search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24.10.2025 03:21
MENU CLOSE

Βιβλίο: Καλοκαίρι και έγκλημα – Έντεκα ιστορίες, μία αφήγηση χωρίς αθώους

06.07.2025 06:05
vivlio

Επιμέλεια αφιερώματος: Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης – Γρηγόρης Αζαριάδης

Δώρος Αντωνιάδης

Τα ρούχα του νεκρού αδελφού

«Του μοιάζεις πολύ», μου είπε μόλις με είδε. Με περίμενε στο αεροδρόμιο, αν και η αρχική συνεννόηση ήταν να βρω μόνος μου κάποιον τρόπο να φτάσω στο σπίτι του. Δεν ξέρω γιατί άλλαξε γνώμη. Μπορεί από ανυπομονησία ή επειδή κατάλαβε έστω κι αργά την αγένειά του στο τελευταίο μας τηλεφώνημα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ένα κόκκινο Renault Clio του 2005. Όσο οδηγούσε δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου, τόσο, που φοβήθηκα μην τρακάρουμε. Έριξα μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη. Είδα ένα μπατσικό σε κοντινή απόσταση, σαν να μας ακολουθούσε. Κάτι μουρμούρισε εκείνη τη στιγμή και γύρισα. Μου έδειξε το Radio-CD του αυτοκινήτου. «Τι μουσική ακούς;» ρώτησε. Σάστισα. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τέτοιες ερωτήσεις. Πώς να σκεφτείς μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τι φαγητά νοσταλγείς, ποιες είναι οι δέκα αγαπημένες σου ταινίες ή τα τρία βιβλία που σε στιγμάτισαν; «Τα πάντα» απάντησα. Έσπρωξε μέσα ένα CD που προεξείχε και στο επόμενο δευτερόλεπτο οι πρώτες νότες του «Linger» των Cranberries γέμισαν τον χώρο του μικρού αμαξιού.

Άνοιξα παράθυρο. Η καυτή υγρασία εισέβαλε απειλητικά κι έτσι το έκλεισα σχεδόν αμέσως. Σούφρωσε τα χείλη. Ο κλιματισμός είχε χαλάσει, απολογήθηκε. Δεν συνέφερε να τον φτιάξει. «Άσε που…» ξεκίνησε να λέει, αλλά μας διέκοψε ο ήχος του κινητού μου. «Ναι, μαμά, έφτασα. Ναι, το ξέρω ότι έχει πολλή ζέστη. Νησί είναι, Αύγουστος, δεν πειράζει. Εντάξει, μην ξεχάσεις να πας το βράδυ να ταΐσεις τη γάτα εσύ και θα σε πάρω αύριο να σου πω τι ώρα επιστρέφω» της είπα και τερμάτισα την κλήση. Σκέφτηκα να του ζητήσω να συνεχίσει την κουβέντα του, όμως την ίδια ώρα φτάσαμε κι έτσι το άφησα.

Στην πόρτα μάς περίμενε η μάνα του. Μόλις με είδε, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες κι οπισθοχώρησε κάπου μέσα. «Του μοιάζεις πολύ» μου είπε για ακόμα μια φορά, και δεν ήταν η τελευταία. Με έσπρωξε απαλά και προχωρήσαμε στο καθιστικό. Ο πατέρας του καθόταν με τον ανεμιστήρα ανοιχτό μπροστά από μια γιγαντιαία τηλεόραση και παρακολουθούσε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Καλησπέρισα, αλλά δεν αντέδρασε. Δεν σήκωσε καν τα μάτια του να με κοιτάξει. Η μάνα του εμφανίστηκε ξανά στην πόρτα τής κουζίνας και αποφεύγοντας να συναντήσει το βλέμμα μου, άπλωσε τα χέρια και μου έδωσε μια αλλαξιά. «Τα ρούχα του» μου είπε. Έστριψε απότομα τον κορμό της κι άρχισε να στριφογυρίζει μανιωδώς μια κουτάλα μέσα σε μια κατσαρόλα. «Ανεβείτε πάνω να ντυθεί το παλικάρι» άκουσα τη φωνή του πατέρα να προστάζει. Ενστικτωδώς κοίταξα το ρολόι μου. Έξι και δέκα κι ο καύσωνας δεν έλεγε να κοπάσει.

Τα ρούχα δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ένα μακρύ λαδί cargo παντελόνι κι ένα μαύρο φούτερ με κουκούλα των Milwaukee Bucks, μόνο που οι σαράντα βαθμοί υπό σκιάν έκαναν τα υφάσματα να κολλάνε στο σώμα μου σαν θερμομονωτικά υλικά. Άκουσα ένα μπιπ κι ένα κύμα δροσερού αέρα χτύπησε τον σβέρκο μου. «Όπως είπαμε και στο τηλέφωνο, όλα πρέπει να είναι ίδια» μου είπε με το χειριστήριο του κλιματιστικού στο χέρι. Ρύθμισε τη θερμοκρασία στους είκοσι πέντε βαθμούς και με πλησίασε. Έβαλε τα χέρια του στα μαλλιά μου και τ’ ανακάτεψε. «Δεν τα χτένιζε ποτέ» μου εξήγησε. «Τώρα μάλιστα. Ειδικά με τα ρούχα αυτά, είστε ολόιδιοι». Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Μ’ έβαλε να καθίσω στο κρεβάτι και κατέβηκε να τους φωνάξει. Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα.

