπως παιδιά. Τώρα πια στα 30 τους έχουν βιώσει ήδη  αρκετές απογοητεύσεις, τα όνειρά τους δεν τους βγήκαν, ήρθαν αντιμέτωποι με την οικονομική κρίση και το καπιταλιστικό σύστημα, έγιναν αυτό που έτρεμαν να γίνουν και κρατώντας μια μικρή αχτίδα ελπίδας αναμετριούνται με σφάλματα, σιωπές και ήττες. Δεν μιλάνε μεταξύ τους σε σαφή πραγματικό χρόνο, οι χαμηλόφωνοι -με αθόρυβο σπινθήρα- διάλογοί τους εντάσσονται μέσα στους εσωτερικούς τους μονολόγους και συνυφαίνονται με συλλογισμούς. Αφηγούνται ουσιαστικά την πλοκή που προκύπτει απ’ τις επικαλυπτόμενες εμπλοκές τους γύρω από ένα εργοτάξιο και στους δρόμους που ενώνονται. Οι πέντε τους, χωριστά στους χωριστούς μονολόγους, χορεύουν μαζί πάνω σε σπασμένα γυαλιά και σκόρπια σίδερα μέχρι τον τελευταίο χορό της πτώσης. Οι κοινές τους ανάσες μυρίζουν αλκοόλ, οι αφηγήσεις τους έχουν μια πικρή μεταλλική γεύση και χτίζονται με κοφτές  προτάσεις,  οδηγούν και οδηγούνται σε ένα τίποτα, θυμίζουν την ομορφιά ενός κτιρίου που φλέγεται, έχουν μια αίσθηση καταστροφής και συγκρατημένης βίας, κουβαλάνε ολόκληρο το ανθρώπινο χάος και την έλλειψη θάρρους να δράσουν, να ξεφύγουν, να προλάβουν, να κάνουν τον πάγο κομμάτια, να σώσουν, να σωθούν, να σκοτώσουν τον φόβο και τους φόβους, ν’ αρπάξουν τη ζωή που συμβαίνει όπως συμβαίνει, να χτίσουν απ’ την αρχή ένα νέο κόσμο, να φυτέψουν σπόρο και να ανθίσει ζωή μέσα από τις στάχτες.

    «….δύσκολο να βλέπεις το μέρος που ζεις, και τους ανθρώπους σ’ αυτό το μέρος, τους θορύβους και τις μυρωδιές και τις συνήθειες κι εσύ να μπορέσεις να σκεφτείς….σε λίγο τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είναι εδώ. Στο τέλος όλα είναι μόνο χρόνος, και χτίσιμο, και γκρέμισμα, και μελανιές κι επούλωση.» (σελ. 146 – Πάτρικ )

Κι ενώ ο σπινθήρας των αφηγήσεων βγάζει οξύ ήχο, ένας εκ των πέντε αποφασίζει να εγκαταλείψει αυτόν τον μάταιο κόσμο αυτοκτονώντας κι ο θάνατος αυτός μεμιάς αρπάζει και βυθίζει σε μαύρα νερά την τελευταία αχτίδα ελπίδας των υπολοίπων. Που, ναι. Συνεχίζουν τη ζωή τους. Ναι. Με μια υπόσχεση βαριάς λύτρωσης. Τσακισμένοι προσπαθούν να παραμείνουν στη ζωή όπως εκείνη συνεχίζεται ακόμα κι όταν τριγύρω κτίρια πέφτουν σαν αστραπές.   Η Νατάσα Σίδερη κατέθεσε μια εξαίρετη μετάφραση απολύτως πιστή στη γλωσσική ευστροφία, την άρτια τεχνική και στο σατανικό παιχνίδι μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας του Γκόνταρντ, ενός συγγραφέα – αποκάλυψη, δημιουργού αυτού του  αριστουργηματικού μυθιστορήματος που αποτελεί μια από τις πιο δυνατές στιγμές της σύγχρονης βρετανικής πεζογραφίας και μια από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές εκπλήξεις της φετινής εγχώριας εκδοτικής περιόδου.

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Υποδειγματικό υπαρξιακό νουάρ από τον «Νονό» της βρετανικής σκηνής

Βιβλίο: Ο Πωλ Λαφάργκ και η πολιτική της οικογένειας

Βιβλίο: Λογοτεχνία στην άκρη της πτώσης

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 07.11.2025 11:06
Exit mobile version