H αλήθεια για τη λειψυδρία, στην Ελλάδα - οι ανησυχίες και οι λύσεις που χάνονται στη γραφειοκρατία
Μπορεί η Πάτμος, η Λέρος, το Μεγανήσι και η Αττική να κηρύχτηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη λειψυδρία, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, σύμφωνα με τον κ. Παναγιώτη Σαμπατακάκη, Διευθυντή Υδατικών Πόρων & Γεωθερμίας της ΕΑΓΜΕ και διδάκτορα Υδρογεωλογίας του Πανεπιστημίου Μπολόνιας, ο οποίος μίλησε στο topontiki για το θέμα που απασχολεί το πανελλήνιο.
Η πρόσφατη ανησυχία γύρω από ανακοινώσεις περί λειψυδρίας σε Πάτμο, Λέρο και άλλους δήμους έχει παρερμηνευτεί, εξηγεί ο κ. Σαμπατακάκης. «Δεν πρόκειται για περιοχές που «στερεύουν», αλλά για δήμους οι οποίοι εντάχθηκαν σε ένα ειδικό καθεστώς ώστε να επιταχυνθούν υδρογεωλογικά έργα μέσω μειωμένης γραφειοκρατίας και προτεραιότητας στη χρηματοδότηση. Ουσιαστικά, αυτή η κατηγοριοποίηση δεν σημαίνει πανικό, αλλά διευκόλυνση. Μια διαδικασία που θα έπρεπε να ισχύει εδώ και χρόνια, ώστε να αποφεύγονται οι σημερινές πιεστικές καταστάσεις».
Το μεγάλο πρόβλημα, υπογραμμίζει, δεν είναι οι ποσότητες νερού που διαθέτει η χώρα αλλά ο τρόπος που υλοποιεί τα έργα της. «Ένα μεγάλο υδροδοτικό έργο στην Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί πάνω από δέκα χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί—ο Εύηνος, ένα από τα εμβληματικότερα έργα, χρειάστηκε περίπου 12 χρόνια, και αυτό θεωρείται “γρήγορο“. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν έργα που ολοκληρώθηκαν αλλά δεν λειτούργησαν ποτέ, όπως φράγματα στη Χίο, οδηγώντας σε μια σκανδαλώδη σπατάλη πόρων. Αυτό το χρόνιο παθογενές πλαίσιο επιμένει, γιατί κάθε πολιτική αλλαγή συχνά σημαίνει και μηδενισμό του μετρητή, χωρίς συνέχεια ή συνέπεια».
Η ευθύνη, ωστόσο, δεν βαραίνει μόνο την πολιτική εξουσία. Ο κ. Σαμπατακάκης επισημαίνει ότι το πρόβλημα είναι συλλογικό: επιστήμονες που μιλούν εκτός πεδίου αρμοδιότητας και καταλήγουν σε αντικρουόμενες αναλύσεις, τεχνικοί που δεν συντονίζονται, πολιτικοί που ζητούν γρήγορες απαντήσεις αλλά χωρίς επιστημονική καθοδήγηση, και τοπικοί φορείς που συχνά «φουσκώνουν» τα στοιχεία που στέλνουν στην Πολιτεία ή την Ευρωπαϊκή Ένωση για να ενταχθούν σε χρηματοδοτικά προγράμματα. «Έτσι, δημιουργείται ένα σύστημα που δεν αποτυπώνει την πραγματική εικόνα των αναγκών», αναφέρει.
Δεν διψάει η Ελλάδα
Σε αυτό το πλαίσιο αναπαράγεται και ο μύθος ότι «η Ελλάδα θα διψάσει». Ο κ. Σαμπατακάκης είναι ξεκάθαρος: «η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από υδροδοτική κατάρρευση. Το 83% του νερού πηγαίνει στην άρδευση και λιγότερο από 10% στην ύδρευση. Αυτό σημαίνει ότι, σε περιόδους ανάγκης, ακόμη και μια περιορισμένη επίταξη αρδευτικών γεωτρήσεων για λίγες ώρες την ημέρα μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες ύδρευσης χωρίς σοβαρή επίπτωση στην αγροτική παραγωγή. Τα υπόγεια νερά, τα οποία παρακολουθούνται συστηματικά από το 1972, παραμένουν ο σταθερός «πυλώνας» της υδροδότησης της χώρας, ακόμη και σε χρονιές μειωμένων χιονοπτώσεων και ακανόνιστων βροχοπτώσεων».
Το κεντρικό πρόβλημα και η ουσιαστική λύση δεν βρίσκεται σε μεγαλεπήβολα έργα, αλλά στη διαχείριση. «Κακή διαχείριση των καταναλώσεων, της άρδευσης και των υφιστάμενων δικτύων, απουσία αποκεντρωμένων, στελεχωμένων υπηρεσιών, έλλειψη ελέγχου στην αγροτική χρήση νερού. έργα που σχεδιάζονται με λάθος προτεραιότητες. Η Ελλάδα διαθέτει τους πόρους, της λείπει όμως το σύστημα» επισημαίνει.
Σύμφωνα με τον υδρογεωλόγο υπάρχουν προτάσεις που μπορούν να δώσουν λύση. Αυτές είναι τα μικρά φράγματα και οι τοπικοί ταμιευτήρες. «Η γεωμορφολογία της χώρας καθιστά ιδανική τη δημιουργία μικρών, ευέλικτων έργων που συγκρατούν το νερό από τις έντονες, απότομες βροχοπτώσεις του νέου κλιματικού καθεστώτος. Αυτά τα έργα ολοκληρώνονται γρήγορα, κοστίζουν λιγότερο, αποδίδουν άμεσα, και μπορούν να υδροδοτήσουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις με φυσική ροή. Αν είχαν προωθηθεί από τη δεκαετία του 1990, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα προειδοποιητικά σημάδια, σήμερα το πρόβλημα θα ήταν πολύ μικρότερο».
Προσθέτει επίσης ότι οι ανάγκες κάθε περιοχής είναι συγκεκριμένες και διαφορετικές. «Η Λακωνία, η Μεσσηνία, η Μάνη, οι νησιωτικοί δήμοι έχουν ξεχωριστές απαιτήσεις που δεν λύνονται με οριζόντιες πολιτικές ή με υπερβολικά στοιχεία τα οποία παραπλανούν τους χρηματοδότες. Το ζητούμενο είναι ένας ειλικρινής διάλογος, πραγματικά δεδομένα και πολιτική συνέχεια μακριά από πρόσκαιρες επικοινωνιακές ανάγκες».
Παρά τα προβλήματα, ο κ. Σαμπατακάκης παραμένει αισιόδοξος. «Η Ελλάδα διαθέτει νερό, υπόγειο και επιφανειακό. Διαθέτει τεχνογνωσία και φυσικές δυνατότητες. Αυτό που χρειάζεται είναι μια σοβαρή, σταθερή πολιτική διαχείρισης, έργα μικρής κλίμακας που δίνουν άμεσα αποτελέσματα και μια κοινή φωνή από πολιτεία και επιστημονική κοινότητα».
Διαβάστε επίσης
Συναγερμός για τη λειψυδρία: Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης κηρύχθηκαν Αττική και Μεγανήσι Λευκάδας