Γιατί η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι η ακριβότερη στην Ευρώπη
Η χρέωση ενέργειας, όπως αναφέρεται στους γνωστούς μας λογαριασμούς ρεύματος, διαμορφώνεται από το άθροισμα της τιμής του χρηματιστηρίου ενέργειας πλέον του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης, κόστος που αφορά ισχύ και ενέργεια που αγοράζει ο ΑΔΜΗΕ για τις ανάγκες ευστάθειας του συστήματος.
Συγκεκριμένη μελέτη της Grant Thorton έδειξε ότι από τον Ιούλιο του 2024 παρατηρείται συνεχής αδικαιολόγητη αύξηση του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης έως και 150% ως προς το 2024. Αύξηση που έχει σαν αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνση των καταναλωτών και υπερκέρδη, κύρια για τα υδροηλεκτρικά (Υ/Η) και τις μονάδες με φ.α.
Από δεύτερη πρόσφατη μελέτη της Grant Thorton, προκύπτει ότι οι ελληνικές χρεώσεις για την αγορά εξισορρόπησης είναι συστηματικά υψηλότερες από εκείνες της Ιταλίας, η οποία έχει το ίδιο μοντέλο κεντρικής κατανομής. Ειδικότερα, η μέση χρέωση ως ποσοστό της μέσης τιμής στο χρηματιστήριο ενέργειας την περίοδο 2024-2025 (έως Απρίλιο) διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο ~12%, έναντι ~3% στην Ιταλία (χωρίς να λάβουμε υπόψη τα 200εκατ. ευρώ/έτος που δαπανά ο ΑΔΜΗΕ για αγορά ισχύος εξισορρόπησης).
Ενώ λοιπόν το χρηματιστήριο ενέργειας της Ιταλίας έχει διαχρονικά την υψηλότερη τιμή σε όλη την Ευρώπη, τελικά λαμβάνοντας υπόψη το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η χώρα μας έχει την ακριβότερη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την Ευρώπη, πάρα το όσα υποστηρίζουν κάποιοι αρμόδιοι.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε το γεγονός, ότι δεν υπάρχει διαφάνεια στις χρεώσεις που διαμορφώνουν το κόστος αλλαγής στο πρόγραμμα παραγωγής των συμβατικών μονάδων, γιατί εκτός των άλλων η αμοιβή των μονάδων που προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες γίνεται βάσει των προσφορών τους, το οποίο επίσης χρεώνεται στο κόστος της αγορά εξισορρόπησης.
Συγκεκριμένα από τις αρχές Ιουλίου διαπιστώνουμε ότι καθημερινά ο ΑΔΜΗΕ εντάσσει στο πρόγραμμα αγοράς δύο λιγνιτικές μονάδες (Αγ. Δημήτριος 3 και 4) με εντολή του, οι οποίες αμείβονται αδιαφανώς βάσει της προσφοράς τους, ρύθμιση η οποία θα συνεχιστεί για όλο το καλοκαίρι.
Την δε περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου του 2025 και όλα τα ΣΚ του Ιουλίου παρακολουθούμε καθημερινά τις ώρες ηλιοφάνειας, οπότε η παραγωγή των ΑΠΕ υπερκαλύπτει το τελικό φορτίο (Ζήτηση – εισαγωγές) με αποτέλεσμα οι τιμές στο χρηματιστήριο να συρρικνώνονται, 4-5 θερμικές μονάδες να εντάσσονται στην αγορά με εντολή ου ΑΔΜΗΕ και να αμείβονται επίσης με βάσει την προσφορά τους.
Η μη ύπαρξη ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η αυξημένη ζήτηση στην ευρύτερη περιοχή των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης απλά διαμορφώνουν τις συνθήκες, ώστε να επιχειρηθεί χειραγώγηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αφού οι τιμές μεταφέρονται αυτόματα στα τιμολόγια στη λιανική.
Συγκεκριμένα στην περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2024 παρατηρήθηκε εκτόξευση των τιμών στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά με τη δύση του ηλίου στις ώρες αιχμής, που ξεπερνούσαν ακόμη και τα 600 €/MWh, τιμές όμως που δεν δικαιολογούνται από το κόστος παραγωγής.
Η άποψη ότι οι υψηλές τιμές ήταν αναγκαίες για να προστατευτούν τα αποθέματα των Υ/Η, ώστε τα Υ/Η να χρησιμοποιηθούν στην αγορά εξισορρόπησης, όπου προσφέρουν υπερκέρδη, αγνοεί ότι τις υψηλές τιμές στο χρηματιστήριο τις πλήρωσαν όχι μόνο οι γειτονικές χώρες, αλλά όλοι οι Έλληνες καταναλωτές, από τους οποίους ελάχιστοι επιδοτήθηκαν.
Το ίδιο φαινόμενο της διαμόρφωσης υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά από τους ίδιους παίκτες συνεχίζεται από το Νοέμβριο του 2024 για όλο το χειμώνα, καθώς υπήρχε υψηλή ζήτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας για εξαγωγές στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Με αποτέλεσμα η ηλεκτροπαραγωγή από φ.α την περίοδο Νοεμβρίου 2024- Φεβρουαρίου 2025 να αυξηθεί περίπου κατά 100% ως προς την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Σίγουρα δεν μιλάμε επομένως για εξαγωγές πλεονάζουσας πράσινης ενέργειας.
Από την ανάγνωση της πρώτης μελέτης προκύπτει, όχι μόνο η κατακόρυφη αύξηση του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης, αλλά η συστηματική σημαντική υπερδήλωση του φορτίου που καταγράφεται κατά την περίοδο Ιουνίου- Νοεμβρίου 2024, παρά τις χρεώσεις μη συμμόρφωσης με τις οποίες επιβαρύνονται οι εκπρόσωποι φορτίου.
Μάλιστα, παρατηρούμε ότι συχνά οι υπερδηλώσεις κυριαρχούν στις ώρες που υπάρχει υπερπαραγωγή των ΑΠΕ (Ιουν-Νοε) για να συγκρατηθούν οι τιμές. Σε μια ευνομούμενη αγορά η εκτόξευση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς σε τέτοια επίπεδα θα προκαλούσε την αντίδραση των προμηθευτών. Είναι επομένως προφανές ότι οι καθετοποιημένοι παίκτες, ως παραγωγοί, διαμορφώνουν τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά σε όποια επίπεδα επιθυμούν, όταν οι συνθήκες το ευνοούν, όπως αυξημένη εγχώρια ζήτηση ή μειωμένη παραγωγή ΑΠΕ και αυξημένη ζήτηση για εξαγωγές, αφού ως προμηθευτές δεν είναι εκτεθειμένοι στο ρίσκο των υψηλών τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς.
*Ο Αντώνης Κοντολέων είναι Πρόεδρος ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας)
Διαβάστε επίσης:
Τελικά μας κυβερνάει ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ…
Οι μπανανιές στον Όλυμπο και τα άκυρα στην ευρωπαϊκή εισαγγελία