ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21.11.2025 07:50
MENU CLOSE

Ένας φοιτητής. Η εστία και η έννομη τάξη… κάπου αλλού

25.03.2011 00:09

Από τον Αλέξανδρο Αλεξάκη. Το κείμενο δεν έχει υποστεί καμία επεξεργασία.

 

 

Από τον Αλέξανδρο Αλεξάκη. Το κείμενο δεν έχει υποστεί καμία επεξεργασία.

Το Ζααρμπρύγκεν είναι στο Νότιο άκρο της Γερμανίας. Έχει την τιμή να είναι η πρωτεύουσα του Ομοσπονδιακού Κρατιδίου Ζάαρ. Απ’ εκεί, επεκτείνεται το Γαλλικό έδαφος όπου ανάμεσα στις δυο χώρες για να διακρίνονται τα όρια τους, κάποτε είχαν φτιάξει, μια τσιμεντένια γραμμή, μνημειώδες μέγεθος μισαλλοδοξίας που συστήθηκε από τον Μαζινό. Μπορεί, τότε να μη πέτυχε η αποστολή του, σήμερα όμως, η περιέργεια πλημμυρίζει την περιοχή, μετά την άνοιξη προς τέρψιν όλων των ενδιαφερομένων επισκεπτών και ντόπιων. Το μόνο που διαχωρίζει σήμερα τους κατοίκους είναι οι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις τοπικού ή και ευρύτερου χαρακτήρα.

Η πόλη, μεταξύ των άλλων καμαρώνει για τον σιδηροδρομικό της σταθμό, τις άρτιες συγκοινωνίες, τις πλατείες, τις εκκλησίες και το πανεπιστήμιο.

Ο καθεδρικός ναός – Ντομ – του Αγίου Παύλου κάπου στο κέντρο δεσπόζει, με τις καμπάνες του να ακούγονται κάθε εσπερινό και κάθε Κυριακή πρωί. Το άγαλμα του Αγίου Σεβαστιανού με τα βέλη του μαρτυρίου, ευλογεί την πόλη και δίπλα ο χρυσός δίσκος του ρολογιού στο καμπαναριό κτυπά ακριβώς στις έξι το απόγευμα.

Έχει ακόμη μια τιμή, ένα ποτάμι με το ίδιο όνομα. Τόνε λένε Ζάαρ. Αυτός ο Ζάαρ, λοιπόν. διασχίζει την πόλη και αφήνει στις όχθες του πλάι ωραίες γραφικές τοποθεσίες πνιγμένες στο γρασίδι και τα δένδρα Εκεί, συγκεντρώνονται τα ακριβότερα σπίτια, οι πάπιες, τα ειδύλλια και οι ρομαντικοί που όταν βγαίνει ο ήλιος περιχαρής, ξαπλώνουν πάνω στο χορτάρι μόνοι ή με ένα βιβλίο συντροφιά.

Βεβαίως αυτά ποσώς ενδιαφέρουν τα νερά του που κυλάνε αδιάφορα ανάμεσα στις ευτυχισμένες πέτρες, τις φορέλες – όπως λένε εκεί τα ποταμίσια ψάρια – και καθρεφτίζουν το φωτισμένο τοπίο γύρω του.

Αυτό το τοπίο είδε ο κύριος Στιούαρτ Πράις και μαγεύτηκε μόλις πάτησε το πόδι του στο έδαφος κατεβαίνοντας από το τραίνο.

Ο κύριος Στιούαρτ Πράις είναι από το Σαουθάμπτον. Νέος, ήσυχος, ψηλός, γεροδεμένος και ξανθός όπως το χρώμα της μαργαρίτας ντέση στο φως του απογευματινού ήλιου στον κήπο τους. Σαν Βρετανός, παίζει ποδόσφαιρο, έχει χιούμορ, ενδιαφέρεται για τους πιγκουΐνους, τους προτεστάντες, τις κούρσες και τις αυτού εξοχότητες του Μπάκιγχαμ. Η οικογένεια του, παράγει τα περίφημα τυλιχτά σε σελοφάν «μάφυς Πράις» με σοκολάτα ή χωρίς. Στην οικογένεια, αρέσουν πολύ τα φις τσιπς και οι προσκλήσεις για δείπνο που συνδυάζουν την φιλοξενία σε εξοχική έπαυλη για γουίκεντ.

