search
ΔΕΥΤΕΡΑ 15.12.2025 12:15
MENU CLOSE

Αντάρτες πόλεων και ποινικοί στην Ιταλία του ‘70

22.08.2010 05:28
Αντάρτες πόλεων και ποινικοί στην Ιταλία του ‘70 - Media

(ΜΕΡΟΣ Β’)

Ερυθρές Ταξιαρχίες και Καμόρα

Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε, στη συνοπτική αυτή έκθεση, με τις πολύπλοκες σχέσεις των ένοπλων οργανώσεων με τον χώρο του κοινού εγκλήματος. Υπήρξε όμως στην ιταλική εμπειρία και μια διάσταση πολύ πιο σημαντική κι ενδιαφέρουσα. Ήταν εκείνη των σχέσεων μιας πτέρυγας των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα και πιο συγκεκριμένα με την Καμόρα της Νάπολης.

(ΜΕΡΟΣ Β’)

Ερυθρές Ταξιαρχίες και Καμόρα

Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε, στη συνοπτική αυτή έκθεση, με τις πολύπλοκες σχέσεις των ένοπλων οργανώσεων με τον χώρο του κοινού εγκλήματος. Υπήρξε όμως στην ιταλική εμπειρία και μια διάσταση πολύ πιο σημαντική κι ενδιαφέρουσα. Ήταν εκείνη των σχέσεων μιας πτέρυγας των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα και πιο συγκεκριμένα με την Καμόρα της Νάπολης.

Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι το κυριότερο εμπόδιο στη διείσδυση του ένοπλου κόμματος στον ιταλικό Νότο ήταν η αντιπαλότητα της μαφίας, που δύσκολα ανεχόταν τη δραστηριότητα ακόμη και των νόμιμων οργανώσεων της Αριστεράς, όπως αποδεικνύουν οι δολοφονίες από την Κόζα Νόστρα του βουλευτή Πίο Λα Τόρε, γραμματέα της οργάνωσης Σικελίας του Ιταλικού Κ.Κ., και αργότερα του Πεπίνο Ιμπαστάτο, στελέχους της Προλεταριακής Δημοκρατίας.

Η σικελική Κόζα Νόστρα, η Ντράνγκετα (από την ελληνική λέξη «Ανδραγαθία») της Καλαβρίας και η Καμόρα της Νάπολης ήταν οργανώσεις βαθύτατα αντικομμουνιστικές και στενότατα συνδεδεμένες με τα κυβερνητικά κόμματα, κυρίως με τη Χριστιανοδημοκρατία. Είναι γνωστή και δικαστικώς εξακριβωμένη, εξ άλλου, η ενεργοποίηση της μαφίας κατά τη διάρκεια της απαγωγής από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο, την άνοιξη του 1978.

Η ηγεσία της μαφίας είχε δραστηριοποιηθεί για να ανακαλύψει τη μυστική «φυλακή του λαού», όπου κρατούνταν ο όμηρος και, σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε μάλλον καταφέρει να εντοπίσει την πιο σημαντική γιάφκα των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Ρώμη. Σύμφωνα με πολυάριθμους ανανήψαντες μαφιόζους, οι έρευνες της μαφίας διεκόπησαν κατόπιν νέων εντολών της χριστιανοδημοκρατικής ηγεσίας, που δεν ενδιαφερόταν πλέον για τη σωτηρία του ομήρου.

Η ανάπτυξη των σχέσεων όμως των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα αφορά την περίοδο που ακολουθεί την απαγωγή και την εκτέλεση του Μόρο και είναι έργο του Τζοβάνι Σεντζάνι, με τη θεωρητική κάλυψη της ιστορικής ηγεσίας από τη φυλακή.

Η πολιτική αποτυχία της επιχείρησης Μόρο τροφοδότησε φυγόκεντρες τάσεις και προκάλεσε έντονες εσωκομματικές διαμάχες στους κόλπους των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η πολιτική αυτή κρίση τελικά οδήγησε, στις αρχές του 1980, στην απόφαση του υπεύθυνου επιμελητείας Ρομπέρτο Πέτσι να ανανήψει μόλις λίγους μήνες μετά τη σύλληψή του και να επιφέρει σοβαρότατο πλήγμα στην οργάνωση. Το ογκώδες κύμα συλλήψεων διευκόλυνε την ανάδειξη στην ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών του Τζοβάνι Σεντζάνι.

