search
ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 03:50
MENU CLOSE

Το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία: Ιστορία και εξέλιξη

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2219
3/3/2022
08.03.2022 06:00
Τουρκία: Η ιστορία δεν θα συγχωρέσει τα ΗΑΕ για τη συμφωνία με το Ισραήλ - Media

Το Ισλάμ ως θρησκεία και ιδεολογικοπολιτικό σύστημα, από την εμφάνισή του μέχρι και σήμερα, διαδραμάτισε σπουδαίο ιστορικό και πολιτικό ρόλο. Οι διάφορες διακυμάνσεις που υπέστη μετά την ίδρυσή του από τον Μωάμεθ επέφεραν την αντικατάσταση του ισλαμικού μεγαλείου από φάσεις στασιμότητας και εκφυλιστικών φαινομένων, τόσο σε πολιτικό όσο και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.

Έτσι, το Ισλάμ, την εποχή της αδράνειάς του, μετατράπηκε σε «καταφύγιο συνειδήσεων», χωρίς να μετέχει στην εξελικτική διαδικασία της κοινωνίας, διατηρώντας μόνο τη θρησκευτική του διάσταση.

Με την επαναστατική αφύπνιση της «Νάχντα», στις αρχές του 20ού αιώνα, το Ισλάμ κινήθηκε προς την κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της μουσουλμανικής κοινωνίας, σύμφωνα με τις επιταγές του κορανικού νόμου. Οι δομές και οι λειτουργίες του νέου ισλαμικού κράτους βασίζονταν σε σύμβολα όπως αυτό της Μεδίνας, δηλαδή της πόλης του Προφήτη Μωάμεθ.

Ωστόσο το σύγχρονο Ισλάμ βαδίζει κάτω από το λάβαρο της πολιτιστικής και θρησκευτικής Ιρανικής Επανάστασης του 1979, που πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του εξόριστου στη Γαλλία αγιατολάχ Χομεϊνί και απέβλεπε στην επιβολή της θρησκείας και του δόγματος του Ισλάμ ως υπέρτατης εξουσίας στο Ιράν, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τάσεις επεκτατισμού και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες.

Ανησυχητική η αύξηση της ισλαμοφοβίας - Τι φοβάται ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας - Media

Η «εξαγωγική» αυτή τάση της ισλαμικής επανάστασης λειτουργούσε και εξακολουθεί να λειτουργεί στην προοπτική της προώθησης του Ισλάμ σε παγκόσμια κλίμακα με σκοπό την ενοποίηση των ισλαμικών εθνών από το Μαρόκο μέχρι το Πακιστάν.

Η αναβίωση του Ισλάμ δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και το κεμαλικό τουρκικό κράτος. Η εμφάνισή του σ’ αυτό ήταν τόσο θριαμβευτική ώστε να θυμίζει προκεμαλικές εποχές που συνδέονταν με την ύπαρξη του χαλιφάτου, το οποίο καταργήθηκε επίσημα στις 3 Μαρτίου του 1924.

Η επίδραση του Κεμάλ

Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία επισφραγίστηκε την 1η Νοεμβρίου, όταν ο τελευταίος σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ’ (Μεχμέτ Βαχιντεντίν) εγκατέλειψε τη χώρα και κατέφυγε εξόριστος στη Μάλτα.

Έναν χρόνο αργότερα, η άνοδος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στην εξουσία σηματοδότησε την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από το 1923 και την απελευθέρωση του νεοσύστατου αυτού κράτους από τα δεσμά του Ισλάμ, στη βάση της κεμαλικής αντίληψης περί κράτους που συνιστά την εκκοσμίκευση όλων των δομών του. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, θα σήμαινε την πλήρη αποκοπή των υπηκόων του νεοσύστατου κράτους από την κορανική πίστη και ταυτόχρονα επιβολή διωγμών εναντίον όσων εξεδήλωναν ισλαμική πίστη.

Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να συνέβαινε στο κεμαλικό κράτος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πράγμα το οποίο εξηγείται από το γεγονός ότι οι κάτοικοι του τουρκικού κράτους, σχεδόν καθ’ ολοκληρία, ασπάζονται το ορθόδοξο (σουνιτικό) Ισλάμ. Το θρησκευτικό ιδεολόγημα των Σουνιτών είναι ότι το Κοράνι αποτελεί κυριολεκτικά τον λόγο του Θεού, όπως ακριβώς υπαγορεύθηκε στον Μωάμεθ, και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι πιστοί πρέπει να ζουν.

Ωστόσο, από τις πρώτες κιόλας μέρες της Τουρκικής Δημοκρατίας, διαμορφώθηκε μία άλλη επίσημη ερμηνεία του Ισλάμ, η οποία αντιτιθόταν στις απόψεις των Σουνιτών σχετικά με τα θεμελιώδη καθήκοντα έναντι του κορανικού νόμου. Η συγκεκριμένη άποψη, η οποία είναι ατομικιστική, τονίζει ότι οι ετήσιες και οι καθημερινές θρησκευτικές πράξεις, όπως η νηστεία, η καθημερινή προσευχή και η ανάγνωση του Κορανίου, αρκούν για την εκπλήρωση των θρησκευτικών υποχρεώσεων.

Το κράτος, σύμφωνα με την άποψη αυτή, πρέπει να διοικεί τους πολίτες με κοσμικούς και όχι θρησκευτικούς νόμους και ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της ερμηνείας, η «κεμαλική δημοκρατία» όχι μόνον κατήργησε τα θρησκευτικά δικαστήρια, αλλά κήρυξε εκτός νόμου τις λιγότερο ορθόδοξες θρησκευτικές αδελφότητες (tarikat).

Διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, ότι οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις απέβλεπαν εν τέλει στον περιορισμό του Ισλάμ και όχι στην πλήρη απαγόρευση της λατρείας του. Με την πάροδο των ετών και με τη συνεχή πίεση των Σουνιτών, το κράτος εξαναγκάστηκε να δείξει μεγαλύτερη αναγνώριση στη διοίκηση του Ισλάμ. Η κρατική αυτή αναγνώριση οδήγησε στη δημιουργία δικτύων επιρροής μέσα στη διοίκηση και στα πολιτικά κόμματα.

Η δημοφιλία του μαζικού ισλαμικού κινήματος ενθαρρύνθηκε και από την ιδιωτική πρωτοβουλία, από τη δεκαετία του 1990 και εντεύθεν, μέσω της παροχής σημαντικών κεφαλαίων σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, σχολεία, έντυπα και τηλεοπτικά κανάλια.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί αυτό του Φετουλάχ Γκιουλέν, πρώην ιμάμη και πολέμιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής του ισλαμιστικού κινήματος Hizmet (μεταφράζεται ως «Υπηρεσία» και συχνά αναφέρεται και ως Cemaat – «Κοινότητα»).

Το πολιτικό Ισλάμ και τα τουρκικά πολιτικά κόμματα

Η άποψη ότι τα πολιτικά κινήματα, που βασίζονταν κατά κύριο λόγο στη θρησκεία, δεν θα μπορούσαν να είχαν κάποια σημαντική επιτυχία στα πολιτικά δρώμενα της κεμαλικής Τουρκίας έδειχνε να είναι για αρκετό καιρό δικαιολογημένη. Όμως, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, υπήρξαν προσπάθειες ίδρυσης αμιγώς ισλαμικών πολιτικών κομμάτων, τα οποία κηρύσσονταν παράνομα από το στρατοκρατικό καθεστώς ή αδυνατούσαν να αναπτυχθούν λόγω εσωτερικών προβλημάτων.

Ωστόσο, το Κόμμα Εθνικής Τάξης (MNP), το οποίο ίδρυσε εν έτει 1970 ο πολιτικός μηχανικός και ακαδημαϊκός Νετζμετίν Ερμπακάν, είχε καλύτερη τύχη από αυτή των προηγουμένων κομμάτων. Μάλιστα, το θρησκευτικό τάγμα των Naksibendi ενθάρρυνε την ίδρυση του Κόμματος Εθνικής Τάξης και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του.

