Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Σε ένα Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης κάποιος ξεχνάει τα γυαλιά του σε μια θέση που χρησιμοποιείται συνήθως για να έχουν χώρο τα διάφορα εκθέματα. Το διερχόμενο κοινό προσλαμβάνει την εικόνα των μεμονωμένων γυαλιών ως έκθεμα, με αποτέλεσμα να επιδίδεται στη διαρκή φωτογράφισή τους. Με τα πολλά το «σφάλμα» αποκαλύπτεται και οι δράστες της φωτογράφισης αποσύρονται, σπεύδοντας (ίσως) να εξαλείψουν και τις φωτογραφίες τους…
Η ιστορία αυτή παραπέμπει κάπου: Μεταξύ άλλων παραπέμπει στην «κατανοησιμότητα» της τέχνης, στο γεγονός ότι, πέρα από τα ενδογενή διφορούμενα νοήματα και τις ασάφειές της, η τέχνη οφείλει να είναι γενικώς σαφής! Η τέχνη πρέπει να είναι κατά το δυνατόν διαυγής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να είναι φωτογραφική, ότι πρέπει να χάνει τον φωτοστέφανο της αοριστίας της.
Στο κατακαλόκαιρο που διανύσαμε με τις τόσες εικόνες της φύσης «live» που μας πλημμύρισαν, με τα τοπία που απλόχερα μας έδωσαν οι περιστάσεις, με τις συναντήσεις του ουρανού και της θάλασσας, του αποξηραμένου – πετρώδους χώρου και των βαθύσκιων δενδρώνων, με τις συναντήσεις ημέρας και νύχτας και με το αίσθημα γαλήνης που εκπέμπουν, είχαμε την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την έννοια της σύγχρονης τέχνης και να την αξιολογήσουμε σε σχέση με τα «ανθρώπινα εκθέματα»: Η φύση και η κοινωνία μας δίνουν το υλικό, όμως πρέπει κι εμείς να το αξιολογήσουμε!
Εδώ ανατρέχω στο έργο του Κοσμά Βίδου («Πόσο τέχνη είναι η μοντέρνα τέχνη;», περιοδικό «Lifo»), όπου εκτίθενται οι κύριες αμφισβητήσεις της μοντέρνας τέχνης, και μάλιστα διαφόρων μεγαλοπαραγόντων της. Λέει λοιπόν ο Βίδος:
«Σε παλαιότερη επίσκεψη μου στο Leopold Museum της Βιέννης, το οποίο διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές μοντέρνας τέχνης στην Αυστρία, το πρώτο έκθεμα που είδα μπαίνοντας ήταν ένα πλακάκι: ένα απλό κρεμ πλακάκι, ίδιο με αυτά που βάζουμε στις κουζίνες ή στα μπάνια μας, τοποθετημένο στο κέντρο ενός άδειου τοίχου.
Ήταν έργο της Γιόκο Ονο, διάβασα. Μερικά χρόνια μετά βρέθηκα να παρακολουθώ μια performance (ή κάτι τέτοιο) της ίδιας: το φιλμάκι την έδειχνε να μπαίνει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, να στέκεται πίσω από ένα μικρόφωνο και να αρχίζει να ουρλιάζει. Αυτό κράτησε δύο περίπου λεπτά. Τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να πάρω ασπιρίνη η δημιουργός αποχώρησε. Είχα πλέον σχηματίσει γνώμη για την εικαστικό Γιόκο».
Μετά τη Γιόκο ο Βίδος περνάει στη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, αυτήν την ολωσδιόλου περίεργη, «που καθόταν σιωπηλή στο καλλιτεχνικό της βάθρο και σε κοίταζε “στοχαστικά” επί ώρες»: Οι καλλιτέχνες έχουν τις ιδιοτροπίες τους, τα χούγια ούτως ειπείν, που είναι προς έρευνα και αποκάλυψη στα μάτια των κοινών θνητών, αλλά αυτές πάλι πρέπει να πειθαρχούν σε μια βαθύτερη λογική.
Η ιστορία με την Αμπράμοβιτς επρόκειτο να έχει συνέχειες: Σε ένα άρθρο της Ματούλας Σκαλτσά («Βήμα», 10.8.25) αναβίωνε το μαγικό έως μυστηριώδες άγγιγμα της Αμπράμοβιτς. Λέει η Σκαλτσά: «Σε άλλη προβολή (performance της ίδιας) ακουγόταν ο ήχος των σκαμπιλιών που για 20 λεπτά έδινε ο ένας στον άλλον, σε μια κρεσέντο διαδοχή “μουσικών οργάνων” ή αλλού, στους λαρυγγισμούς που η ίδια άφηνε, μέχρι να απολέσει τη φωνή της»….
