Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Η επόμενη τετραετία προμηνύεται η πιο «βαριά» φορολογικά περίοδος της πρόσφατης ελληνικής οικονομικής ιστορίας. Σύμφωνα με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πρόγραμμα 2026-2029, τα συνολικά φορολογικά έσοδα προβλέπεται να εκτοξευθούν από 71,15 δισ. ευρώ το 2025 σε 81,88 δισ. ευρώ το 2029 – μια αύξηση 10,7 δισ. ευρώ σε μόλις τέσσερα χρόνια. Η κυβέρνηση μιλά για «ανάπτυξη που θα φέρει περισσότερους φόρους, επειδή θα κινούνται τα εισοδήματα και η αγορά», όμως οικονομολόγοι και φορείς προειδοποιούν πως το παιχνίδι των στόχων δεν είναι τόσο απλό: ο «θεωρητικός» πλούτος των 82 δισ. φόρων δεν εγγυάται και πλουσιότερα νοικοκυριά.
Η βασική πηγή της αύξησης εντοπίζεται στην κατανάλωση. ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης, καύσιμα και ενεργειακά προϊόντα παραμένουν οι «αιμοδότες» των δημοσίων ταμείων. Οι έμμεσοι φόροι, που πληρώνει ο πολίτης κάθε φορά που αγοράζει ψωμί, καφέ, φάρμακα ή βάζει βενζίνη, συνθέτουν σχεδόν το 60% της φορολογικής βάσης. Σε ένα περιβάλλον όπου η ακρίβεια τρέχει ήδη με ρυθμό 30% επιβάρυνσης στην τσέπη του πολίτη, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος κυμαίνεται στο 17%, η επιπλέον αύξηση φόρων μέσω της κατανάλωσης μοιάζει με δεύτερο κύμα πίεσης στα ίδια πορτοφόλια.
Για το 2026 και μόνο, οι φόροι που θα εισπραχθούν από το κράτος αυξάνονται κατά 2,65 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 73,53 δισ. ευρώ. Και ενώ μέρος της αύξησης οφείλεται (στις προβλέψεις) σε υψηλότερους μισθούς και καλύτερη κερδοφορία επιχειρήσεων, η πραγματικότητα για τα περισσότερα σπίτια στην Ελλάδα απέχει από τις μακροοικονομικές αισιοδοξίες. Τα τελευταία τρία χρόνια ο πληθωρισμός τροφίμων κινείται μόνιμα πάνω από 8-10%, τα ενοίκια αυξάνονται με διψήφια ποσοστά σε 7 στις 10 μεγάλες πόλεις, ενώ η ενέργεια – παρά τις επιδοτήσεις – παραμένει ακριβότερη σε σχέση με την προ-κρίσης περίοδο κατά 35-40%. Έτσι, το ερώτημα «πόσο από τη δημοσιονομική επέκταση επιστρέφει στον πολίτη» γίνεται πλέον επίμονο όσο και πολιτικό.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι οι στόχοι των εσόδων έχουν ουδέτερη επίπτωση, καθώς δεν προέρχονται από νέους συντελεστές, αλλά από «διευρυμένη φορολογική ύλη» χάρη στην ανάπτυξη. Όμως εδώ κρύβεται η παγίδα: αν η ανάπτυξη δεν αποδώσει τα αναμενόμενα, τότε ο στόχος των εσόδων θα πρέπει να επιτευχθεί «αλλιώς» – και το «αλλιώς» στην Ελλάδα σημαίνει διαχρονικά μεγαλύτερη πίεση στους έμμεσους φόρους ή αυστηρότερες εισπρακτικές πρακτικές. Με τον μέσο Έλληνα να δαπανά ήδη σχεδόν 1 στα 3 ευρώ του μηνιαίου του προϋπολογισμού για φόρους που ενσωματώνονται σε αγορές, το περιθώριο ελιγμών στενεύει δραματικά.