Το εν λόγω κόμμα υιοθέτησε ένα πρόγραμμα, το οποίο δεν απείχε πολύ από τη φιλοσοφία του Αλπαρσλάν Τουρκές, του ηγέτη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, ότι δηλαδή η Τουρκία χρειαζόταν «ανθρώπους με πίστη».

Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του συγκεκριμένου κόμματος, οι νέες γενιές έπρεπε να έχουν πατριωτισμό και αυτοθυσία, να δείχνουν σεβασμό στην περιουσία και το νόμιμο κέρδος και να οπλιστούν με την πιο σύγχρονη τεχνογνωσία, προϋποθέσεις που θα έδιναν τη δυνατότητα στην Τουρκία να κατέχει τα σκήπτρα στον αγώνα της επιστήμης, της τεχνολογίας και του πολιτισμού.

Αυτοί οι στόχοι που έθεσε το Κόμμα Εθνικής Τάξης του Ερμπακάν υιοθετήθηκαν εξ ολοκλήρου από το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας (MSP), το οποίο το διαδέχθηκε τη δεκαετία του 1980. Η κοσμοθεωρία του νέου κόμματος ήταν η ηθική ανάπτυξη ως προϋπόθεση για την υλική ανάπτυξη, η οποία εν τέλει θα οδηγούσε στην ανάκαμψη της εθνικής συνείδησης προς όφελος της κοινωνίας στο σύνολό της.

Στόχος του προγράμματός του ήταν η αφύπνιση της ισλαμικής θρησκείας, η οποία βρισκόταν «εν υπνώσει» στη συνείδηση του λαού, με αντικειμενικό σκοπό να επέλθει ένας «πνευματικός μετασχηματισμός» στην τουρκική κοινωνία. Η ηθική δηλαδή ανάπτυξη, η οποία θα επερχόταν με την αφύπνιση του Ισλάμ, θα οδηγούσε στη γενική ανάπτυξη του κράτους. Βεβαίως, τα συγκεκριμένα κόμματα δεν είχαν ως αυτοσκοπό το Ισλάμ ούτε υπέκρυπταν ισλαμικό φονταμενταλισμό.

Η ίδια κοσμοθεωρία περί ηθικής ανάπτυξης εμφανίστηκε και στο πρόγραμμα του Κόμματος της Ευημερίας (Refah Partisi), που είχε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της δεκαετίας του 1990 και αποτέλεσε το διάδοχο κόμμα αυτού της Εθνικής Σωτηρίας. Σκοπός του κόμματος αυτού ήταν «η εγκαθίδρυση μίας κοινωνίας έλλογης και δίκαιης».

Τα δύο αυτά κόμματα, κατά τα χρόνια που κατείχαν την εξουσία, αποδύθηκαν σε προσπάθειες για την ηθική ανάπτυξη και την ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας και του κράτους. Τα μέτρα που ελήφθησαν προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η ανεπιτυχής απόπειρα μετατροπής του ναού της Αγίας Σοφίας από μουσειακό χώρο σε τζαμί, η καθιέρωση της Παρασκευής ως ημέρας αργίας και η απόρριψη της υποχρεωτικής οκταετούς μη θρησκευτικού τύπου εκπαίδευσης.

Αν και στόχος του Κόμματος Εθνικής Τάξης, του πρώτου κόμματος με θρησκευτικό προσανατολισμό, ήταν να ενισχύσει την ηθική ανάπτυξη για διαφόρους λόγους, οι ηγέτες των διαδόχων κομμάτων παρεξέκλιναν από τον αρχικό τους στόχο. Ένας από τους λόγους της διαφοροποίησης αυτής ήταν οι πιέσεις που δεχόταν η ηγεσία από κατώτερα στελέχη με έντονο ισλαμικό προσανατολισμό.