Οι δύο ηγεσίες των Ερυθρών Ταξιαρχιών

Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Πίζας, ο Σεντζάνι υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία ο μεγαλύτερος εμπειρογνώμονας της Ιταλίας σε θέματα που αφορούσαν τις φυλακές. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη του γι’ αυτές αποτελούσε μέχρι το 1979 διδακτικό εγχειρίδιο στη σχολή ειδίκευσης αξιωματικών του σώματος δεσμοφυλάκων, ενώ ο ίδιος συνεργαζόταν σε τακτική βάση με το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Ο Σεντζάνι ήταν ήδη μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο, αλλά παραμένει ομιχλώδης ο ακριβής ρόλος του [σημ. 11]. Συνελήφθη το 1978 με την κατηγορία ότι υπέθαλψε καταζητούμενο ερυθροταξιαρχίτη, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του. Το επόμενο έτος αποφυλακίστηκε και πέρασε στην παρανομία.

Ένα από τα πρώτα μελήματα του Σεντζάνι, μέλους πλέον του εκτελεστικού οργάνου των Ερυθρών Ταξιαρχιών και υπεύθυνου για το «Μέτωπο των Φυλακών», ήταν να οργανώσει, για πρώτη φορά, μια Φάλαγγα της οργάνωσης στην Νάπολη. Στην προσπάθειά του αυτή είχε την πλήρη υποστήριξη της ιστορικής ηγετικής ομάδας στη φυλακή (Ρενάτο Κούρτσο, Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι κ.ά.), που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει ένα ογκώδες πολιτικό ντοκουμέντο με τίτλο «Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής».

Η φυλακισμένη ιστορική ηγεσία ήταν σε ρήξη με την εκτός φυλακής ηγεσία της οργάνωσης, εκπροσωπούμενη από τον Μάριο Μορέτι. Η διαφωνία ξεκινούσε από τους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο και τον υποβαθμισμένο ρόλο που έπαιξε στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία η φυλακισμένη ηγεσία. Παράλληλα, οι φυλακισμένοι ηγέτες κατηγόρησαν τους ελεύθερους συντρόφους ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν σχέδια για την απόδρασή τους.

Ο Μορέτι, πιεσμένος από τα σοβαρά οργανωτικά προβλήματα που δημιούργησε η λιποταξία του Πέτσι, δεν μπόρεσε να δώσει καθησυχαστικές απαντήσεις και γρήγορα η διαμάχη επεκτάθηκε σε θέματα γενικότερης στρατηγικής.

Στο «Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής» οι φυλακισμένοι ηγέτες προσπάθησαν να αναθεωρήσουν την ανάλυση της κοινωνίας που έκανε η ελεύθερη ηγεσία της οργάνωσης και να αμφισβητήσουν τη στρατηγική του «πλήγματος στην καρδιά του κράτους» που είχε χαρακτηρίσει την επιχείρηση Μόρο. Γι’ αυτό έδωσαν έμφαση στον «κεντρικό ρόλο της φυλακής» στη νέα στρατηγική της ένοπλης πάλης.

Η κεντρικότητα αυτή, ισχυρίστηκε η φυλακισμένη ηγεσία, δεν προέκυπτε μόνο από τους εκατοντάδες τρομοκράτες που φυλακίστηκαν μετά τις αποκαλύψεις του Πέτσι, αλλά είχε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα: η αναδιοργάνωση του συστήματος παραγωγής εξωθούσε στο περιθώριο μεγάλες μάζες εργαζομένων, καθιστώντας το «περιθωριακό προλεταριάτο» κεντρικό υποκείμενο της επαναστατικής δράσης.

Λίγους μήνες αργότερα η ιστορική ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών έκανε ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δημοσιεύοντας ένα δεύτερο βιβλίο επάνω στο ίδιο θέμα, με τίτλο «Το Δέντρο της Αμαρτίας». Στο κείμενο αυτό, για πρώτη φορά, οι φυλακισμένοι ηγέτες άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο «τακτικών συμμαχιών» με το οργανωμένο έγκλημα, με στόχο να αναδειχτούν στα μάτια του προλεταριάτου η αντίθεση ανάμεσα στην «ανατρεπτική πρακτική» των μαφιόζικων οργανώσεων και τη συνεργασία της ηγεσίας τους με το πολιτικό κατεστημένο.

