Μπάσκετ: Ο "αναρχικός" Αταμάν και ο "στρατιώτης" Μπαρτζώκας – η σύγκρουση δύο σχολών και στο βάθος… Σπανούλης
Το μπασκετικό… «παράδοξο» του Βερολίνου έχει ανάψει τις συζητήσεις στους κύκλους του αθλήματος και όχι μόνο.
Και πώς γίνεται μία ομάδα, με όλη τη σημασία της λέξης, όπως ο Ολυμπιακός, να μην καταφέρνει για μία ακόμα φορά να κατακτήσει τον τίτλο, ενώ καταγράφει την τρίτη συνεχόμενη παρουσία του και την πέμπτη στα τελευταία δέκα φάιναλ φορ;
Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά δυναμικότητας των δύο ομάδων;
Προφανώς δεν είναι, απαντάνε οι ψύχραιμοι ειδικοί – και θα συμφωνήσω.
Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό το μπάσκετ που παίζουν οι δύο προπονητές, ο Εργκίν Αταμάν και ο Γιώργος Μπαρτζώκας, λένε οι ίδιοι ειδήμονες – και μάλλον έχουν δίκιο.
Είναι τόσο διαφορετικό που μπορεί πράγματι να κάνει τη διαφορά στο κορυφαίο επίπεδο, την πιο καθοριστική στιγμή, όπως αποδείχθηκε.
Γι’ αυτό και ο Τούρκος προπονητής έχει 3 τίτλους τα τελευταία τέσσερα χρόνια (2021, 2022, 2024) και θα μπορούσε να έχει κερδίσει και την ευρωλίγκα του 2020, ενώ ο Έλληνας συνάδελφός του, παρότι θεωρείται από τους ικανότερους στην Ευρώπη με πολλές επιτυχίες σε διάφορα επίπεδα, δεν κατάφερε να φτάσει στο τέλος του δρόμου, ποτέ πέρα από το 2013, όταν παρέλαβε την ήδη μεγάλη τότε ομάδα του Ολυμπιακού του Βασίλη Σπανούλη.
Ποιες είναι οι διαφορές όμως;
Στιλ μπάσκετ – διαφορετική φιλοσοφία
Για πολλούς που έχουν βαθιά γνώση του αθλήματος, ο Αταμάν είναι ένα «τρελοκομείο» – με την καλή έννοια του όρου -, που αφήνει τους παίκτες του να παίζουν περίπου «όπως θέλουν». «Περίπου», διότι στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι – ειδικά στην άμυνα.
Βασίζεται στο ταλέντο, το ένστικτό τους και την προσωπικότητά τους.
Δεν φοβάται να τους εμπιστευτεί, τους μεταδίδει αυτοπεποίθηση και τους αφήνει να πάρουν αποφάσεις μέσα στο παιχνίδι.
Κάποιοι προπονητές χρησιμοποιούν τον αδόκιμο όρο «ημιελεύθερο μπάσκετ», (εξ ου και το… αναρχικό), υπό την έννοια ότι ο κόουτς βάζει τους γενικούς κανόνες, δίνει το πλαίσιο των οδηγιών και αφήνει τους παίκτες του να κινηθούν, να κάνουν ατομικές ενέργειες, ακόμα και να σπάνε κάποιους από αυτούς τους κανόνες όταν εκτιμούν ότι δεν αποδίδουν σε μία συγκεκριμένη συνθήκη.
Δεν τους τιμωρεί, δεν τους αποδοκιμάζει, δεν τους καθίζει στον πάγκο.
Το μπάσκετ θέλει ισχυρές προσωπικότητες με την ικανότητα και το χαρακτήρα να παίρνουν αποφάσεις σε δέκατα του δευτερολέπτου – και την ευθύνη αυτών των αποφάσεων, χωρίς να φοβούνται τις συνέπειες.
Αντιθέτως ο Μπαρτζώκας είναι ο μετρ της συλλογικής λειτουργίας.
Δεν θέλει οι παίκτες του να ανατρέπουν το «σύστημα». Τους θέλει όλους να υπηρετούν ένα σχέδιο. Να έχουν υπομονή, να συνεργάζονται και μέσα από αυτή τη διαρκή αλληλοσυμπλήρωση να βγαίνουν οι φάσεις στην επίθεση. Και όντως ο Ολυμπιακός βγάζει καλές φάσεις με «κοψίματα» στη base line, pick n roll και άλλα όμορφα. Αλλά συχνά γίνεται προβλέψιμος, καθώς δεν υπάρχει η ξαφνική και out of the box πρωτοβουλία ενός παίκτη, που θα αιφνιδιάσει και θα ακυρώσει μία καλά διαβασμένη και προσαρμοσμένη αντίπαλη άμυνα.