Ένας δεύτερος παράγοντας ήταν ο ριζοσπαστικός ισλαμικός Τύπος, ο οποίος πίεζε τα στελέχη των διαδόχων κομμάτων να υιοθετήσουν ακραίες θέσεις. Επίσης, και ο ίδιος ο Νετζμετίν Ερμπακάν, με την κατευναστική πολιτική την οποία ακολούθησε προς αποφυγή απώλειας ψήφων, αποτέλεσε έναν τρίτο παράγοντα παρέκκλισης των κομμάτων από τον αρχικό στόχο.

Η αλλαγή της στοχοθεσίας από την πλευρά του Κόμματος Εθνικής Τάξης όσο και από την πλευρά του Κόμματος της Ευημερίας, από την ηθική ανάπτυξη προς την πρακτική της πρόκλησης των κοσμικών θεσμών της Τουρκικής Δημοκρατίας, είχε συνέπεια την κατάργησή τους από το Συνταγματικό Δικαστήριο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το στρατιωτικό καθεστώς του Κενάν Εβρέν προσπάθησε ανεπιτυχώς να θέσει εκποδών το ισλαμιστικό πολιτικό κίνημα, καθώς την επόμενη δεκαετία το κόμμα του Ερμπακάν επανήλθε στην εξουσία.

Συγκεκριμένα, ο Ερμπακάν, μέσω του «ιδεολογικού πλαισίου» της Εθνικής Θέασης («Milli Gorus») που προώθησε, βρήκε αρκετούς υποστηρικτές στην τουρκική κοινωνία και, σε συνδυασμό με άλλες γι’ αυτόν ευνοϊκές συνθήκες, κατόρθωσε – έστω και για βραχύβια χρονική περίοδο (Ιούνιος 1996 – Ιούνιος 1997) – να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας.

Το κόμμα του, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε καταφέρει να προωθήσει σημαντικό αριθμό μελών του στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του κράτους και σε άλλες υψηλές διοικητικές θέσεις τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στον χώρο της Παιδείας με σκοπό την ενίσχυση της ισλαμικής θρησκευτικής εκπαίδευσης και κατ’ επέκτασιν της ισλαμικής ταυτότητας, μέσω του πολλαπλασιασμού των θρησκευτικών σχολείων (İmam Hatip) και του εμπλουτισμού του εκπαιδευτικού τους προγράμματος με κορανικά μαθήματα.

Με αυτόν τον τρόπο αφενός προσφερόταν μόρφωση σε παραμελημένα τμήματα της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα τίθονταν οι βάσεις για την περαιτέρω διάδοση των ισλαμιστικών μηνυμάτων στην τουρκική κοινωνία. Η εκπαίδευση δηλαδή αναδείχθηκε ως το κορυφαίο μέσο διάδοσης του ισλαμιστικού μηνύματος στην τουρκική κοινωνία.

Στην εποχή του Ερντογάν

Μετά τη διάσπαση του ισλαμιστικού χώρου, η ανανεωτική πτέρυγα του κόμματος του Ερμπακάν ανέδειξε δύο νέους ισλαμιστές ηγέτες, τον Αμπντουλάχ Γκιουλ και τον τότε δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι, όπως αποδείχτηκε, εργαλειοποίησαν το πολιτικό Ισλάμ ως μέσο διακυβέρνησης.

Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) προβάλλεται ως κόμμα της Συντηρητικής Δημοκρατίας (Muhafazakar Demokrasi), στα πρότυπα των συντηρητικών ευρωπαϊκών κομμάτων.

Ο ιδεολογικός αρχιτέκτων του όρου «Συντηρητική Δημοκρατία» Γιαλτσίν Ακντογάν υποστηρίζει ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα που υιοθέτησαν τη γραμμή του πολιτικού Ισλάμ, «δέχεται την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, υπερασπίζεται τον λαϊκό χαρακτήρα και τη δημοκρατική δομή του συστήματος και ως εκ τούτου βρίσκεται σε διαφορετική πορεία, κατεύθυνση και στον οικονομικό και στον πολιτικό στίβο».

