Νομικά έωλο, ηθικά μεμπτό και παιδαγωγικά αντιφατικό το πλαίσιο για το κυνήγι
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τοκατλίδης
Έτσι, όπως κάθε χρόνο, επανακηρύσσεται μία νέα κυνηγετική περίοδος, διάρκειας περίπου έξι μηνών, κατά την οποία το Κράτος επιτρέπει τη θήρευση της πανίδας του τόπου μας.
Στην υπουργική αυτή απόφαση υπάρχει ένα εκτενές προοίμιο, που απαρτίζεται από πενήντα δύο παραγράφους, και στις οποίες απαριθμούνται μεταξύ άλλων διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, ενωσιακή και ελληνική νομοθεσία, περιβαλλοντική και διοικητική, καθώς και μία σειρά μελετών επί των οποίων βασίζεται η εκτίμηση των ορίων θήρευσης, που αναφέρεται μάλιστα ως «διαχείριση της θηραματοπανίδας».
Στις μελέτες αυτές φαίνεται να γίνεται εκτίμηση πολλών παραμέτρων, όπως η διατάραξη των οικοσυστημάτων λόγω των πυρκαγιών, η συρρίκνωση των φυσικών ενδιαιτημάτων, η διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς και «η ανάγκη διατήρησης των πληθυσμών όλων των ειδών της άγριας πανίδας σε ικανοποιητικά επίπεδα, ώστε να ανταποκρίνονται στις οικολογικές και επιστημονικές απαιτήσεις, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και ψυχαγωγικών αναγκών» (προοίμιο, παράγραφος 31, σημείο δ’).
Ενδεχομένως η πανίδα της Ελλάδας δεν έχει κατά τους αρμοδίους κάποια αυταξία, η ζωή των ζώων και των πτηνών που καταφέρνουν να επιβιώνουν δεν είναι καθαυτή σεβαστή και προστατευτέα. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη φιλοσοφία της νομοθεσίας για τη θήρα, οι πληθυσμοί όλων των ειδών της άγριας πανίδας πρέπει απλώς να διατηρούνται σε «ικανοποιητικά επίπεδα», όχι επειδή η ζωή τους έχει κάποια σημασία, αλλά για να εκπληρούν ορισμένες υποχρεώσεις (να ανταποκρίνονται σε … οικολογικές και επιστημονικές απαιτήσεις) και μάλιστα αυτό υπό το πρίσμα «οικονομικών και ψυχαγωγικών αναγκών».
Όσο δυσχερής και εάν είναι η ανάλυση και κατανόηση αυτών των παραμέτρων, το πρακτικό τους αποτέλεσμα είναι πάντως σαφές. Έτσι, ενδεικτικά, σύμφωνα με τον «Πίνακα Θηρευσίμων Ειδών» που συνοδεύει την υπουργική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, επιτρέπεται κατά τη χρονική περίοδο από 15.09.2025 έως 28.02.2026 κάθε κυνηγός να φονεύει απεριόριστο αριθμό αλεπούδων (vulpes vulpes), κάθε ημέρα της εβδομάδας.
