search
ΔΕΥΤΕΡΑ 22.09.2025 00:44
MENU CLOSE

Καρυωτάκης: η μοντέρνα συνείδηση και η ποιητική πρωτοπορία

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2404
28/09/2025
21.09.2025 06:00
vivlio

Χριστίνα Ντουνιά

Το όνειρο και το πάθος   

Κ.Γ. Καρυωτάκης              

Εκδόσεις:  Εστία                         

Σελ.: 400                                                                                                                           

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή της Χριστίνας Ντουνιά στην ανάδειξη του Καρυωτάκη ως φορέα της «μοντέρνας συνείδησης». Ο ποιητής δεν παρουσιάζεται πια ως ένας εσωστρεφής αυτόχειρας ή ως σύμβολο μίας αδιέξοδης μελαγχολίας, αλλά ως δημιουργός που συμπυκνώνει μέσα στους στίχους του την εμπειρία ενός κόσμου που καταρρέει. Η μελέτη δείχνει πώς η ποίησή του αποτυπώνει το άτομο που νιώθει αποξενωμένο σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, έναν κόσμο όπου οι βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει και όπου η καθημερινή ζωή καθορίζεται από την κοινωνική υποκρισία, τη γραφειοκρατία, την πολιτική αστάθεια, την εμπειρία της προσφυγιάς και τον σκληρό ρεαλισμό της υπαλληλικής τάξης.

Ο Καρυωτάκης, όπως τον αναδεικνύει η Ντουνιά, γίνεται ο ποιητής που κατορθώνει να μετατρέψει αυτά τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα σε αισθητική εμπειρία. Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, η εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, η διάλυση των συλλογικών αφηγήσεων που όριζαν το έθνος τον 19ο αιώνα, δεν αποτελούν για εκείνον αφηρημένα ιστορικά γεγονότα· μεταφράζονται σε ποιητικό υλικό. Μέσα από την ειρωνεία, την πικρή σάτιρα και τον εσωτερικό λυρισμό, ο Καρυωτάκης αρθρώνει μια φωνή που καταγράφει με εντυπωσιακή ακρίβεια το αίσθημα μιας ολόκληρης γενιάς: το αίσθημα της διάψευσης, της αμφισβήτησης, της απώλειας προσανατολισμού.

Η Ντουνιά επιμένει ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται η πραγματική σημασία του έργου του: όχι στη βιογραφία του ποιητή, ούτε στο τέλος που επέλεξε, αλλά στη δύναμη της γραφής του που δίνει μορφή σε μια συλλογική κρίση. Ο Καρυωτάκης δεν είναι «ποιητής της παραίτησης», όπως συχνά παρουσιάστηκε, αλλά ένας ποιητής που μετουσιώνει την αίσθηση της ματαιότητας σε μια νέα ποιητική γλώσσα. Αντικαθιστά τις βεβαιότητες με την ειρωνεία, τον ρομαντισμό με τον σκεπτικισμό  και μετατρέπει τη μελαγχολία σε όχημα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.

Σε αυτήν τη θεώρηση, ο Καρυωτάκης αναδεικνύεται ως δημιουργός που θέτει υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα ιδεολογικά και εθνικά αφηγήματα του 19ου αιώνα. Η ποίησή του, απογυμνωμένη από ρομαντικούς εξωραϊσμούς, γίνεται στίγμα μιας εποχής που δεν πιστεύει πια σε μεγαλεπήβολες αφηγήσεις, αλλά αντικρίζει την πραγματικότητα με βλέμμα αιχμηρό και πικρά σαρκαστικό. Και αυτό είναι που τον καθιστά ουσιαστικά «μοντέρνο»: η ικανότητά του να συλλαμβάνει την αποσύνθεση των συλλογικών βεβαιοτήτων και να την εκφράζει με μια γλώσσα που συνδυάζει τη λιτότητα, την ειρωνεία και την πρωτοποριακή αισθητική τόλμη.

Έτσι, μέσα από την ανάλυση της Ντουνιά, ο Καρυωτάκης παύει να είναι μια «εικόνα θλίψης» και γίνεται ένας καίριος ποιητής της νεωτερικότητας, ένας δημιουργός που μετέτρεψε την αδυναμία προσαρμογής του σε πηγή ανανέωσης της ποιητικής έκφρασης. Το έργο του φωτίζεται εκ νέου όχι ως σύμβολο παραίτησης, αλλά ως απόδειξη της δύναμης της ποίησης να ανταποκρίνεται στα πιο σκληρά ιστορικά και υπαρξιακά ερωτήματα.