Η περίπτωση είναι πρόσφορη για να αναφέρουμε τον Τομ Στόπαρντ (που καταλάβαινε πως ο Βίδος δεν ήταν ο μόνος που δεν καταλάβαινε τη σύγχρονη τέχνη…) και ο οποίος, ζυμωμένος με τις νέες ιδέες περί τέχνης, επεξηγεί: «Δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατανοήσεις τη μοντέρνα τέχνη. Αν κρέμεται στον τοίχο είναι πίνακας, αν μπορείς να περπατήσεις γύρω της είναι γλυπτό». Ο Βίδος όμως προχωράει περαιτέρω με το να καταθέτει την άποψη ενός από τους σημαντικότερους Αμερικανούς κριτικούς, του Ντέιβιντ Χίκεϊ. Ο οποίος λέει: «Όποιος σήμερα έχει διαβάσει ένα κόμικς με τον Μπάτμαν θεωρείται πως πληροί τις προϋποθέσεις για καριέρα στον κόσμο της τέχνης»…
Θυμάμαι παλιά ένα φιλμ που διακωμωδούσε τη σύγχρονη τέχνη παρουσιάζοντας έναν μοντέρνο «ζωγράφο», που δεν ήξερε να κάνει σκίτσο: Διότι, πραγματικά, μόνο η πολύχρονη μαθητεία στην απεικόνιση προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει ένας καλλιτέχνης στον δρόμο της αφαίρεσης – πάντοτε όμως μη λησμονώντας τι μπορεί να προσλάβει το κοινό.
Ο Γιάννης Τσαρούχης, θέλοντας να τονίσει τη συνευθύνη του λαϊκού παράγοντα στην αισθητική αλλοίωση μιας ορισμένης εποχής, εκστόμιζε τη φράση «η ασχήμια της Αττικής είναι λαϊκό αίτημα»: Στις ημέρες μας η ασχήμια πλέον προσλαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, γίνεται βούληση μιας μικρής αλλά ενεργού μερίδας της κοινωνίας.
Σε μια από τις «πολύφερνες» εκφάνσεις του ρεαλισμού, μια από τις πολλές γνωστές «εκθέσεις» όπως αυτήν του Outlook που γίνονταν το 2003 στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, ο καλλιτέχνης σε προφίλ έκανε έρωτα με ένα καρπούζι! Πάλι ας μην παραλείψουμε την εκπομπή υγρών από το υπερυψωμένο πέος, ενώ παράλληλα εικονίζονταν ο Ιησούς – έργο καμωμένο από τον Thierry de Cordier –, που οδήγησε μάλιστα στην αποκαθήλωση του έργου και στη μεσολάβηση του εισαγγελέα «για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης» κ.λπ. κ.λπ.1
Εδώ φυσικά έρχεται η αυτονόητη παραπομπή στον Χριστιανόπουλο και στον Καβάφη. Ο πρώτος έκρινε τα έργα πολλών ποιητών και λογοτεχνών και τα κατέκρινε για την αοριστία τους και για τον τρεχαγυρευοπουλικό τους χαρακτήρα. Ο Καβάφης από την άλλη πλευρά έγραφε «καθάρια», τα έργα του ήταν αφετηριακά για βαθύτερες αναλύσεις και στοχασμούς: Πολεμήθηκε κι αυτός από τους συγχρόνους του, όμως χωρίς αποτέλεσμα – όπως έδειξε η αυξανόμενη απήχηση του έργου του.
Πώς μπορεί να αντιδράσει το κοινό σε περιπτώσεις ακατανόητων έργων; Οπωσδήποτε όχι με τον τρόπο που αντέδρασε με τον βανδαλισμό που έγινε από τον Νίκο Παπαδόπουλο – βουλευτή τότε της Νίκης – στην ανάρτηση τεσσάρων έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη στην Εθνική Πινακοθήκη, που περιλαμβάνονταν στην έκθεση «Η σαγήνη του αλλόκοτου». Τα έργα αποσπάστηκαν βίαια από τον τοίχο από τους Παπαδόπουλο και συντροφιά και πετάχτηκαν στο δάπεδο με συνέπεια τη θραύση τους. Αρνητική παρενέργεια: Διάφοροι φιλότεχνοι έσπευσαν να καταξιώσουν τα έργα του κυρίου Κατσαδιώτη, παίρνοντας ως αφετηρία τον κατατρεγμό τους από έναν βουλευτή!
Η τέχνη δεν προσφέρεται για γριφώδη νοήματα και για ακαταλαβίστικες ιδέες, όμως επίσης δεν προσφέρεται για βίαιες ενέργειες. Να ένας αμφίπλευρος κανόνας που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε.
1. Σταύρου Τσακυράκη, «Θρησκεία κατά τέχνης», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005
* Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας
Διαβάστε επίσης:
Να αγοράζουμε ελληνικά προϊόντα
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.