Σε μια απ’ αυτές τις προσκλήσεις έτυχε να παρευρίσκεται και ένας Γερμανός διπλωμάτης. Οι οικοδεσπότες, κατασυγκινημένοι από την παρουσία τόσο των εκλεκτών καλεσμένων όσο και του κυρίου πρέσβη -ο οποίος επιπροσθέτως, είχε και τον τίτλο του Φον, μακρινός απόγονος ενός κόμη-συνέστησαν με ενθουσιασμό τον επιφανή ξένο στο ζεύγος Πράις.

Η αυτού εξοχότης πρώτα υποκλίθηκε, ύστερα φίλησε το χέρι της κυρίας Πράις με τρυφερότητα, μετά ξίνισε τα μούτρα του από μέσα του, ενώ απ’ έξω του εξύμνησε την ομορφιά των Αγγλίδων και ιδιαιτέρως της παρούσας λαίηντη, και αφού ακολούθησαν κι άλλα τέτοια ωραία, ολοκλήρωσε τις φιλοφρονήσεις του με ένα κάλεσμα στο δικό του χάουζε, ένα σπίτι δυο ορόφων με ξύλινη επικλινή στέγη σε μια πλαγιά στο Μπαντ Ντολτς.

Από τότε, η κυρία Πράις επέβαλε νέες συνήθειες στην οικογένεια.

Τώρα, της αρέσει η μπύρα Αγγουστίνεν, τα μπρέτσχεν, τα λουκάνικα με σόουκρουτ, και βεβαίως φρόντισε ώστε ο τζούνιορ να μάθει την γλώσσα του Σίλερ και να ακούει Μπαχ.

Ο κύριος Πράις δεν πολυνοιάστηκε γι’ αυτές τις αλλαγές. Μάλλον θα λέγαμε ότι του ήταν παντελώς αδιάφορες. Πιθανόν να σκέφτηκε πως η συμβία του να περνά μια απ’ αυτές τις γνωστές ιδιοτροπίες, που κατά καιρούς εγκαθίστανται στο ξανθό κεφαλάκι της.

Ο ίδιος αν και όχι απόγονος κανενός βαρόνου ή έστω κάποιου που να φέρει τον τίτλο Σερ ούτε κ’ αν του Σεφ, όμως, καμάρωνε για κάποιους άλλου είδους οικόσημα.

Αρώματα, από τις δάφνες του χρόνου και της ιστορίας να λαμπιρίζουν στον τοίχο της βιβλιοθήκης του σπιτιού και στις σελίδες του τοπικού εβδομαδιαίου φύλλου «Τάιμς εντ Μέμορις». Ένδοξη παρακαταθήκη του προπάππου και του θείου του. Ένα ξίφος, ένας θυρεός, μια περγαμηνή στόλιζαν τις μνήμες της οικογένειας σε μια γωνιά της ειμαρμένης ντόπιας κουλτούρας. Όλα αυτά σύμβολα ακατάληπτου ενθουσιασμού των πεσόντων στο πεδίο της τιμής, απονεμηθέντα ως αναγνώριση των υπηρεσιών στην Αυτού Μεγαλειότητα. Το ένα για την εκστρατεία κατά των Ζουλού, το άλλο στον πόλεμο της Βιρμανίας, και το τρίτο, αναφορά της συμμετοχής στην ατυχή αλλά δοξασμένη εξερεύνηση του κάπτεν Σκωτ στην Ανταρκτική.

Σαν γνήσιος Βρετανός, και απόγονος τέτοιων προγόνων, ο κύριος Πράις, φροντίζει να έχει πάντα τα παπούτσια του καλογυαλισμένα, να φορά γραβάτα, το παντελόνι του να το στηρίζει με τιράντες να κρατά ομπρέλα, να πίνει τσάι Λίπτον, να αγαπάει το Κουίν Μαίρυ, τον Μπένυ Χιλ με τον οποίο διασκεδάζει συγκρατημένα, να πηγαίνει στο γήπεδο με τον υιό πλάι του σε θέση περιωπής και όταν χάνει η ομάδα του να βρίζει – καθ’ ως πρέπει – τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Ασιάτες, του Αμερικάνους και τους Κογκολέζους.

