ΚΥΡΙΑΚΗ 05.05.2024 16:17
MENU CLOSE

Σελίδες απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2240
28-07-2022
01.08.2022 06:00

Ιστορία ενός αιχμαλώτου (απόσπασμα) του Στρατή Δούκα

Ο λοχαγός μεταχαιρέτησε. Κι εμείς περνούσαμε αράδα από μπροστά τους. Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στο Χαλκά-Μπουνάρ. Εκεί μας έκλεισαν στο σύρμα, κύκλο. Άμα βράδιασε, ένας Τούρκος εφές απ’ το χωριό μας ήρθε και μας καλούσε με τα ονόματά μας να βγούμε, τάχα πως θα μας γλιτώσει, με σκοπό να μας χαλάσει. Κι εμείς στη γη πέσαμε να μη δώσουμε γνωριμία. Τα ξημερώματα ήρθε από τη Μαγνησία άλλος αξιωματικός και μας σήκωσαν. Ώρες περπατούσαμε. Ούτε ξέραμε πού μας παν. Μονάχα από τον τόπο καταλαβαίναμε πως βαδίζαμε για τη Μαγνησία. Αντί να μας πηγαίνουν στο δημόσιο δρόμο, μας τραβούσανε απ’ το βουνό. Κι όπως δεν ήμαστε σε ισότοπο, αρχίσαμε να σκορπάμε. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τις τετράδες. Και οι στρατιώτες φώναζαν προσταχτικά: Στις τετράδες! Στις τετράδες! Εμείς προσπαθούσαμε, και πάλι τις χαλάγαμε. Όσοι ήταν ανήμποροι κι έμεναν πίσω, τους τραβούσαν οι πολίτες στο δάσος και τους καθάριζαν. Με πολύν κόπο πέσαμε στο δημόσιο δρόμο. Εκεί πάλι, μας περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι άνθρωποι, εξήντα ως ογδόντα χρονώ, με παλιές μαχαίρες, και σα φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν απάνω μας, φωνάζοντας στο λοχαγό: Άφησέ μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε! Κι ο λοχαγός τους έλεγε «όχι», γελώντας. Εμείς του φωνάζαμε: Κυρ λοχαγέ, σε σένα κρεμόμαστε. Και προχωρούσαμε. Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν σπαρμένοι από πτώματα που μύριζαν. Στις βρύσες έστεκαν σκοποί και φύλαγαν το νερό, που έτρεχε απ’ τα κανούλια· κι εμείς που το βλέπαμε διψούσαμε περισσότερο. Στο δρόμο είχανε σκάσει πολλοί. Εγώ, βάδιζα με τον αδερφό μου, κρατώντας το γελιό ενός Τούρκου απ’ αυτούς που μας φύλαγαν· σκέφτηκα: «Λεφτά έχουμε, ας δώσουμε να πιούμε». Κι είπα του αδερφού μου: Διψώ πολύ, θα σκάσω. Κάνε κουράγιο, αδερφέ, μου λέει, μη φανούμε με λεφτά και μας χαλάσουν. Όχι, δεν αντέχω, δώσε λεφτά και πάρε να πιούμε.

Και μου ’δωσε. Έτρεξα ίσια στον Τούρκο. Λίγο νερό, του λέω, κοντεύω να ξεψυχήσω. Τι λες, σκυλί; Ούτε δράμι δε σου δίνω. Ασκέρ-αγά, ψυχικό θα κάνεις, να πάρε κι αυτά τα λεφτά. Δώσ’ τα, μου λέει, και πιες κρυφά. Ήπια, κι έδωσα και του αδερφού μου. Αυτά γινόντανε Αύγουστο μήνα. Τέλος, ένα βράδυ, φτάσαμε έξω απ’ τη Μαγνησία. Εκεί ο κόσμος μάς περίμενε με ρόπαλα στο χέρι φωνάζοντας: Αιχμάλωτοι έρχονται! Κι έτρεχαν κατά μας. Ο λοχαγός τώρα τους έλεγε: Τραβηχτείτε μακριά! Όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε τα κέφια σας. Αυτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας πως μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουν. Ο λοχαγός θυμωμένος μας μάζεψε όλους, σαν τα πρόβατα στο μαντρί, κι έβαλε γύρω σκοπούς να μας φυλάν. Νερό, ψωμί, τίποτα. Όσοι είχαν λεφτά, έδιναν στους σκοπούς κι έπιναν. Έδωσε κι η παρέα μας σ’ έναν αράπη και μας έφερε έναν ντενεκέ γεμάτο. Κάντε γρήγορα, μας λέει κι αυτός, ο λοχαγός δεν αφήνει. Ήπια, ήπια… ο αδερφός μου με τράβηξε να πιει, ρίχτηκαν κι οι άλλοι στον κουβά, και το νερό χύθηκε. Την άλλη μέρα, νύχτα ακόμα, ο λοχαγός φώναξε: Ετοιμαστείτε! Μπήκαμε στις τετράδες σειρά και κινήσαμε. Μας πήγε μέσα στη Μαγνησία. Εκεί μας έκλεισε σ’ ένα νοσοκομείο, που ήταν μέσα σε πεύκα, περιτριγυρισμένο με κάγκελα, και μας παράδωσε στα χέρια ενός δεκανέα. Από την κούραση πείνα δε νιώθαμε, μονάχα η δίψα μάς έκοβε. Ξαπλωμένοι σαν άρρωστοι κάτω απ’ τα πεύκα, μασούσαμε τα χλωμά πούσια. Και σα φάνηκαν στον ουρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε να βρέξει. Αυτά άπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, και πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ο ήλιος έριξε την κάψα του τώρα πιο πολλή, κι εμείς απελπισμένοι φωνάζαμε: Νερό! Νερό!

Το βιβλίο:

Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει σχετικά με τη Μικρασιατική καταστροφή, καθώς ο συγγραφέας σε αυτό το αφήγημα-ντοκουμέντο καταγράφει την πραγματική ιστορία αιχμαλωσίας όπως του τη διηγήθηκε ο Νικόλας Καζάκογκλου στην Κατερίνη το 1925. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 – και φυσικά της λογοτεχνίας – που διασώζει τις μνήμες της ελληνικής τραγωδίας στη Μικρασία το 1922. Η πρώτη έκδοση χρονολογείται το 1929 και η δεύτερη το 1936.

Ο συγγραφέας:

Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια το 1895. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με τον Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και υπήρξε κριτικός τέχνης. Συνεργάστηκε στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού «Το τρίτο μάτι» μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό. Πέθανε στην Αθήνα το 1983 σε ηλικία 88 ετών.

Διαβάστε επίσης:

ΣΥΡΙΖΑ: Κρατά τα «δυνατά» χαρτιά του για αργότερα

«Πύρινο» καλοκαίρι για την κυβέρνηση – 130.000 στρέμματα καμένης γης προτού μπει ο Αύγουστος

Ενεργειακή επάρκεια και περιπλοκές

ΚΥΡΙΑΚΗ 05.05.2024 16:16
Exit mobile version