Στις προθέσεις των συγγραφέων, η νέα τακτική σκόπευε στο να περιορίσει τη στρατολόγηση που οι μαφιόζικες οργανώσεις προωθούσαν μέσα κι έξω από τις φυλακές, ευνοώντας αντίθετα την ένοπλη στράτευση.

Η επιρροή του Σεντζάνι στη διαμόρφωση των αντιλήψεων αυτών είναι εμφανής. Ο τρομοκράτης καθηγητής ερμήνευσε ορθά τη δημοσίευση των δύο κειμένων ως σαφή τοποθέτηση της ιστορικής ηγεσίας με το μέρος του, στην εσωκομματική διαμάχη του με τον Μορέτι, που κατηγορείτο για «μιλιταρισμό».

Σε συνέπεια με τις νέες υποδείξεις της ιστορικής ηγεσίας, η Φάλαγγα Νάπολης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, εξ ολοκλήρου ελεγχόμενη από τον Σεντζάνι, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ο στόχος ήταν ο χριστιανοδημοκράτης τοπικός ηγέτης Τσίρο Τσιρίλο, υπεύθυνος ανοικοδόμησης της περιφερειακής κυβέρνησης Καμπανίας. Ουσιαστικά ο Τσιρίλο ήταν ο άνθρωπος που χειριζόταν τις ογκώδεις χρηματοδοτήσεις της κεντρικής κυβέρνησης για την ανοικοδόμηση της Νάπολης, μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1980.

Ο Τσιρίλο απήχθη από κομάντο τρομοκρατών στις 27 Απριλίου 1981 στην Τόρε ντελ Γκρέκο, στα περίχωρα της Νάπολης. Λίγους μήνες πριν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν απαγάγει στη Ρώμη τον υπεύθυνο για τις φυλακές του υπουργείου Δικαιοσύνης, τον δικαστικό Τζοβάνι Ντ’ Ούρσο.

Η απαγωγή του Ντ’ Ούρσο ήταν η τελευταία ενέργεια των ενιαίων Ερυθρών Ταξιαρχιών πριν από τη διάσπαση και συνδυάστηκε με μεγάλη εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές εξαιρετικής ασφαλείας στο Πάλμι, όπου είχε μεταφερθεί η ιστορική ηγεσία της τρομοκρατικής οργάνωσης. Η εξέγερση κατεστάλη βάρβαρα από τις ειδικές δυνάμεις των καραμπινιέρων, ενώ ο Ντ΄ Ούρσο αφέθηκε ελεύθερος μετά από πολλούς μήνες, αφού ικανοποιήθηκαν τα πολιτικά αιτήματα των απαγωγέων.

Διαφορετική ήταν η εξέλιξη της απαγωγής Τσιρίλο. Η χριστιανοδημοκρατική ηγεσία, αμέσως την επομένη της απαγωγής του, θεώρησε ότι ο Τσιρίλο ήταν αναντικατάστατος άξονας στην εύθραυστη πολιτική ισορροπία μεταξύ κυβερνητικών κομμάτων και οργανωμένου εγκλήματος για την κατανομή των κονδυλίων για την ανοικοδόμηση. Η ενδεχόμενη απώλειά του θα προκαλούσε πραγματικό σεισμό σε πανιταλικό επίπεδο κι αποφάσισε να πράξει ό,τι δεν είχε πράξει κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο: να ξεκινήσει δηλαδή διαπραγματεύσεις, μέσω των μυστικών υπηρεσιών, με τους απαγωγείς για την απελευθέρωσή του.

Μεσάζων στις διαπραγματεύσεις αυτές ορίστηκε ο Ραφαέλε Κούτολο, ο φυλακισμένος αρχηγός της μαφιόζικης οργάνωσης Νέα Οργανωμένη Καμόρα – NCO. Ο Κούτολο θεώρησε ότι η διαμεσολάβησή του αποτελούσε χρυσή ευκαιρία για να ενισχύσει την οργάνωσή του, που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με άλλη μαφιόζικη συμμορία της Νάπολης, τη Νέα Οικογένεια, επικεφαλής της οποίας ήταν μια γυναίκα, η Πουπέλα Μαρέσκα. Γι’ αυτόν τον λόγο ενεργοποιήθηκε χωρίς χρονοτριβή, μέσα κι έξω από τις φυλακές, και ήρθε γρήγορα σε επαφή με τη φράξια Σεντζάνι.

Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μυστικά και ακόμη μέχρι και σήμερα πολλές πτυχές τους παραμένουν άγνωστες. Ο Κούτολο απαίτησε κι εξασφάλισε από τη Χριστιανοδημοκρατία τον έλεγχο μεγάλου μέρους του κονδυλίου για την ανοικοδόμηση της Νάπολης, καθώς και τη μεταφορά του στη φυλακή της Νάπολης.

Στους τρομοκράτες, ο αρχηγός της Καμόρα προσέφερε πέντε δισ. λιρέτες, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για πολιτικούς και αστυνομικούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα ώστε να εξουδετερωθεί ο ενοχλητικός αρχηγός της ομάδας άμεσης δράσης της αστυνομίας της Νάπολης. Παρόλο που ο αστυνόμος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με θέματα τρομοκρατίας, η Φάλαγγα Νάπολης αποδέχτηκε τις υποδείξεις της Καμόρα και τον εξετέλεσε κατά τη διάρκεια της απαγωγής Τσιρίλο.

Ο Σετζάνι αποδέχτηκε τελικά την προσφορά του Κούτολο και ο Τσιρίλο απελευθερώθηκε στις 24 Ιουλίου 1981. Ο τρομοκράτης ηγέτης μίλησε για «σημαντική νίκη», αφού ο όμηρος «αποκάλυψε στην ανάκριση το υπόγειο σύστημα εξουσίας της Χριστιανοδημοκρατίας», ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση είχε δεσμευτεί να επιτάξει 12.000 άδεια διαμερίσματα για να στεγαστούν οι σεισμόπληκτοι. Αλλά δεν είπε λέξη για τα χρηματικά οφέλη που αποκόμισε η οργάνωση χάρη στη συνεργασία της με τη μαφία. Αντιθέτως, μάλιστα, ο ρόλος της Καμόρα στην απελευθέρωση του ομήρου καλύφθηκε επιμελώς απ’ όλους τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης.

Ο Τσιρίλο, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, απήχθη ξανά από άνδρες των μυστικών υπηρεσιών και παρέμεινε έγκλειστος στην κατοικία του. Ο υπαρχηγός του Κούτολο, Φραντσέσκο Καζίλο, που κρατούσε τις επαφές με τις μυστικές υπηρεσίες, ανατινάχθηκε στον αέρα. Ο ίδιος ο Μορέτι, που είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την κατάληξη της υπόθεσης Τσιρίλο, δέχτηκε δολοφονική επίθεση στη φυλακή από πληρωμένο δολοφόνο. Ο Μορέτι είχε στο μεταξύ πέσει στα χέρια της αστυνομίας στις 4 Απριλίου στο Μιλάνο, ενώ προσπαθούσε να στρατολογήσει τοξικομανείς και ανθρώπους του υποκόσμου.

Φαινομενικά η συνεργασία του Σεντζάνι με τη μαφία της Νάπολης είχε αποτέλεσμα να εξασφαλίσει τον έλεγχο της τρομοκρατικής οργάνωσης, την οποία – για να υπογραμμίσει τη ρήξη με το «μιλιταριστικό» παρελθόν – μετονόμασε σε Ερυθρές Ταξιαρχίες – Κόμμα του Αντάρτικου. Οι εναπομείναντες ερυθροταξιαρχίτες, που δεν συμφωνούσαν με τις θέσεις του Σεντζάνι, διασπάστηκαν με τη σειρά τους και σε σύντομο χρονικό διάστημα έπαψαν να υφίστανται.