Ο Στιούαρτ κάποτε έγινε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο για σπουδές στα οικονομικά. Όταν ο νέος πληροφόρησε την οικογένεια πως θα μπορούσε σύμφωνα με το πρόγραμμα που ονομάζεται «Έρασμος» να παρακολουθήσει ένα εξάμηνο ή και περισσότερα σε μια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν η ώρα του δείπνου. Στο δείπνο αυτό παρευρίσκετο καλεσμένη – καθ’ ως πρέπει – η νεαρή φίλη Κάθρην για να γνωρίσει όλη την οικογένεια. Στην συνέχεια τους αποκάλυψε πως θέλει να αδράξει την ευκαιρία και δήλωσε μια θέση στον πίνακα των ενδιαφερομένων.

Η μητέρα ενθουσιάστηκε τόσο που έφαγε διπλή μερίδα.

Ο πατέρας, λίγο έλειψε να φάει το σερβίτσιο.

Η μις Κάθρην δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται γι’ αυτό ολοκλήρωσε ό,τι της προσεφέρθη αξιοπρεπώς.

Στον καφέ που σερβιρίστηκε στο σαλονάκι της βιβλιοθήκης, ο κύριος Πράις θεώρησε καθήκον του να αναφέρει την σκέψη του.

– Παρακαλώ. Μπορώ να έχω την προσοχή σας; Ωραία. Νεαρέ, θα πρέπει να σου θυμίσω πως η χώρα μας φημίζεται για την παιδεία της για τις άρτιες παρεχόμενες σπουδές και σ΄ αυτό κρατά τα πρωτεία της παγκοσμίως. Αυτό το αποδεικνύει η αθρόα έλευση πολλών νέων που συρρέουν στα πανεπιστήμια μας σχεδόν από όλα τα μέρη του κόσμου. Έχει γίνει πλέον μόδα, έχει καθιερωθεί μια τέτοια κατάσταση «Σπουδές στην Αγγλία» λένε και θαυμάζουν. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, εσύ, μάι ντίαρ, ένας γνήσιος ευπατρίδης, θα φύγεις για να πας σε άλλη χώρα; Είναι δυνατόν;

Ο νέος τότε θεώρησε με την σειρά του πως ήταν απαραίτητο να επιχειρηματολογήσει. – Με όλον τον σεβασμό και την πατρική στοργή που μου έχετε προσφέρει και την οποία εξακολουθώ να απολαμβάνω νυχθημερόν, επιτρέψατε μου να αναφέρω σχετικώς με τις σπουδές μας εδώ πως… Αυτά ήταν κάποτε!

Ένας ψίθυρος ξεσηκώθηκε σαν μικρός αέρας που φύσηξε μες το σπίτι. Η υπηρέτρια συγκράτησε τα τσαγερό. Ο κύριος Πράις σηκώθηκε από την θέση του, Η κυρία Πράις του έριξε μια παγωμένη ματιά γεμάτη ευγλωττία. Εκείνος, περπάτησε δυο βήματα και γύρισε στην θέση του. Ο νεαρός συνέχισε.

«Σήμερα η εκπαίδευση προσφέρεται και σε άλλες χώρες οι οποίες έχουν να επιδείξουν αξιόλογα επιτεύγματα τεχνολογίας και ουμανισμού, με διακεκριμένες προσωπικότητες βραβευμένες με Νόμπελ και άλλα συναφή βραβεία, όχι πως θέλω να επισημάνω την διαφωνία μου, αλλά…»

Στο σημείο αυτό σταμάτησε, έσκυψε στο τραπεζάκι δίπλα του πήρε τους κρυστάλλους της σκούρας ακατέργαστης ζάχαρης – καραμελώμενης σε ένα μακρύ ξυλάκι – το βύθισε στο φλιτζάνι του και τα ανακάτεψε αργά ώστε να προκαλέσει την ανυπομονησία για την συνέχεια η οποία ήλθε με πιο αποφασιστικό τρόπο.

«Το Έρασμους, προσφιλής μου γονείς και φιλτάτη δεσποσύνη λέει, ότι μπορούμε να πάμε στις χώρες μέλη της ένωσης για να γνωριστούμε καλύτερα εμείς οι νέοι μεταξύ μας και να μάθουμε και γι άλλους τόπους αφού μια μέρα θα ζήσουμε όλοι μαζί σε μια Ευρώπη ενωμένη. Γι’ αυτό η θέση που επέλεξα είναι στην Γερμανία».