Στην άμυνα τώρα, η οδηγία είναι ακόμα πιο σκληρή. Όλοι συμπεριφέρονται σαν «ένας», συγκροτώντας ένα αδιαπέραστο τείχος, όταν συντονιστούν καλά. Κανένας δεν κοιτάζει μόνο τον προσωπικό του αντίπαλο, όλοι δίνουν «βοήθειες» σε όλους, υπάρχει η λογική και η αυτοθυσία του «καμικάζι». Ουδείς είναι αναντικατάστατος στην προσέγγιση που κάνει ο Μπαρτζώκας στην ομάδα του.
Γι’ αυτό και κανένας δεν είναι «ξεχωριστός». Ουδείς έχει μισό προνόμιο παραπάνω από τους άλλους. Υπάρχει μία «ισότητα», που ανυψώνει μεν τους πιο «μέτριους» παίκτες και τους καθιστά σημαντικούς στη μηχανή, αλλά δεν επιτρέπει στους πραγματικά καλύτερους να αυτενεργήσουν, να πάρουν μία πρωτοβουλία παραπάνω, να αλλάξουν τις συνθήκες ενός ματς. Αυτό θα συμβεί μόνο από την παρέμβαση του πάγκου και σπανίως από αποφάσεις παικτών.
Πάνω και κάτω όρια
Ένα πρώτο αποτέλεσμα των δύο φιλοσοφιών είναι:
– Ο μεν Παναθηναϊκός να είναι ικανός για το καλύτερο (να κερδίσει την παντοδύναμη Ρεάλ και να πάρει τον τίτλο) και για το χειρότερο (να χάνει από την αποδεκατισμένη Μακάμπι και να κινδυνεύει να μην βρεθεί καν στο φάιναλ φορ).
Εάν τα βασικά βιολιά της ομάδας είναι καλά, έστω τα περισσότερα, τότε ο Παναθηναϊκός μπορεί να σκορπίσει κάθε αντίπαλο. Εάν δεν είναι στη μέρα τους, μπορεί να χάσει το Κύπελλο Ελλάδας, ή από τη… Ζαλγκίρις για παράδειγμα, εκνευριστικά εύκολα.
– Ο δε Ολυμπιακός να είναι συνεπής στα βασικά, να κερδίζει τα γενικώς αναμενόμενα, να μην χάνει από κανέναν με κατεβασμένα χέρια, ακόμα κι όταν όλα δείχνουν ανάποδα, αλλά να μην μπορεί και να κάνει εύκολα μία υπέρβαση. Ούτε όταν είναι φαβορί (πέρσι άφησε το ματς με τη Ρεάλ να κριθεί στο σουτ), ούτε όταν είναι αουτσάιντερ, άρα απαλλαγμένος από το άγχος της «υποχρέωσης».
Ο Ολυμπιακός μεταδίδει μία αξιοπιστία. Αλλά δεν αρκεί, όταν οι δυνατότητες έχουν ταβάνι. Γι’ αυτό και δίνει το παρών σε τρία σερί φάιναλ φορ, αλλά δεν παίρνει τον τίτλο.
Η διαχείριση των προσωπικοτήτων
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, με τα δεδομένα ρόστερ του Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, τον Μπαρτζώκα προπονητή στους Πράσινους και τον Αταμάν στους Κόκκινους.
Μιλάμε για ασύμβατες καταστάσεις.
Ο Αταμάν θέλει ισχυρές, ηγετικές προσωπικότητες στις ομάδες του. Λατρεύει τις ντίβες. Στην Εφές είχε τον Λάρκιν και τον Μίσιτς.
Στον Παναθηναϊκό έχει τον Ναν και τον Σλούκα – συν τον Χουάντσο, τον Βιλντόζα. Ο ίδιος επέλεξε να εργαστεί με τόσο ισχυρές προσωπικότητες.
Θέλει να φεύγει – και κυριολεκτικά πολλές φορές, καθώς φέτος απουσίαζε συχνά από τις πρωινές προπονήσεις της ομάδας – και να ξέρει ότι πίσω το «μαγαζί» είναι σε καλά χέρια.