Οι ανανήψαντες

Στην πραγματικότητα η συνεργασία με τη μαφιόζικη οργάνωση αποδείχτηκε μοιραία και για την πολιτική συνοχή του Κόμματος του Αντάρτικου. Πρακτικές ευρύτατα διαδεδομένες στο οργανωμένο έγκλημα άρχισαν να υιοθετούνται από τους τρομοκράτες, αυξάνοντας την απόσταση ανάμεσα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την κοινωνική βάση στην οποία απευθύνονταν. Αυτό έγινε σαφές με την αμέσως επόμενη επιχείρηση που πραγματοποίησε η ομάδα του Σεντζάνι: την απαγωγή του Ρομπέρτο Πέτσι, αδελφού του ανανήψαντος ερυθροταξιαρχίτη Πατρίτσιο.

Ο Ρομπέρτο Πέτσι είχε χρηματίσει για σύντομο χρονικό διάστημα μέλος της οργάνωσης στην πόλη Σαν Μπενεντέτο, αλλά ήδη την επομένη της επιχείρησης Μόρο είχε εγκαταλείψει την ένοπλη δράση. Η απαγωγή του εντάχθηκε στο πλαίσιο της εκστρατείας του Κόμματος του Αντάρτικου εναντίον των ανανηψάντων τρομοκρατών. Επειδή όμως ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί η επίθεση εναντίον όχι του ίδιου του «προδότη», αλλά ενός συγγενή του, ο Σεντζάνι φρόντισε να κατασκευάσει ολόκληρη θεωρία.

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο Ρομπέρτο ήταν συνυπεύθυνος της «προδοσίας» του Πατρίτσιο, αφού συνεργάστηκε με τους καραμπινιέρους για να ασκήσει πίεση στον συλληφθέντα ώστε να αποκαλύψει τα μυστικά της οργάνωσης. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν εντελώς αβάσιμος, όπως ήταν ήδη γνωστό την εποχή της απαγωγής, αλλά έπρεπε να καλύψει την καθαρά μαφιόζικη πρακτική να πλήττονται συγγενείς του «προδότη». Τελικά, ο Ρομπέρτο Πέτσι εκτελέστηκε σε σκουπιδότοπο στα περίχωρα της Ρώμης. Η εκτέλεσή του μαγνητοσκοπήθηκε σε βίντεο, με επαναστατικά εμβατήρια ως ηχητική υπόκρουση.

Η εκστρατεία εναντίον των ανανηψάντων γρήγορα μεταφέρθηκε στις φυλακές, καθώς στις αρχές του 1982 και ο Σεντζάνι έπεσε στα χέρια της αστυνομίας. Η σύλληψη του ηγέτη σήμανε και το τέλος του Κόμματος του Αντάρτικου, το οποίο όμως από καιρό βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Ιδιαίτερα στη Νάπολη, η συνύπαρξη με την Καμόρα είχε διαλυτική επιρροή στους τρομοκράτες. Σημαντικά στελέχη έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας, μάλλον χάρη σε πληροφοριοδότες του υποκόσμου. Ορισμένα στελέχη εξαφανίστηκαν με μέρος από τα 5 δισ. που εισπράχτηκαν ως λύτρα για την απαγωγή Τσιρίλο, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις τρομοκρατών που προσχώρησαν στη μαφία.

Στις φυλακές γρήγορα η κατάσταση έγινε εφιαλτική. Και το Κόμμα του Αντάρτικου και η Καμόρα του Κούτολο ανέλαβαν εκστρατεία εκφοβισμού των φυλακισμένων μελών τους που θεωρούνται ύποπτοι «προδοσίας». Εκατοντάδες κρατούμενοι ξυλοκοπήθηκαν και ορισμένοι δολοφονήθηκαν [σημ. 12]. Η εκστρατεία αυτή δεν μπόρεσε όμως να σταματήσει το μεγάλο κύμα ανανηψάντων τρομοκρατών, που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στις ένοπλες οργανώσεις της Ιταλίας.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Καμόρα, αφού γρήγορα θεσπίστηκε νομοθεσία που ευνοούσε τη «μεταμέλεια» όχι μόνον των τρομοκρατών, αλλά και των μαφιόζων. Τόσο η οργάνωση του Κούτολο όσο και η αντίπαλη Νέα Οικογένεια υπέκυψαν κάτω από τα πλήγματα της αστυνομίας και στη θέση τους αναδείχτηκαν νέες εγκληματικές οργανώσεις.

