search
ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 08:27
MENU CLOSE

Βιβλίο: Οι Σαρίπολοι, ο Μέσκουλας και οι άλλες ιστορίες

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2319
01/02/2024
04.02.2024 06:00
vivlio

Δημήτρης Φύσσας

Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει

Εκδόσεις: Εστία

Σελ.: 272

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας, δεινός αναγνώστης και φιλόλογος, υπομιμνήσκει μέσα από τους περιθωριακούς τύπους που αυτοαποκαλούνται Σαρίπολοι την ιστορία του Ροΐδη, που δεν άφησε σε χλωρό κλαρί τον Νικόλαο Σαρίπολο, καθηγητή το 1867 του Συνταγματικού και του Διεθνούς Δικαίου: «Σαρίπολος άνευ έδρας δεν εννοείται, ως ουδέν όνος άνευ σάγματος».

Είτε είναι είτε δεν είναι ειρωνική φιλολογική υπόμνηση, οι Σαρίπολοι συγκροτούν μια ομάδα περιθωριακών και ημιπεριθωριακών ατόμων, τους οποίους μας συστήνει με τον μοναδικό του τρόπο ο Φύσσας, άνθρωπος που ξέρει τους ήρωές του σαν την παλάμη του. Τα ονόματα και μόνο που παραθέτει αποτελούν μνημείο μιας κατηγορίας ανθρώπων που τείνουν να εξαφανιστούν ή, αν όχι, να χάσουν τη σημασία τους και τον ρόλο τους μέσα σε μια κοινωνία που ολοένα αποστειρώνεται.

Αυτήν την κοινότητα, αυτόν τον κόσμο μάς τον συστήνει «λοξά» ο συγγραφέας μέσα από τον Μέσκουλα, που μοιάζει να είναι ο εκπρόσωπος του εαυτού του. Ένας απίθανος κόσμος πραγματικών και φανταστικών ηρώων του Φύσσα από προηγούμενες ιστορίες, ο οποίος ενσωματώνεται σε μια παρδαλή πραγματικότητα που ζει έξω από τα δεδομένα και τις καθιερωμένες παραδοχές. Ο Φύσσας σκιαγραφεί ένα σύγχρονο «παράκοσμο», αυτόν που δεν πιάνουν οι κεραίες της επικαιρότητας, τον εξακολουθητικά νυχτόβιο, με τις απίθανες αποχρώσεις και ιδιορρυθμίες.

Οι φαινομενικά τρελές ιστορίες που ο Φύσσας μεταφέρει ψυχρά, δίχως συναισθηματική φόρτιση, δηλαδή ούτε σαν κάτι εξαιρετικό ούτε σαν κάτι κατακριτέο ή περίεργο, διακρίνονται από μια βαθιά ανθρωπιά που προέρχεται από αυτές τις ιδιαιτερότητες που φτιάχνουν τους ανθρώπους τόσο όμοιους και τόσο διαφορετικούς συνάμα, έτσι που να μην μπορείς να τους εντάξεις σε κάποιο στερεότυπο. Απίθανοι τύποι και χαρακτήρες, ζωές εκτός παιδιάς, ναυάγια αραγμένα, βρίσκουν τις συντεταγμένες της μοίρας τους στους Σαρίπολους.

Ο συγγραφέας, είτε σαν Μέσκουλας είτε σαν Φύσσας είτε σαν Δάσκαλος ή μέλος των Σαρίπολων, μας καλεί σε έναν αυτοβιογραφικό απολογισμό, σε ένα ειλικρινές ξεκαθάρισμα με τους εαυτούς του που έζησε παρέα. Δεν λυπάται, δεν λιγοψυχά, δεν χάνει την ικμάδα του, τον αυτοσαρκασμό του ή δεν κωλώνει μπροστά σε ό,τι περιφρονεί. Μοιάζει γενναίος απέναντι στον κόσμο του, που δεν τον οικτίρει ούτε τον κανακεύει, μόνο τον νοιάζεται με εκείνη την ανθρώπινη γλυκόπικρη αίσθηση που νοιάζεται η αυθεντική ζωή. Η αφήγηση ακολουθεί τα βήματα του αφηγητή σε όλες εκείνες τις συγκλίνουσες και αποκλίνουσες ζωές της καθημερινότητάς μας – με τους εαυτούς μας και τους άλλους.

Έτσι μπορεί να είναι και ευφάνταστη και αντισυμβατική και ειλικρινής απέναντι στον αναγνώστη, που από την ανάγνωση θα του μένει η αυθεντική αίσθηση μιας αληθινής μυθιστορηματικής περιπέτειας. Με τα ανορθόδοξα υλικά της ζωής, ο συγγραφέας κτίζει τον κόσμο του. Μας καταθέτει την ταυτότητά του και ξεκινά ή συνεχίζει το ταξίδι του, αυτή τη φορά δίχως εισιτήριο επιστροφής.