Στο άκουσμα αυτό η κυρία Πράις, θυμήθηκε το χειροφίλημα και όλα τα άλλα που ακολούθησαν συμπεριλαμβανομένου του Μπαντ Τολτς και είπε την τελευταία λέξη.

– Ο Τζούνιορ, θα πάει στη Γερμανία.

Η απόφαση ελήφθη. Το δείπνο ολοκληρώθηκε σε απόλυτη φυσιολογική πέψη καθ’ ως πρέπει. Δεν συνέβη το ίδιο, κατά την διάρκεια της αναμονής της στάσης του λεωφορείου όπου συνόδευσε την μις Κάθριν ο νεαρός φίλος της.

Εκείνη, περισσότερο συναισθηματική, ήταν βυθισμένη στις απαισιόδοξες σκέψεις της. Σε μια στιγμή μίλησε πρώτη.

–        Αισθάνομαι πως αυτή η απόφαση περί αλλαγής τοπίου για σπουδές στο εξωτερικό θα είναι μια αφορμή για να απομακρυνθείς.

–        Μα… πώς είναι δυνατόν. Μόνο για λίγο. Κυρίως, όπως ακριβώς τα είπα πριν. Να γνωρίσω.

–        Ω! Στιούαρτ… Θέλεις… Να απομακρυνθείς από όλα και από μένα.

–        Δεν θα είναι αυτό.

–        Δεν είμαι δα και τόσο βέβαιη.

Το λεωφορείο ήλθε νυσταγμένο. Άνοιξε την μπροστινή πόρτα και η μις ανέβηκε. Έβγαλε το εισιτήριο στον οδηγό. Έκατσε στο παράθυρο από την μεριά του πεζοδρομίου. Είδε την στάση να απομακρύνεται κάτω από τον φανοστάτη μαζί της ο νεαρός φίλος και ένας κόμπος ξέφυγε ως αποχαιρετιστήριο πέρασμα των σπιτιών και της συνοικίας

Το Ζααρμπρύγκεν είναι η πόλης που επελέγη στην αίτηση του Στιούαρτ γιατί το εκεί Πανεπιστήμιο έκανε δεκτό το αίτημα του.

Ο συμπαθής, νέος κατέβηκε από το τραίνο με τα αθλητικά παπούτσια, το φούτερ περασμένο στη μέση και την βαλίτσα «Κέβιν Κλάιν» να ρολάρει στον απαστράπτοντα από καθαριότητα ποδηλατόδρομο. Έδωσε τα διαπιστευτήρια του στον γραμματέα του Πανεπιστημίου ο οποίος με την σειρά του τακτοποίησε τα διαδικαστικά της εισόδου του στην Σχολή. Μετά, έμαθε από τον ίδιο, το όνομα και την διεύθυνση της Εστίας που θα τον φιλοξενήσει. Τέλος, τον καλωσόρισε δίνοντας του ένα χαρτί στο οποίο αναγράφονται οι υποχρεώσεις που οφείλει να τηρεί κατά τη διαμονή του στο κτίριο.

Ο Στιούαρτ μπήκε στο τραμ νούμερο 7 και τράβηξε για το σπίτι.

Το τραμ Νο 7 προχωρά έξω από την πόλη πλάι στο ποτάμι.

Ο Στιούρτ θαυμάζει το τοπίο, τα γραφικά σπίτια με τους κήπους και τις επικλινείς στέγες, τα ποδήλατα, την ανάποδη οδήγηση στα δεξιά του δρόμου. Αλλά πάνω απ’ όλα θαυμάζει την καθαριότητα. Δεν αντίκρισε πουθενά γκράφιτι στα κτίρια.

Κατέβηκε στη στάση Κίνσκυ. Περπάτησε γύρω στα διακόσια μέτρα και έφτασε στην Εστία του Πανεπιστημίου.

Ένα σπίτι όπως τα άλλα, είχε παραχωρηθεί από την εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ για να χρησιμεύσει ως φιλοξενούμενος χώρος φοιτητών και αποτελεί ένα από τα δεκάδες οικήματα σπαρμένα στην πόλη και στα περίχωρα γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι συγκάτοικοί του – όχι περισσότεροι από επτά – κάθε ένας σε ιδιαίτερο δωμάτιο με θέα και πόρτες εισόδου γύρω από ένα κεντρικό μεγάλο καθιστικό. Κοινή κουζίνα, κοινό μπάνιο.