Ο ποιητής  Κώστας Καρυωτάκης (1896 -1928)

Η μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά υπογραμμίζει εμφατικά τον τρόπο με τον οποίο ο Καρυωτάκης συνομιλεί με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Δεν πρόκειται για έναν ποιητή κλεισμένο στα όρια του ελληνικού Μεσοπολέμου, αλλά για έναν δημιουργό που αφομοίωσε με κριτική οξυδέρκεια τα μεγάλα ρεύματα του 19ου αιώνα και τα μετέτρεψε σε προσωπικό του ιδίωμα. Η σχέση του με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Σαρλ Μποντλέρ αλλά και με το πνεύμα της Ντεκαντάνς, δεν είναι μια απλή μίμηση ή υιοθέτηση μοτίβων· είναι μια δημιουργική επανεγγραφή.

Η Ντεκαντάνς, με τη ροπή προς το μακάβριο, το ασθματικό και το υπερβολικό, πρόσφερε στον Καρυωτάκη ένα λεξιλόγιο για να μιλήσει για την ασθένεια, την εξάντληση, την αίσθηση της διάψευσης. Όμως εκείνος δεν σταμάτησε στην αισθηματολογία του παρακμιακού· αντίθετα, ανέπτυξε μιαν ειρωνική και ρεαλιστική διάσταση που διαφοροποιεί την ποίησή του από τους ευρωπαίους ομοτέχνους του. Η μελέτη δείχνει, για παράδειγμα, πώς ενώ ο Μποντλέρ μεταφράζει τη θάλασσα σε αλληγορία της απεραντοσύνης, ο Καρυωτάκης την περιορίζει στη περίκλειστη Μεσόγειο, δηλώνοντας έτσι την αίσθηση ασφυξίας και εγκλεισμού που χαρακτήριζε τη γενιά του.

Σημαντική είναι και η προσέγγιση της Ντουνιά στη λειτουργία της ειρωνείας. Ο Πόε και ο Μποντλέρ δίνουν στον Καρυωτάκη το υπόβαθρο της μακάβριας αισθητικής· όμως η ειρωνεία με την οποία εκείνος αντιμετωπίζει την κοινωνική υποκρισία, την καθημερινή μιζέρια και το κενό των δημοσίων θεσμών αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Δεν πρόκειται για μετάφραση ή αντιγραφή, αλλά για μιαν αυτόνομη φωνή που ενσωματώνει τις επιρροές και τις μετασχηματίζει, προκειμένου να αποτυπώσει την ίδια την κρίση της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου.

Με αυτόν τον τρόπο, η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μένει περιθωριακή ούτε ιδιοσυγκρασιακή. Η Ντουνιά την τοποθετεί σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό χάρτη, αναδεικνύοντας τη θέση του ως ενός από τους πρώτους Έλληνες που κατανόησαν ότι η ποίηση δεν μπορεί να συνεχίσει να υπηρετεί τις ψευδαισθήσεις του ρομαντισμού ή τα ηθικολογικά ιδεώδη του 19ου αιώνα. Αντίθετα, έπρεπε να στραφεί προς μια γλώσσα απογυμνωμένη, ειρωνική, απροσδόκητη.

Έτσι, ο Καρυωτάκης δεν αποτελεί μόνο έναν εσωτερικό καθρέφτη της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και έναν κρίκο στην αλυσίδα της διεθνούς ποιητικής πρωτοπορίας. Μέσα από τη γραφή του μπορούμε να δούμε πώς η Ελλάδα του Μεσοπολέμου συναντά τις μεγάλες ανακατατάξεις της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας· και πώς ένας ποιητής με μικρή παραγωγή κατορθώνει να αφήσει ένα αποτύπωμα που συνομιλεί με τα μεγάλα ονόματα της νεωτερικότητας.

Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του βιβλίου είναι η ανάδειξη του Καρυωτάκη ως ποιητή που δεν περιορίζεται σε έναν εσωστρεφή λυρισμό, αλλά συνομιλεί ανοιχτά με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Η εικόνα του «ποιητή της μελαγχολίας» συσκοτίζει αυτήν την ουσιώδη διάσταση: πίσω από τη μελαγχολία και τον σαρκασμό, κρύβεται μια βαθιά πολιτική ευαισθησία, μια κριτική στάση απέναντι σε έναν κόσμο που βυθίζεται στην υποκρισία και την αδικία.

Η Χριστίνα Ντουνιά δείχνει με πληθώρα παραδειγμάτων ότι ο Καρυωτάκης καταγράφει στο έργο του την τραγωδία των προσφύγων, τον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής και την εθνική διάψευση. Η ποίησή του γίνεται τόπος όπου η εθνική ήττα μετατρέπεται σε υπαρξιακή απογοήτευση, αλλά και σε κριτική του δημόσιου βίου. Οι στίχοι του γεμάτοι πικρή ειρωνεία σχολιάζουν τη διάλυση των ιδεολογικών αφηγημάτων και την ανεπάρκεια των πολιτικών θεσμών.