Ήμουν ήρεμος. Είχα κάνει κάτι ανάλογο δεκάδες φορές. Κοίταξα ξανά το ρολόι μου. Έξι και σαράντα. Υπολόγισα πως αύριο τέτοια ώρα θα ήμουν στο σπίτι με τη γάτα μου αγκαλιά. Τους άκουσα να ανεβαίνουν. Μπήκαν ένας ένας στο διπλανό δωμάτιο, όλοι, εκτός από αυτόν, ο οποίος ήρθε εκεί που βρισκόμουν εγώ. Έκλεισε την πόρτα και με πλησίασε. Με κοίταξε ξανά από πάνω ώς κάτω και μετά γύρισε το κεφάλι του αργά, αριστερά δεξιά, σαρώνοντας τον χώρο. Ήθελε, προφανώς, όλα να είναι στην εντέλεια. Απομακρύνθηκε περίπου δύο μέτρα και έβαλε τα χέρια σαν ορθές γωνίες μπροστά στο πρόσωπό του, σχηματίζοντας στον αέρα ένα τετράγωνο. Με κοίταξε σαν σκηνοθέτης μέσα απ’ το υποτιθέμενο πλάνο. Θα πρέπει να τον ικανοποίησε αυτό που είδε, γιατί έβαλε το κινητό του πάνω σε ένα τρίποδο και ακούμπησε τον δείκτη του στην οθόνη. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει η βιντεοσκόπηση και προχώρησε βιαστικά προς το μέρος μου. Ήταν φανερό ότι δεν κρατιόταν.

«Μόλις τον είχα τσακώσει να μου κλέβει είκοσι ευρώ», ξεκίνησε να λέει, «και δεν ήταν η πρώτη φορά. Μας είχε ξετινάξει. Μετρητά, κινητά, λάπτοπ, κοσμήματα… Μέχρι και τις βέρες των γονιών μας πούλησε για μια δόση του ο αδελφός μου» είπε και μου έτεινε το πορτοφόλι του. Προεξείχε ένα εικοσάρικο. Μου έκανε νόημα να το αρπάξω. Μόλις το πήρα, ένιωσα στον λαιμό μου δυο χέρια να με σφίγγουν σαν τανάλιες. Τα ’χασα! Προσπάθησα να φωνάξω, αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος. Έβαλα τα χέρια μου πάνω στα δικά του και αγωνίστηκα να τα κατεβάσω χωρίς επιτυχία. Ήταν δυνατός σαν ταύρος! Τα μάτια του γυάλιζαν. Είχε θολώσει. «Μας έχεις γαμήσει τις ζωές. Ο πατέρας μας αρρώστησε, η μάνα μας έχασε τη δουλειά της κι εγώ αναγκάστηκα να παρατήσω το Πανεπιστήμιο για να σε προσέχω. Είσαι ένα παράσιτο. Ή εσύ, ρε καριόλη, ή εμείς» μου είπε σφίγγοντας ακόμα παραπάνω τη λαβή του. Σε λίγο θα έχανα τις αισθήσεις μου. Έκλεισα τα μάτια, την ώρα που άκουσα να χτυπάνε την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Κάποιος την κλώτσησε δυνατά, βούτηξε πάνω του και τον έσπρωξε μακριά. Άρχισα να βήχω ακατάπαυστα προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Δύο μπάτσοι με βοήθησαν να σηκωθώ, την ώρα που ένας τρίτος τον ακινητοποιούσε μ’ ένα κεφαλοκλείδωμα.

Άλλαξα την πτήση για το ίδιο βράδυ. Δεν ήθελα να μείνω ούτε λεπτό παραπάνω στο νησί. Ήμουν γεμάτος μώλωπες στον λαιμό κι ακόμα δεν μπορούσα να μιλήσω καλά. Έστειλα ένα μήνυμα στη μάνα μου να μην ταΐσει τη γάτα, θα της εξηγούσα αργότερα. Οι μπάτσοι μ’ άφησαν στο αεροδρόμιο. Τέρμα η συνεργασία μαζί τους για αναπαραστάσεις εγκλημάτων. Όσο καλά κι αν ήταν τα λεφτά, δεν θα ρίσκαρα τη ζωή μου για τον κάθε ψυχάκια. Μπήκα στο αεροπλάνο, έβαλα το κινητό σε λειτουργία πτήσης και φόρεσα τ’ ακουστικά μου. Πάτησα να παίξει η λίστα με τα αγαπημένα τραγούδια μου. Τυχαία ξεκίνησε το «Zombie» των Cranberries. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή το αποφάσισα. Την επόμενη φορά που θα με ρωτούσε κάποιος, θα του έλεγα ότι γουστάρω τη βρετανική ποπ-ροκ σκηνή.

Ο Δώρος Αντωνιάδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974 και ζει στην Αθήνα με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Έχει εκδώσει τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματα, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο προσωπικό του blog dorosantoniadis.com γράφει για τα βιβλία που διαβάζει και τις ταινίες που βλέπει, αλλά συχνά γράφει και μικρές ιστορίες για τον κόσμο που ζει.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24.10.2025 03:02