Οι επιχειρήσεις, από την άλλη, δεν βγαίνουν αλώβητες. Ο αυξημένος φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων που υπολογίζεται σε βάθος τετραετίας «κουμπώνει» σε μια συγκυρία όπου οι μικρομεσαίες εταιρείες πιέζονται ταυτόχρονα από: ακριβότερο δανεισμό, αυξημένο ενεργειακό κόστος, ανασφάλεια ρευστότητας και κόπωση καταναλωτή. Η αγορά προειδοποιεί ότι, αν δεν υπάρξει πραγματική αύξηση παραγωγικότητας, μέρος της επιβάρυνσης θα μετακυλιστεί είτε σε τιμές, είτε σε συγκράτηση μισθών, είτε σε πάγωμα προσλήψεων.
Το δυνατό χαρτί της κυβέρνησης, τουλάχιστον στα χαρτιά, είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Προγραμματίζεται, έως το 2029, σημαντική ετήσια αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με κορμό έργα υποδομών, ψηφιακού μετασχηματισμού, μεταφορών και πράσινης ενέργειας. Το κυβερνητικό σχέδιο υπολογίζει ότι η επενδυτική δαπάνη θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στο ΑΕΠ, διευρύνοντας το εισόδημα και άρα τα μελλοντικά έσοδα. Όμως αυτή η στρατηγική έχει και ρίσκο: μεγάλο μέρος των επενδύσεων κατευθύνεται σε έργα υψηλής έντασης κεφαλαίου, με μεγάλες περιόδους ωρίμανσης. Αν οι υλοποιήσεις καθυστερήσουν ή οι διεθνείς συνθήκες αλλάξουν (επιτόκια, πληθωρισμός, ενεργειακές τιμές, γεωπολιτική), το αναμενόμενο όφελος μετατίθεται χρονικά και κοινωνικά δεν «διαχέεται» έγκαιρα.
Και εδώ έρχεται η αλήθεια που αφορά την καθημερινότητα: η επένδυση μπορεί να αυξάνει το ΑΕΠ σε 3–5 χρόνια, αλλά το σούπερ μάρκετ, η ΔΕΗ, το φροντιστήριο και το νοίκι αυξάνονται σήμερα. Αν, μετά το 2027, τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης μειωθούν σταδιακά – όπως είναι ήδη προγραμματισμένο – η Ελλάδα θα πρέπει να στηρίξει το επενδυτικό της αφήγημα με εγχώρια κεφάλαια και ιδιωτικό χρήμα. Κι αν υπάρχει κάτι που απέδειξε η αγορά στην Ελλάδα, είναι ότι όταν το δημόσιο ρίχνει χρήμα σε επενδύσεις χωρίς γρήγορη απορρόφηση και πραγματικό αντίκτυπο, ο πολίτης δεν βλέπει «ανάπτυξη», βλέπει απλώς νέα ελλείμματα που θα γίνουν αυριανοί φόροι.
Η αγωνία για τα μεσαία εισοδήματα είναι πιο απλή από τα Excel των δημοσιονομικών στόχων: «αν έχω 1.000 ευρώ μισθό, πόσο κοστίζει η ζωή μου και πόσο αυξάνονται οι υποχρεώσεις». Και με τις τάσεις φθηνού δανεισμού να αποτελούν παρελθόν, την αγορά να επιβραδύνεται και την κατανάλωση να σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος της φορολογικής ανόδου, η επόμενη τετραετία δεν θα κριθεί στις προβλέψεις για το 2029. Θα κριθεί στο αν το 2026 ο πολίτης θα νιώσει ότι «βγάζει τον μήνα» χωρίς να δίνει περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει.
Διαβάστε επίσης:
Ανακοίνωση μετά το μπάχαλο με τα ενοίκια – «Δεύτερη ευκαιρία» έως τις 30 Δεκεμβρίου
Χριστούγεννα: Η δύσκολη άσκηση με την ακρίβεια σε θέρμανση, σούπερ μάρκετ και γιορτινό τραπέζι
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.