Ο Αταμάν δεν φοβάται να μοιραστεί τις ευθύνες για τις αποφάσεις, αλλά ούτε και τη δόξα. Δεν τον πειράζει εάν κάποιοι μέσα στο παρκέ είναι (ή μοιάζουν) πιο… λαμπεροί από τον ίδιο. Πιστεύει ότι αυτή η λάμψη θα είναι και δική του στο τέλος. Η αντίληψή του για το άθλημα είναι ότι τα μεγάλα πράγματα γίνονται από τους μεγάλους – παίκτες και προπονητές.
Και στο πλαίσιο αυτό καταφέρνει και ανυψώνει το άτομο. Χωρίς όμως να αδιαφορεί για το σύνολο – τουναντίον!
Ο Μπαρτζώκας από την άλλη είναι αυτό που λένε «δεν αντέχει τις βεντέτες». Δεν μπορεί να αμφισβητείται η πειθαρχία, που επιβάλλει στον τρόπο παιχνιδιού. Γι’ αυτό επιλέγει «στρατιώτες». Να δουλεύει μαζί τους, να τους ανεβάζει επίπεδο (Βεζένκοφ), αλλά κανένας να μην (του) δίνει την εντύπωση ότι βάζει τον εαυτό του πάνω από το σύνολο.
Δεν θέλει να διαταράσσεται η ισορροπία που έχει στην ομάδα. Θέλει τους πάντες ισότιμα μέλη μίας συλλογικότητας, αφοσιωμένους πλήρως στον κοινό σκοπό.
Γι’ αυτό και καταφέρνει να δουλεύει αποτελεσματικά (ως ένα βαθμό όπως φαίνεται) με μικρά μπάτζετ και να εμφανίζει αξιόμαχες ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη θέση του Βεζένκοφ ήρθε ένας φιλότιμος, πλην μέτριος παίκτης (Σίκμα), ενώ δεν φρόντισε να πάρει από το πάνω ράφι έναν γκαρντ (πχ. Τζέιμς, ή άλλον ανάλογης αξίας), όταν έφυγε ο Σλούκας.
Αρνείται μεν τον χαρακτηρισμό «σκακιστής», διότι παραπέμπει σε «πιόνια», αλλά στην πραγματικότητα θέλει να έχει ο ίδιος τον πρώτο και τελευταίο λόγο στις κινήσεις της ομάδας μέσα στο γήπεδο.
Αποτέλεσμα αυτού είναι μεν η καθιέρωση του Ολυμπιακού στα ψηλά επίπεδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αλλά και η αδυναμία συνύπαρξης με πραγματικά μεγάλους παίκτες, όπως ο Βασίλης Σπανούλης και ο Κώστας Σλούκας.
Οι ατομικοί ρόλοι και το χωνευτήρι του συνόλου
Η διαφορετική φιλοσοφία Αταμάν – Μπαρτζώκα στο θέμα «ηγέτες» και «προσωπικότητες», δεν σημαίνει ότι στον Παναθηναϊκό επικρατεί, με έναν μηχανιστικό τρόπο, ο ατομισμός και στον Ολυμπιακό ο αλτρουισμός.
Απλά ο Αταμάν «ξεχωρίζει» τους παίκτες του, διότι είναι αποφασισμένος να διαχειριστεί με όποιο ρίσκο τις βεντέτες αυτές και μοιράζει ξεκάθαρους ρόλους: Ποιος μπορεί να πάρει τη μπάλα και να κάνει ό,τι θέλει (Ναν, Σλούκας), ποιος θα παίξει σέντερ ακόμα και με 4 φάουλ ή και 38’ αν απαιτηθεί (Λεσόρ), ποιος θα μπει μόνο για την άμυνα (Καλαϊτζάκης) ή σχεδόν μόνο για άμυνα (Χουάντσο) και πάει λέγοντας. Θυσιάζει προς τούτο ακόμα και παίκτες της αξίας Βιλντόζα (και του Μπαλτσερόφσκι δευτερευόντως), ή διακινδυνεύει με την ψυχολογία ενός Χουάντσο, που μπορεί να παίξει σε έναν αγώνα μόλις λίγα λεπτά!
Αλλά, δεν φοβάται να διαχειριστεί τις ηγετικές φυσιογνωμίες της ομάδας – παίρνει το ρίσκο, που θεωρεί αναγκαίο. Κι έτσι κάνει και πολλούς από αυτούς να παίξουν και άμυνα για χάρη της ομάδας, όπως έγινε με τη Ρέαλ.