Από αυτή την αναγκαστικά συνοπτική θεώρηση των σχέσεων των ιταλικών ενόπλων οργανώσεων με τον χώρο του κοινού εγκλήματος μπορούν να προκύψουν κάποια συμπεράσματα.

Η ιστορική εμπειρία της Ιταλίας φαίνεται να διαψεύδει οικτρά τις όποιες προσδοκίες της Σέχτας Επαναστατών σχετικά με το «επαναστατικό δυναμικό» των ανθρώπων που κινούνται στον χώρο του κοινού εγκλήματος. Απ’ όλες τις περιπτώσεις που εξετάσαμε, σε μία μόνον περίπτωση η συνεργασία αυτή είχε ευνοϊκά για την πολιτική οργάνωση αποτελέσματα: όταν ο ποινικός αποδέχτηκε πλήρως την πολιτική πρακτική της οργάνωσης κι απλώς έθεσε την εγκληματική εμπειρία του στην υπηρεσία της στρατηγικής της.

Αυτή η πρακτική του πρωτείου της πολιτικής, εξ άλλου, δεν χαρακτήρισε μόνον τις ένοπλες οργανώσεις, αλλά και τις νόμιμες πολιτικές δυνάμεις της ιταλικής Αριστεράς που έκαναν πολιτική επέμβαση στον χώρο των φυλακών και του κοινωνικού περιθωρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η πολιτική οργάνωση βασιζόταν στο «επαναστατικό δυναμικό» του εγκληματία, τότε το εγκληματικό στοιχείο ή κυριάρχησε επί της πολιτικής πρακτικής ή οδήγησε την οργάνωση σε πολιτικό και οργανωτικό αδιέξοδο.

Ακόμη πιο καταστρεπτική υπήρξε η συνεργασία ενός συγκεκριμένου τομέα των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα.

Πράγματι, ακριβώς τη στιγμή που η ένοπλη πάλη όδευε προς τη δύση της, το οργανωμένο έγκλημα ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Ήταν η εποχή που η ηρωίνη είχε κάνει ορμητικά την είσοδό της στην ευρωπαϊκή αγορά, προσφέροντας στις διάφορες ιταλικές μαφίες μια πρωτόγνωρη πηγή πλουτισμού. Ένα κύμα φρέσκου χρήματος έκανε ορμητικά την είσοδό του στον ιταλικό Νότο, παρασύροντας τα πάντα: θεσμούς, οικονομία και κοινωνία των πολιτών.

Μέσα σε λίγα χρόνια, το ιταλικό οργανωμένο έγκλημα αναδείχτηκε ως ο πρώτος οικονομικός παράγοντας της Ιταλίας, διεισδύοντας σε νόμιμες επιχειρήσεις, σε τράπεζες και στο Χρηματιστήριο. Τα σκάνδαλα με τους μαφιόζους τραπεζίτες Μικέλε Σιντόνα και Ρομπέρτο Κάλβι το αποδεικνύουν.

Οι θεωρητικές αναλύσεις του Σεντζάνι και της ιστορικής ηγεσίας των Ερυθρών Ταξιαρχιών διαλύθηκαν σαν χιόνι στον ήλιο. Στη θέση τους δημιουργήθηκε, τη δεκαετία του ’90, ένα εκτεταμένο λαϊκό κίνημα εναντίον της μαφίας, που βρήκε ανταπόκριση σε συγκεκριμένα δικαστικά περιβάλλοντα, τα οποία εξαπέλυσαν την περίοδο 1992-1995 την εκστρατεία εναντίον της πολιτικής διαφθοράς που έγινε ευρύτερα γνωστή με την επωνυμία «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια».

Το κίνημα αυτό εντόπισε τη διασύνδεση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος ως καίρια απειλή εναντίον των δημοκρατικών θεσμών και την αρχή της νομιμότητας ως πολύτιμο εργαλείο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την καταπολέμηση εκείνου που ο Αντόνιο Γκράμσι χαρακτήρισε «ανατρεπτικό πνεύμα» της ιταλικής αστικής τάξης. Οι συνεχείς επιθέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι εναντίον των «κομμουνιστών δικαστών» αποτελούν την καλύτερη απόδειξη.

(ΜΕΡΟΣ Α’)

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΔΕΥΤΕΡΑ 15.12.2025 12:14