Το ότι «Ο γλάρος» του Τσέχοφ θεωρείται ένα από τα αγέραστα έργα της διεθνούς δραματουργίας, ένα από τα κείμενα που δεν έχουν ηλικία, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ηλικία και οι ήρωές του. Αυτοί έχουν και παραέχουν, όπως κάνει εμφανές ο συγγραφέας.
Το ότι «Ο γλάρος» του Τσέχοφ θεωρείται ένα από τα αγέραστα έργα της διεθνούς δραματουργίας, ένα από τα κείμενα που δεν έχουν ηλικία, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ηλικία και οι ήρωές του. Αυτοί έχουν και παραέχουν, όπως κάνει εμφανές ο συγγραφέας. Μάλλον όμως δεν τον έχει διαβάσει τον Τσέχωφ συγκεντρωμένη, με προσοχή, η Μαίρη Βιδάλη και μερικοί… αριθμοί τής έχουν ξεφύγει. Έτσι, τώρα που δοκιμάζει το ταλέντο της (και τις αντοχές του κοινού) στον «Γλάρο» (άμοιρο πτηνό, τι σου έμελλε να πάθεις) δεν ερμηνεύει την Αρκάντινα, η οποία είναι πιο κοντά στην ηλικία της, αλλά τη Νίνα, την ενζενί, το κορίτσι που ονειρεύεται να βγει στο θέατρο. Η αλήθεια είναι ότι στην εποχή του μπότοξ, περισσότερες είναι οι Νίνες που διαθέτει το ελληνικό θέατρο παρά οι Αρκάντινες. Όμως, ας μην γελιόμαστε: ένας σιτεμένος γλάρος, όσο και αν ξεγελάσει εμφανισιακά με τη βοήθεια καλλυντικών, πλαστικών χειρουργών, ταριχευτών κ.λπ., πολύ δύσκολα σηκώνει τα φτερά του για να πετάξει. Ειδικά όταν δεν έχει καταφέρει να πετάξει ούτε κατά τα (προ πολλού) περασμένα χρόνια της νιότης του.