Με το «my way» του Μπαρτζώκα, ο Ολυμπιακός έχει καταφέρει να φτιάξει ένα σταθερό κορμό, αφοσιωμένους και δεμένους με την ομάδα παίκτες, με αρκετούς Έλληνες, που δίνουν έναν τόνο, αν και υποχώρησε κάπως το στοιχείο αυτό φέτος, ενώ μένει πάντα η εντύπωση πως το καλοδουλεμένο σύνολο, μπορεί με μία δύο κινήσεις να κάνει πραγματικά το κάτι παραπάνω. Αλλά σίγουρα όχι όπως είναι αυτή την ώρα και πάντως όχι δίχως κάποια αλλαγή στη φιλοσοφία του προπονητή ως προς τις ηγετικές φυσιογνωμίες.
Χαρισματικότητα, ειδικές συνθήκες και… Σπανούλης
Ο Αταμάν δεν είναι ένας εργάτης που θα ασχοληθεί πάντα με τη λεπτομέρεια.
Αλλά στις κρίσιμες στιγμές οι ομάδες του θα πάνε διαβασμένες. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τη Φενέρ στον ημιτελικό και, ιδίως, τη Ρεάλ στον τελικό είναι για σεμινάριο.
Έχει εντοπίσει όλα τα αδύναμα σημεία τους και τα χτυπά καίρια.
Παίζει μελετημένες άμυνες – πρώτα πείθει μέχρι και τις «βεντέτες» του να το κάνουν. Και μετά «παίζει» με το μυαλό του αντιπάλου. Δεν τα χάνει ποτέ.
Έχει φτιάξει την ομάδα του να μπορεί να κερδίσει και με άμυνα και με την επίθεση.
Και να περιορίσει δηλαδή την επιθετική Φενέρ στους 57, αλλά και να βάλει στη Ρεάλ, αν χρειαστεί, 95 ή και 105 πόντους.
Ο Αταμάν δουλεύει απερίσπαστος από οτιδήποτε και μέσα σε ιδανικές συνθήκες. Δεν είχε να αποδείξει τίποτα, ο Γιαννακόπουλος τον στήριξε απεριόριστα, χωρίς να παρεμβαίνει όπως άλλες χρονιές και οι πίκρες της τελευταίας τριετίας, που βίωσε η ομάδα έκαναν τους οπαδούς να… «κρεμαστούν» αμέσως από πάνω του, βλέποντάς τον ως Μεσσία.
Έχοντας στη διάθεσή του ένα υψηλών προδιαγραφών ρόστερ, αξιοποίησε το χρόνο και πέτυχε το μέγιστο στην ευρωλίγκα.
Από την άλλη ο Μπαρτζώκας, αν και ξεκίνησε μάλλον ήρεμος τη χρονιά – νικώντας στη διάρκειά της τέσσερις φορές τον Παναθηναϊκό – μοιάζει πλέον να έχει τα φαντάσματα του παρελθόντος να αντιμετωπίσει.
Φαντάσματα που ξεκινούν από την εφιαλτική φυγή του το 2016, περνούν από την περσινή απώλεια της ευρωλίγκας, φτάνουν στη φυγή του Σλούκα από την ομάδα και μάλλον αρχίζουν να συνδέονται με το φόβο για το μέλλον: Η γκρίνια στο λιμάνι αρχίζει να μετατρέπεται και σε σενάρια για λύση Σπανούλη, εάν χαθεί το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό!
Ο Μπαρτζώκας κατάφερε να κάνει μία αξιοπρόσεκτη διεθνή καριέρα μετά την τραυματική εκδίωξή του από τον Ολυμπιακό το 2016 και να επιστρέψει απολύτως συγκεντρωμένος στο έργο του το 2020. Αλλά φέτος έδειξε επηρεασμένος από το γενικότερο κλίμα, τις τριβές, ακόμα και τις σκληρές κριτικές από την αντίπερα όχθη – δεν θα έπρεπε όμως, δεν είναι δουλειά του προπονητή να ανακυκλώνει τέτοια θέματα, ούτε πρέπει να έχει ανάγκη να απαντά.
Το θέμα είναι ότι στο φάιναλ φορ, η επιτυχία της μίας φιλοσοφίας (Αταμάν) εξέθεσε και μεγέθυνε το πρόβλημα της άλλης φιλοσοφίας (Μπαρτζώκα). Κι αυτό είναι που πρέπει να απασχολεί τον Έλληνα κόουτς περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, εντός και εκτός παρκέ.
Διαβάστε επίσης:
Ζοσέ Μπότο: Πυροβόλησαν το αυτοκίνητο του πρώην αθλητικού διευθυντή του ΠΑΟΚ στην Κροατία
Κώστας Σλούκας: Οι… επτά λέξεις και τα επτά αστέρια στο Instagram (photos)