Ξαναδιαβάζοντας

Βιβλία χωρίς ημερομηνία λήξης

Το 2001 από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία μιας εμβληματικής προσωπικότητας των γερμανικών γραμμάτων. Ο Μαρσέλ Ράιχ – Ρανίτσκι υπήρξε ο πιο επιδραστικός, όπως θα λέγαμε, κριτικός λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα. Για δεκαετίες ολόκληρες καθόρισε με τις λογοτεχνικές του κριτικές τη γερμανόφωνη λογοτεχνία σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε του κείμενο ή κάθε του εμφάνιση στη γερμανική τηλεόραση δημιουργούσε τεράστιες αντιδράσεις. Υπήρξε ο πιο γενναίος και επαρκής κριτικός για τα «τέρατα» της γερμανικής λογοτεχνίας, προκαλώντας – όπως γράφει κι ο ίδιος – κάποιες φορές «κτηνώδεις» χαρακτηρισμούς σε βάρος του από μεγάλους συγγραφείς που εύχονταν ως και τον θάνατό του.

Ο ρηξικέλευθος αυτός συγγραφέας μάλλον δεν τους έκανε τη χάρη, καθώς απεβίωσε το 2013 σε ηλικία 93 ετών. Η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Mein Leben» («Η ζωή μου») εκδόθηκε στα γερμανικά το 1999 και αποτέλεσε το εκδοτικό γεγονός εκείνης της χρονιάς. Η αφήγηση της ζωής του Πολωνοεβραίου κριτικού, που λάτρεψε τη γερμανική λογοτεχνία, αποτελεί ένα μνημείο μυθιστορηματικής και δοκιμιακής αφήγησης.

Διαβάζοντας Ρανίτσκι

Ο Τόμας Μανν ήταν εγωκεντρικός σαν παιδί, ευαίσθητος σαν primadonna και φιλάρεσκος σαν τενόρος. Θεωρούσε, όμως, πως ο εγωκεντρισμός ήταν η προϋπόθεση για την παραγωγικότητά του: βασανίζεται μόνο εκείνος ο οποίος υπερεκτιμά τον εαυτό του. Δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να ισχυρίζεται ότι όλα όσα «φαίνονται καλά και ευγενή, το πνεύμα, η τέχνη, η ηθική, από την ανθρώπινη αυτοϋπερεκτίμηση προέρχονται». Επειδή οι συγγραφείς τα πάντα τα αισθάνονται εντονότερα κι εντατικότερα από τους άλλους ανθρώπους, τους μέλλει να βασανίζονται και περισσότερο απ’ τους άλλους. Η ανάγκη τους για διαρκή αυτοεπιβεβαίωση απ’ αυτό εξαρτάται. Τούτο είναι σαφές, είναι όμως και άξιον απορίας που η επιτυχία ενός συγγραφέα, η παγκόσμια επιτυχία, μάλιστα, δεν μειώνει μήτε στο ελάχιστο τούτη την ανάγκη.

Οι σχετικές αποτυχίες του Γκαίτε – από την «Ιφιγένεια» μέχρι τις «Εκλεκτικές συγγένειες» – προφανώς τον πόνεσαν περισσότερο, απ’ ό,τι μπόρεσαν να τον κάνουν ευτυχισμένο οι διεθνείς, όντως, θρίαμβοί του.

Ο Τόμας Μανν διψούσε κανονικότατα για επαίνους, επιζητούσε μανιωδώς την αναγνώριση. Τις κριτικές εκτιμήσεις του έργου του δεν ήθελε καν να τις μαθαίνει. Επέμενε, ο εκδότης του, οι γραμματείς του και τα μέλη της οικογένειάς του, να του αποκρύπτουν τέτοια άρθρα. Διότι και την παραμικρή κριτική την αισθανόταν αμέσως ως προσωπική εξύβριση, εάν όχι ως τερατώδη προσβολή.

Τι να θέλουν, άραγε, οι συγγραφείς από εκείνους που εκφράζονται δημόσια για τα προϊόντα τους; Όταν το 1955 δημοσίευσα κάτι για τον Άρνολντ Τσβάιχ και του το έστειλα κιόλας, ενώ δεν ήταν απαραίτητο, εκείνος με ευχαρίστησε με κάποιο ανέκδοτο: «Κάποτε ο Χάινριχ Μανν, ο Άρτουρ Σνίτσλερ και ο Χούγκο φον Χόφμανσταλ έκαναν περίπατο μαζί στη λίμνη του Starnberg, μιλούσαν για τη λογοτεχνική κριτική και ρωτώντας τον Χόφμανσταλ τι πιστεύει για την κριτική πήραν την κλασική απάντηση: «Πρέπει να ’ν’ πιότερο ’παινετική, πρέπει να ’ν’ πιότερο ’παινετική, πρέπει να ’ν’ πιότερο ’παινετική». Ο Γκέοργκ Λούκατς είχε αφιερώσει στο θέμα «Συγγραφέας και Κριτική» μία εμπεριστατωμένη πραγματεία· έπειτα από λεπτούς, ενίοτε άκρως περίπλοκους συλλογισμούς εκπλήσσει τους αναγνώστες του με μιαν αποκάλυψη: «Για τον συγγραφέα “καλή” κριτική είναι γενικά εκείνη που επαινεί τον ίδιο και εξευτελίζει τους αντιζήλους του, “κακή” εκείνη που ψέγει τον ίδιο ή ευνοεί τους αντιζήλους του».

Μαρσέλ Ράιχ – Ρανίτσκι, «Η ζωή μου», μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Ίνδικτος, σελ. 528

Διαβάστε επίσης:

Bιβλίο: Οι προτάσεις της εβδομάδας

Bιβλιο: Ο μακρύς χρυσούς αιώνας της ανθρωπότητας

Βιβλίο: Το θολό όριο των πόθων

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 08:14