Επίσης απορρίπτει την άποψη ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι ισλαμικό αναφέροντας ότι «εάν κάποιος συγκρίνει την πολιτική ιδεολογία και τις πολιτικές στρατηγικές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με αυτές των κομμάτων της Εθνικής Θέασης του Ερμπακάν, καθίσταται σαφές ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει απομακρυνθεί σημαντικά από την ιδεολογική πλατφόρμα των ισλαμικών αξιών».

Ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Ιχσάν Νταγί, εξηγώντας την αναγκαστική στροφή των ισλαμιστικών κομμάτων «προς τη δημοκρατία», αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Αναζήτησαν προστασία στον λόγο και τους θεσμούς νεωτερικότητας, όπου ανακάλυψαν τη χρησιμότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Αφού βίωσαν την απομόνωση, την περιθωριοποίηση και την καταστολή του 1997-98, συνειδητοποίησαν ότι τους θεωρούσαν και θα τους θεωρούν πάντοτε μία πολιτική δύναμη χωρίς νομιμοποίηση, μία ανωμαλία που πρέπει να διορθώνεται στην πολιτική από το κεμαλιστικό / σεκουλαριστικό κέντρο».

Προκειμένου η ηγεσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να αντιμετωπίσει τις πιέσεις του στρατιωτικού κατεστημένου, το οποίο ως γνωστόν επηρέαζε όλο το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Τουρκίας, «συνειδητοποίησε τη νομιμοποιητική δύναμη της δημοκρατίας, η οποία δεν ήταν άλλη από την ισχύ του λαού την οποία ήξεραν ότι διέθεταν… O Ερντογάν, στην προσπάθειά του να διασκεδάσει την κεμαλιστική / σεκουλαριστική κριτική, αποκήρυξε τον θρησκευτικό προσανατολισμό του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υποστηρίζοντας ότι είναι ένα συντηρητικό κόμμα των μέσων Τούρκων πολιτών».

Η δικαίωση της τακτικής της ηγεσίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έναντι των Κεμαλιστών δεν άργησε να έρθει με τις εκλογές του 2002, όταν το κόμμα κατέκτησε το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό 42%.

Μέσω της στρατηγικής για τη στροφή προς «τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα» και της προσφυγής στις κάλπες με ταυτόχρονη χρήση της γλώσσας της πολιτικής νεωτερικότητας, το νεοσύστατο ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης πέτυχε να προστατευθεί από τις κεμαλικές δυνάμεις και επιχείρησε να εξασφαλίσει νομιμοποίηση.

Η «έξυπνη» αυτή στρατηγική συνέβαλε τα μέγιστα στο να μετατραπεί σε ένα κόμμα εξουσίας που διατηρεί τα κυβερνητικά σκήπτρα επί 20 συναπτά έτη, πράγμα αναμφισβήτητα μοναδικό για ισλαμιστικό κόμμα.

Παρ’ όλη όμως την προσπάθεια της ηγεσίας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να πείσει τη διεθνή κοινή γνώμη ότι το κόμμα εκφράζει τη συντηρητική δημοκρατία, απορρίπτοντας τη «μουσουλμανική δημοκρατία», δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι εκφράζουν δυσπιστία και καχυποψία έναντι της ιδεολογικής ταυτότητας και των στόχων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αποτελεί συνέχεια των ισλαμιστικών κομμάτων Εθνικής Θέασης, αφού πολλά στελέχη του ανδρώθηκαν πολιτικά και ιδεολογικά μέσα στα κόμματα της Εθνικής Θέασης του Ερμπακάν.

* Υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές»

Διαβάστε επίσης:

ΣΥΡΙΖΑ: «Η ακρίβεια ήταν εδώ πριν από τον πόλεμο»

Στην Ουκρανία έχασε η Ευρώπη

ΣΥΡΙΖΑ: Αποκλιμάκωση του πολέμου και επιστροφή στη διπλωματία

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 02:01