Ακατανόητο το σκεπτικό για την εξόντωση των αλεπούδων
Για εμάς τους μη ειδήμονες δεν είναι σαφές ποια ανάγκη εξυπηρετεί (οικονομική, τροφική, ψυχαγωγική ενδεχομένως ή άλλη) η θήρα αλεπούδων, ενός ζώου έξυπνου, συμπαθούς και με κοινωνικά και επικοινωνιακά χαρακτηριστικά που λίγο απέχουν από αυτά του σκύλου. Όχι ότι για να μην καθίσταται ένα ζώο στόχος θήρας πρέπει να είναι «συμπαθητικό». Αλλά το παράδειγμα της αλεπούς είναι χαρακτηριστικό της αδυναμίας κατανόησης του σκεπτικού και της σκοπιμότητας κατ’ ουσίαν άδειας εξόντωσης κάθε αλεπούς στην ελληνική επικράτεια (εάν αυτό ήταν πρακτικά εφικτό). Το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι ενδεχομένως κάποιες αλεπούδες ενοχλούν (επειδή επιχειρούν να τραφούν με μικρά ζώα ή πτηνά σε φάρμες και σπίτια) δεν φαίνεται πειστικό. Επίσης το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι μπορούν να γίνουν φορείς του ιού της λύσσας δεν είναι πειστικό, καθώς το θέμα έχει από ετών αντιμετωπισθεί με κατάλληλους τρόπους και η λύσσα έχει ουσιαστικά εξαφανισθεί από την Ελλάδα: έχει να μεταδοθεί σε άνθρωπο στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1970. Δεν είναι επομένως σαφές με ποια λογική επιτρέπεται η εν δυνάμει πλήρης εξόντωση των αλεπούδων στην Ελλάδα, στο ίδιο πάντοτε παράδειγμα.
Χωρίς πραγματικό έλεγχο το κυνήγι των τρυγονιών
Αλλά και σε περιπτώσεις ζώων ή πτηνών που η υπουργική απόφαση προβλέπει ορισμένους περιορισμούς θήρας, γεννώνται πολλά ερωτηματικά. Έτσι, λ.χ. για το τρυγόνι (Streptopelia turtur) προβλέπεται ότι επιτρέπεται η θήρα του για την περίοδο από 15.09.2025 «μέχρι τη συμπλήρωση του εθνικού ορίου κάρπωσης και όχι αργότερα από 30/10», καθ’ όλες της ημέρες της εβδομάδας και με κάθε κυνηγό να έχει δικαίωμα να φονεύσει μέχρι τέσσερα τρυγόνια.
Το τρυγόνι είναι ένα είδος πτηνού που μοιάζει αρκετά με το περιστέρι, είναι μεταναστευτικό είδος (διανύει κάθε χρόνο χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης) και, βεβαίως, είναι απειλούμενο με εξαφάνιση… Το είδος είναι τόσο έντονα απειλούμενο, που επί σειρά ετών είχε απαγορευθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κυνήγι του σε μία σειρά κρατών, λόγω των ισχνών αριθμών του. Όμως, η θήρευσή του, υποτίθεται με περιορισμούς (ποσοτικούς), που ασφαλώς προϋποθέτει την ύπαρξη αξιόπιστων ρυθμιστικών και ελεγκτικών μηχανισμών.
Στην Ελλάδα, επομένως, καθορίζεται «ετήσιο εθνικό όριο κάρπωσης» τα 36.000 άτομα και προβλέπεται ότι με τη συμπλήρωση του εν λόγω «ορίου κάρπωσης» παύει … αυτόματα και η θήρα του τρυγονιού στην Ελλάδα. Πέραν του ότι η έννοια της «κάρπωσης» δεν είναι πολύ ταιριαστή σε ελεύθερα πτηνά που πυροβολούνται, το σημαντικό εν προκειμένω είναι ότι ο έλεγχος συμπλήρωσης του ετήσιου ορίου των 36.000 τρυγονιών βασίζεται κατ’ ουσίαν στην οικειοθελή, από πλευράς κάθε κυνηγού, δήλωση των θηρευθέντων από αυτόν τρυγονιών, ώστε να παρακολουθείται η προοδευτική συμπλήρωση του εθνικού ορίου από το Υπουργείο. Επομένως, το όλο σύστημα επιτρεπόμενης θήρευσης ενός απειλούμενου είδους στηρίζεται αφενός στην οικειοθελή σύμπραξη των κυνηγών με δήλωση προς το Υπουργείο και αφετέρου στην ύπαρξη ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου από το Υπουργείο…
Μία τέτοια κατασκευή, όπως αυτή που προβλέπει η υπουργική απόφαση για τον έλεγχο συμπλήρωσης ορίων θήρευσης των ειδών της πανίδας μας, θέτει μία σειρά από προφανή επιστημονικά, περιβαλλοντικά, οικολογικά και τεχνικά ερωτήματα, όχι μόνο όσον αφορά τις παραδοχές και τη μεθοδολογία επί των οποίων έχει στηριχθεί, αλλά και όσον αφορά την επάρκεια του μηχανισμού ελέγχου (monitoring) στον οποίο η όλη αυτή κατασκευή στηρίζεται. Νομικά θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, εάν δεν υπάρχει πράγματι ο ελεγκτικός μηχανισμός στον οποίο στηρίζεται όλη αυτή η κατασκευή, τότε η υπουργική απόφαση είναι νομικά έωλη και ακυρωτέα (από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν αίτησης ακύρωσης), λόγω πλάνης περί τα πράγματα (στηρίζεται εσφαλμένως σε παραδοχές για πράγματα που δεν υφίστανται).