Τακτοποιήθηκε σε όλα. Από το παράθυρο του, έβλεπε πίσω το δάσος και σκέφτηκε, πως το Ουνιβεριτάτ, δέχτηκε ευχαρίστως να του παρέχει κρεβάτι, τραπέζι με πορτατίφ μια κάρτα για το φωτοτυπικό μηχάνημα, βιβλιοθήκη και κάθε είδους διευκόλυνση με την υποχρέωση να πληρώνει – ο πατέρας- ένα ενοίκιο και αυτός να τα διατηρεί καθώς πρέπει…

Οι μέρες κυλούσαν αθόρυβα όπως το τραμ Νο 7 στις γραμμές του το οποίο κατέβαζε στην πόλη τον μίστερ και τους άλλους για να τους μεταφέρει πάλι πίσω το βράδυ στις επτά, ώρα που κλίνουν τα μαγαζιά ή και αργότερα μέχρι τις έντεκα που είναι το τελευταίο. Κάπου από μακριά στη στράσε τα αυτοκίνητα ακούγονται να την διασχίζουν με ταχύτητα συντηρητική και κατά τις δώδεκα νιώθει το ρεγγιονάλ τραίνο να περνά από την αντίπερα όχθη του ποταμού επιστρέφοντας από την πλευρά της γραμμής Μαζινό βάζοντας τα γέλια κάθε φορά με τους ανθρώπους που σπαταλούν το χρόνο τους σε ανοησίες.

Μετά από λίγο καιρό ο Στιούαρτ, ήταν ευχαριστημένος τόσο που ήθελε να οδηγήσει κι αυτός ανάποδα. Το αυτοκίνητο εκείνο το βράδυ ήταν κάποιου της παρέας των παιδιών της εστίας.

Ο δρόμος άδειος. Σταυροδρόμι. Φανάρι κόκκινο. Ένας εκ των φοιτητών στο τιμόνι ο Στιούαρτ δίπλα του, σταμάτησε, ως όφειλε. Κοίταξε δεξιά. Τίποτα. Αριστερά Ερημιά. Τότε μη περιμένοντας το πράσινο και σίγουρος, πάτησε γκάζι. Πέρασε το σταυροδρόμι περιχαρής και άνετος κατ’ ευθείαν στον ίσιο δρόμο και… εκείνη την στιγμή ακούστηκε η σειρήνα. του περιπολικού στη διαπασών. Πού ήταν; Από πού ξεφύτρωσε; Aκόμη αναρωτιέται. Τους πλησιάζει, έρχεται δίπλα του και του κάνουν σήμα να σταματήσει. Σταματά.

Κατεβαίνουν δυο της πολιτσάι, έρχονται κοντά «Τα χαρτιά σας παρακαλώ.»

Εξήγησαν, ότι είναι φοιτητές από το εξωτερικό, ότι μένουν στη εστία του πανεπιστημίου και ό,τι άλλες λεπτομέρειες τους ζητήθηκαν. Όνομα σχολής και όνομα καθηγητού που τους επιβλέπει. «Περιμένετε» ήταν η απάντηση των αστυνομικών οι οποίοι πήγαν στο αυτοκίνητο με τα χαρτιά στα χέρια τους και μέσω ενός υπολογιστή που είχαν στο περιπολικό έκαναν διασταύρωση και εξακρίβωση των στοιχείων τους και μέσω τηλεφώνου.

Αφού πέρασε αρκετή ώρα, οι αστυνομικοί επέστρεψαν. Τους έδωσαν τις ταυτότητες τους, κράτησαν τον αριθμό για την παράβαση για την οποία θα πληρωθεί το πρόστιμο μέσω τραπέζης και τους καληνύκτισαν, ακολουθώντας τους όμως σε στενή επαφή – για να δουν θα κάνουν άλλη παράβαση – μέχρι που έφτασαν στον προορισμό τους. Διαδρομή περί την μισή ώρα και με ταχύτητα όση είναι το όριο όχι πάνω από 45 χιλιόμετρα την ώρα.

