Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Τα υπερπλεονάσματα επιστρέφουν, όχι ως αποτέλεσμα ανάπτυξης, αλλά ως προϊόν της ακρίβειας και της υπερφορολόγησης.
Το κράτος καταγράφει σημαντική υπέρβαση εσόδων, κυρίως από έμμεσους φόρους όπως ο ΦΠΑ και οι ΕΦΚ, επιβεβαιώνοντας πως ο πληθωρισμός δεν «καίει» μόνο τα νοικοκυριά αλλά γεμίζει και τα δημόσια ταμεία. Την ώρα που η κοινωνία πιέζεται από τις υψηλές τιμές, ο προϋπολογισμός ενισχύεται από φόρους επί ακριβότερων αγαθών, δημιουργώντας ένα πλεόνασμα που πληρώνουν οι πολλοί – και το οποίο ενισχύει τις ενστάσεις για μια φορολογική πολιτική που δεν είναι απλώς επαρκής, αλλά περιττά εξοντωτική.
Η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού για το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2025 αποκαλύπτει μια επαναλαμβανόμενη πλέον πραγματικότητα: η χώρα εμφανίζει διαδοχικά υπερπλεονάσματα, τα οποία ωστόσο στηρίζονται σε μια εύθραυστη και κοινωνικά προβληματική βάση – αυτή της υπερφορολόγησης και της ακρίβειας.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα σε τροποποιημένη ταμειακή βάση διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 5,343 δισ. ευρώ, όταν ο στόχος ήταν μόλις 1,055 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το κράτος πέτυχε υπέρβαση σχεδόν 4,3 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν αφαιρεθούν ποσά που οφείλονται σε τεχνικά λογιστικά φαινόμενα – όπως ετεροχρονισμοί πληρωμών του τακτικού και επενδυτικού προϋπολογισμού ή προεισπράξεις φόρων – το πλεόνασμα παραμένει κατά 1,454 δισ. ευρώ υψηλότερο από τον στόχο. Αυτή η τάση δεν είναι καινούργια. Αποτελεί συνέχεια μιας πολιτικής επιλογής που επενδύει διαχρονικά στην επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων μέσω της συστηματικής υπέρβασης των στόχων στα φορολογικά έσοδα, με τίμημα όμως τη διατήρηση μιας οικονομικά ασφυκτικής πίεσης στην κοινωνία.
Πίσω από τα νούμερα, η πραγματικότητα είναι σαφής: τα υπερπλεονάσματα δεν είναι προϊόν ανάπτυξης, επενδύσεων ή αποτελεσματικότερης διοίκησης. Είναι προϊόντα υπερφορολόγησης – ιδιαίτερα των καταναλωτών και των φυσικών προσώπων – και σε μεγάλο βαθμό, συνέπεια της ακρίβειας, που λειτουργεί πλέον ως σιωπηρός μηχανισμός αύξησης των εσόδων.
Τα έσοδα από ΦΠΑ για το πρώτο πεντάμηνο ανήλθαν σε 10,995 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τον στόχο κατά 271 εκατ. ευρώ. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται σε αυξημένη κατανάλωση ή ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, αλλά κυρίως στην αύξηση των τιμών: όταν το κόστος αγαθών και υπηρεσιών ανεβαίνει λόγω πληθωρισμού ή στρεβλώσεων στην αγορά, ο ΦΠΑ – ως ποσοστιαίος φόρος – εφαρμόζεται πάνω σε μεγαλύτερες τιμές, με αποτέλεσμα περισσότερα έσοδα για το Δημόσιο. Το ίδιο ισχύει και για τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, οι οποίοι ανήλθαν σε 2,789 δισ. ευρώ, αυξημένοι κατά 58 εκατ. Η ακρίβεια, λοιπόν, δεν είναι για το κράτος μόνο ένα κοινωνικό πρόβλημα· είναι πλέον και μια ασφαλής πηγή δημοσιονομικού πλεονάσματος.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η εικόνα στους φόρους εισοδήματος. Συνολικά, τα έσοδα από φόρους εισοδήματος έφτασαν τα 9,167 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τον στόχο κατά 967 εκατ. ευρώ. Από αυτά, τα 817 εκατ. ευρώ προέρχονται από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων – δηλαδή από τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους μικρούς επαγγελματίες, οι οποίοι καλούνται να επιστρέψουν ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων που έλαβαν, μέσω της φορολογίας. Αντίθετα, ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων (επιχειρήσεων) υπολείπεται του στόχου κατά 70 εκατ. ευρώ, εν μέρει λόγω εμπροσθοβαρούς πληρωμής δόσεων του προηγούμενου οικονομικού έτους. Αυτή η ασυμμετρία ενισχύει το συμπέρασμα ότι η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού στηρίζεται πρωτίστως στους φορολογικά πιο ευάλωτους, κι όχι στις πιο παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας.
Προστίθεται σε αυτό και το γεγονός ότι ποσό ύψους 665 εκατ. ευρώ εισπράχθηκε νωρίτερα απ’ ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί – λόγω της πρόωρης ενεργοποίησης της εφαρμογής υποβολής φορολογικών δηλώσεων από τα μέσα Μαρτίου. Ουσιαστικά πρόκειται για τεχνητή ενίσχυση του πενταμήνου με έσοδα που κανονικά θα κατανέμονταν στους επόμενους μήνες – μια λογιστική μεταφορά που ενισχύει το ταμειακό προφίλ χωρίς να αντιστοιχεί σε ουσιαστική αλλαγή της φορολογικής βάσης.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και τα έσοδα από τους φόρους ακίνητης περιουσίας, που ανήλθαν σε 1,530 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 139 εκατ. ευρώ. Η μόνιμη και σταθερά υψηλή φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας – ακόμα και μικρών ιδιοκτησιών – συνεχίζει να προσφέρει σταθερά κρατικά έσοδα, αλλά επιβαρύνει σοβαρά τη μεσαία τάξη και διαμορφώνει στρεβλά κίνητρα για την αξιοποίηση ακινήτων.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από όλα τα παραπάνω είναι το εξής: γιατί συνεχίζεται αυτή η στρατηγική υπερσυγκέντρωσης εσόδων μέσω φόρων, όταν τα δημοσιονομικά περιθώρια διευρύνονται; Όταν το κράτος υπεραποδίδει κατά 4,3 δισ. ευρώ έναντι στόχου σε πέντε μόλις μήνες, είναι εύλογο να τεθεί υπό αμφισβήτηση αν η παρούσα φορολογική επιβάρυνση είναι αναγκαία, ή απλώς διατηρείται ως επιλογή πολιτικής σταθερότητας, εις βάρος της οικονομικής ελευθερίας και της κοινωνικής συνοχής.
Διότι το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιος πληρώνει, αλλά και γιατί συνεχίζει να πληρώνει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται το κράτος. Όταν οι πολίτες επιβαρύνονται με υψηλούς φόρους λόγω της ακρίβειας, και το κράτος καρπώνεται τα οφέλη χωρίς να επιστρέφει κοινωνικά αντισταθμίσματα, τότε δεν πρόκειται για υγιή δημοσιονομική πολιτική – αλλά για υπερφορολόγηση με ταξικά χαρακτηριστικά.
Διαβάστε επίσης:
Προϋπολογισμός: Στα 5,34 δισ. ευρώ το πρωτογενές πλεόνασμα στο πεντάμηνο
ΔΥΠΑ: 141 εργαστήρια ομαδικής συμβουλευτικής τον Ιούλιο
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.