Επιστημονικά ερωτήματα και θέματα ηθικής φύσης
Πέραν όμως των επιστημονικών, περιβαλλοντικών, οικολογικών και τεχνικών ερωτημάτων και των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, τα θεμελιώδη είναι εν τέλει ηθικής φύσης.
Ανεξάρτητα από τα πορίσματα των οσοδήποτε τεκμηριωμένων ερευνών και μελετών, πόσο θεμιτό είναι η υφιστάμενη ακόμη πανίδα της χώρας μας να συνεχίζει να καταδιώκεται, όταν η φύση έχει πιεστεί τόσο πολύ, από την κλιματική αλλαγή, τους καύσωνες, τη λειψυδρία, τις πυρκαγιές, την υποβάθμιση των φυσικών ενδιαιτημάτων; Ποια ανάγκη ικανοποιεί ο φόνος ζώων και πτηνών που ακόμη επιβιώνουν σε αυτό το πλαίσιο;
Και πώς συμβιβάζεται η ιδέα που προάγει το Κράτος, μέσω της νομοθεσίας και του εκπαιδευτικού συστήματος, ότι η βία (και μάλιστα η βία έναντι των αδυνάμων) αποκηρύσσεται και απαγορεύεται, όταν η βία αντιμετωπίζεται παράλληλα και ως επιτρεπτό μέσο… διασκέδασης;
Κίνδυνος για προαγωγή της βίας
Πώς ένας νέος ή μία νέα που μαθαίνει ότι είναι αποδεκτό και νόμιμο να φονεύει απεριόριστο αριθμό λ.χ. ορισμένου είδους κυνοειδών (αλεπούδων) για διασκέδαση, μπορεί να κατανοήσει και να ενστερνισθεί ότι την ίδια στιγμή είναι παράνομο και τιμωρείται αυστηρότατα, με κάθειρξη και πρόστιμα δεκάδων χιλιάδων ευρώ (Ν. 4830/2021) ο φόνος ενός άλλου είδους κυνοειδούς, του σκύλου; Όταν η πράξη γίνεται αποδεκτή επί της αρχής, πώς οριοθετείται εν συνεχεία; Τι ζητούμε εν τέλει, ως Κοινωνία και ως Πολιτεία, από τον νέο ή τη νέα αυτή, που είναι ο αυριανός πολίτης και γονέας, να καταλάβει; Ότι είναι αποδοκιμαστέα και απαγορεύεται η πράξη καθεαυτή ανεξαρτήτως του θύματος ή ότι επιτρέπεται καταρχήν η πράξη καθεαυτή, αλλά μπορεί να απαγορεύεται κατά περίπτωση και κατά το δοκούν, αναλόγως του θύματος;
Η εσωτερική αντίφαση αυτού του συστήματος αξιών αντανακλάται στην έλλειψη λογικής και συνοχής του αντίστοιχου συστήματος νομικών κανόνων, που όσο έχει αυτή τη δομή και περιεχόμενο δεν θα είναι ικανό να προλάβει τη βία κάθε μορφής, να απαντήσει πειστικά σε αυτή και να οδηγήσει στην εξάλειψή της.