Σε τεκμήριο εισοδήματος μετατρέπονται πλέον οι δαπάνες των φορολογουμένων καθώς η Εφορία θα προσδιορίζει το πραγματικό φορολογητέο εισόδημά τους κυρίως βάσει των εξόδων.
Οι τεχνικές ελέγχου.
Βάσει της ανάλυσης ρευστότητας, η Εφορία θα εξετάζει τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών υποχρεώσεων του ελεγχομένου, δημιουργώντας ισοζύγιο για τις πηγές και τις αναλώσεις κεφαλαίων. Η διαφορά που θα προκύπτει θα θεωρείται μη δηλούμενο εισόδημα και εφόσον δεν αιτιολογείται θα υπόκειται σε φορολόγηση.
Η τεχνική της καθαρής θέσης του φορολογουμένου θα «αναδημιουργεί» το οικονομικό ιστορικό του και θα προσδιορίζει το φορολογητέο εισόδημα λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια, προσωπικά, οικογενειακά ή επαγγελματικά, αλλά και τις καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία θα χαρακτηρίζει ως «ενεργητικό».
Ακόμη, θα προσδιορίζει τις υποχρεώσεις, προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές, τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές δαπάνες, μέχρι και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές, που θα χαρακτηρίζει ως παθητικό. Η διαφορά ενεργητικού – παθητικού θα αποτελεί την καθαρή θέση εκάστου έτους και θα συγκρίνεται με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Οι διαφορές που θα προκύπτουν θα θεωρούνται μη δηλούμενο εισόδημα και εφόσον δεν αιτιολογούνται θα υπόκεινται σε φορολόγηση. Το δε βάρος της απόδειξης για τις πιο πάνω περιπτώσεις πέφτει στον φορολογούμενο.
Από την ανάλυση των τραπεζικών καταθέσεων και δαπανών σε μετρητά θα προσδιορίζεται το φορολογητέο εισόδημα μέσω της παρακολούθησης της κίνησης των διαθέσιμων κεφαλαίων του φορολογουμένου, είτε με την κατάθεση αυτών σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε με την ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Το ύψος δε των δηλούμενων καταθέσεων και μετρητών κατά την έναρξη της πρώτης ελεγχόμενης χρήσης δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το διαθέσιμο κεφάλαιο προηγούμενων ετών, όπως αυτό προσδιορίζεται με τις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις θα αφαιρούνται ποσά από εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.
Η άμυνα.
Η ελεγκτική υπηρεσία, με την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου, θα ζητεί από τον φορολογούμενο να παράσχει όποια στοιχεία κρίνονται απαραίτητα ως προς την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης του φορολογουμένου κατά τις ελεγχόμενες χρήσεις. Εντός πέντε ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης ελέγχου, ο φορολογούμενος θα μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αιτιολογήσει τις διαφορές εισοδήματος που αποκαλύπτει ο έλεγχος.
Στα δεδομένα που θα υποχρεούται να καταθέσει ο φορολογούμενος περιλαμβάνονται στοιχεία για ακίνητα, κινητά μέσα, επενδύσεις, συμμετοχές κάθε μορφής, καταθέσεις κάθε μορφής στην Ελλάδα και το εξωτερικό, διαθέσιμα μετρητά, έργα τέχνης (εφόσον η αξία εκάστου υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ), συλλογές και λοιπά τιμαλφή, αλλά και απαιτήσεις από τρίτους.
Το βάρος της απόδειξης για τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία πέφτει αποκλειστικά στον φορολογούμενο. Για παράδειγμα, οι διαφορές μεταξύ προσδιορισθέντος βάσει ελέγχου και δηλωθέντος καθαρού εισοδήματος θα αιτιολογούνται με τεκμηριωμένα στοιχεία, όπως πωλητήρια συμβόλαια, δηλώσεις φόρου δωρεάς – κληρονομιάς χρημάτων, κέρδη από τυχερά παίγνια γενικά, συμβάσεις δανείων και κάθε σχετικό έγγραφο, το οποίο θα φέρει βέβαια ημερομηνία και στοιχεία νομιμότητας και θα αποδεικνύει το πραγματικό στοιχείο της συναλλαγής.
Πώς θα γίνεται ο έλεγχος
Ο έλεγχος θα διενεργείται ύστερα από έγγραφη εντολή του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας και η εντολή θα κοινοποιείται στον φορολογούμενο και εφόσον διαπιστωθεί πως πρέπει να υπάρξει περαιτέρω έλεγχος, θα εφαρμόζονται οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου. Ειδικά όσοι από τους ελεγχόμενους έχουν πολλές δαπάνες και μεγάλες που δεν συνάδουν με τα εισοδήματά τους θα κατατάσσονται ψηλά στις υποθέσεις επικινδυνότητας
Αναδημοσίευση από tanea.gr