Ο ενθουσιασμός είναι το πνεύμα της ψυχής, και μάλιστα δεν χωρεί αμφιβολία πως κάποτε θα έλθει η στιγμή που όσο και να το κρύψεις θα παρουσιαστεί η παρόρμηση για να εκφράσει την συνάντηση των δυο μεγάλων καταστάσεων της αυθόρμητης πράξης έργου και λόγου. Ο Στιούαρτ φύση συγκρατημένη ως προς το δεύτερο χάριν της παιδαγωγικής του καλλιέργειας θα δράσει δια πράξεων που άπτονται, μάλλον, της νοσταλγικής περιόδου των αναμνήσεων και της σημερινής καταπίεσης η σε μια σύγκρουση ορμής πνεύματος και συναισθήματος.

Ο αγώνας των Εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου Αγγλίας και Γερμανίας έλιξε με νίκη της Γερμανίας Ο μίστερ Στιούαρτ έσκαγε Δεν άντεξε το συμβάν και βγήκε έξω να πάρει αέρα.

Κι όμως κάτι έπρεπε να γίνει.

Ο Στιούαρτ ένοιωσε μοναξιά. Το ίδιο και το Όπελ απέναντι. Τράβηξε προς τα κει που ήταν το αυτοκίνητο. Πήδηξε τον φράχτη. Στάθηκε κατάφατσα έτοιμος να το αντιμετοπίσει. Όταν επέστρεψε στην εστία κρατούσε στο χέρι του το ξίφος της νίκης Ένα σπασμένο υαλοκαθαριστήρα μάρκας Όπελ.

Οι άλλοι όταν τον είδαν να κρατά έναν βγαλμένο εξάρτημα από αυτοκίνητο τα έχασαν. Του έκανε εντύπωση πως δεν γέλασαν. Ίσως σκέφτηκε πως δεν είχαν χιούμορ. Προχώρησε περιχαρής στο δωμάτιό του.

Πέρασαν μερικές ημέρες ξεγνοιασιάς..

Εκείνο το Σάββατο, συμφώνησε όλη η παρέα να πάνε στον κινηματογράφο.

Παίζει το έργο Μπραίηβ Χαρτ. Ο Στιούαρτ το ήθελε πολύ. Η ώρα έξη. Η καμπάνα του μητροπολιτικού ναού Ντομ κτυπά τον εσπερινό. Έτοιμοι προς αναχώρηση για το σινεμά. Περιμένουν τον Στιούαρτ έξω στην είσοδο με ανυπομονησία.

Ώσπου ξαφνικά εμφανίζεται στα σκαλιά της εισόδου ντυμένος ταξιδιωτικά με το φούτερ περασμένο στην μέση κρατώντας την βαλίτσα Κάλβιν Κλάιν.

Τα έχασαν.

–        Καλά να περάσετε εγώ σας αποχαιρετώ για την Αγγλία. Με απέλασαν.

Αυτά τα λίγα λόγια έδειχναν το μέγεθος μιας απόφασης που πάρθηκε αστραπιαία λόγο της πράξης του. Εκρίθη ανεπιθύμητος.

Η αστυνομία δεν είχε καθόλου χιούμορ, ως όφειλε. Έπραξαν τα καθώς πρέπει

Μαζί με τον Στιούαρτ άλλαξαν άρδην και οι συνήθειες της οικογένειας.

Αντίθετα, η μις Κάθρην χάρηκε πάρα πολύ τόσο που άρχισε να διαβάζει Γκαίτε να ακούει Χαίντελ και Σκόρπιονς.

Μετά από πέντε χρόνια

Στο ποδηλατοδρόμιο του Ζααρμπρύγκεν δίπλα στο ποτάμι δύο βαλίτσες Κάλβιν Κλάιν ρολάρουν στα καθαρά πλακάκια Είναι ο Στιούαρτ και η Δάφνη που τις σέρνουν και πιο πίσω ένα μικρούλη κοριτσάκι τρέχει με την κουκλίτσα του αγκαλιά

– Ντάντη! Μάμη! Πάω να ταΐσω τις πάπιες και όλοι μαζί ξεχύθηκαν στο γρασίδι. Τα νερά κυλούν χαρούμενα και η μικρούλα απολαμβάνει μαζί με τους γονείς της τον χρυσό ήλιο της Δύσης που καθρεφτίζεται γύρω τους, ενώ από μακριά ακούγεται η μελωδικός ήχος της καμπάνας του Ντομ που καλεί για τον εσπερινό.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21.11.2025 07:49
Exit mobile version