Εξίσου καίρια είναι η σύνδεσή του με τον κόσμο της υπαλληλίας και της γραφειοκρατίας. Ο Καρυωτάκης υπήρξε δημόσιος υπάλληλος και γνώρισε από πρώτο χέρι τη ρουτίνα, την αδικία, τη ματαιότητα μιας υπηρεσιακής ζωής χωρίς προοπτική. Στα ποιήματά του, ο κόσμος αυτός εμφανίζεται ως μικρογραφία μιας κοινωνίας βυθισμένης στην υποκρισία και την ακινησία. Η μελέτη της Ντουνιά φωτίζει το πώς η ειρωνεία του ποιητή απέναντι στον «υπάλληλο» δεν είναι απλώς σατιρική· είναι κοινωνικό σχόλιο, είναι η μετατροπή μιας προσωπικής εμπειρίας σε αλληγορία της αστικής μιζέριας.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Καρυωτάκης αποτυπώνει και την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος και των συλλογικών διεκδικήσεων. Ο ποιητής παρακολουθεί τον κόσμο γύρω του να αναζητά νέες μορφές οργάνωσης, την ίδια στιγμή που το κράτος και η κοινωνία αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής. Η Ντουνιά τονίζει ότι μέσα από αυτήν την οπτική, η ποίηση του Καρυωτάκη αποκτά μια πολιτική διάσταση: δεν είναι απλώς λυρική εξομολόγηση, αλλά σχόλιο πάνω στις αντιφάσεις ενός κοινωνικού σώματος που κλυδωνίζεται.

Η ανάδειξη αυτής της κοινωνικής και πολιτικής πλευράς του Καρυωτάκη είναι κρίσιμη, γιατί μας επιτρέπει να τον δούμε ως έναν ποιητή που όχι μόνο εκφράζει την υπαρξιακή αγωνία του ατόμου, αλλά και ερμηνεύει τη συλλογική αγωνία μιας εποχής. Ο κόσμος του είναι ο κόσμος μιας Ελλάδας που αναμετριέται με την απώλεια, τη διάψευση, την κοινωνική αδικία· και γι’ αυτό το έργο του παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.

Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία του βιβλίου είναι η έμφαση στην ποιητική πρωτοπορία του Καρυωτάκη. Συχνά η πρόσληψη του έργου του έχει παραμορφωθεί από το δραματικό του τέλος, με αποτέλεσμα να παραβλέπεται η καινοτομία της γραφής του. Η Χριστίνα Ντουνιά δείχνει καθαρά ότι ο Καρυωτάκης δεν είναι ένας ποιητής που αναπαράγει τα γνωστά σχήματα του ρομαντισμού ή του παρνασσισμού, αλλά ένας δημιουργός που τολμά να διαρρήξει τα εκφραστικά όρια της εποχής του.

Στα ποιήματά του συναντούμε μια συνύπαρξη ειρωνείας και λυρισμού που δεν είχε προηγούμενο στη νεοελληνική ποίηση. Ο Καρυωτάκης μπορεί να περάσει από το μελαγχολικό βίωμα στην κοφτερή σάτιρα, από τον λυρικό στοχασμό στην πικρή ειρωνεία, χωρίς να χάνει τη συνοχή της φωνής του. Αυτό το διαρκές παιχνίδι τόνων που θυμίζει τον εσωτερικό πειραματισμό των ευρωπαίων μοντερνιστών, καθιστά το έργο του ζωντανό, απρόβλεπτο, διαρκώς ανήσυχο.

Η Ντουνιά αναδεικνύει επίσης τον ρόλο του Καρυωτάκη στην ανανέωση της ποιητικής μορφής. Ο ελεύθερος στίχος, οι ρυθμικές δοκιμές, οι αιφνίδιες μεταπτώσεις, η εισαγωγή καθημερινών εκφράσεων σε συμφυρμό με υψηλούς τόνους, όλα αυτά δείχνουν έναν ποιητή που αναζητά μια γλώσσα ικανή να εκφράσει την κρίση της εποχής. Η ποίηση δεν είναι για εκείνον πεδίο διαφυγής· είναι πεδίο αναμέτρησης με την πραγματικότητα.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση της Ντουνιά για τον διπλό χαρακτήρα της καρυωτακικής ποίησης: από τη μια πλευρά ο εξομολογητικός λυρισμός, από την άλλη η αποστασιοποιημένη ειρωνεία. Ο συνδυασμός αυτός γεννά μια ιδιότυπη πρωτοπορία, γιατί δεν επιτρέπει ποτέ στον αναγνώστη να βολευτεί σε μια σταθερή αναγνωστική στάση. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι πάντοτε αμφίθυμη, πάντοτε σε ένταση με τον εαυτό της.

Αυτός ο πειραματισμός με τις μορφές και τους τόνους είναι που τον καθιστά ουσιαστικά πρόδρομο του μεσοπολεμικού μοντερνισμού. Χωρίς να εντάσσεται σε ένα οργανωμένο ποιητικό ρεύμα, ο Καρυωτάκης ανοίγει δρόμους: η αποσπασματικότητα, η ειρωνεία, η σκληρή εικόνα του πραγματικού προετοιμάζουν το έδαφος για τον Σεφέρη, τον Ελύτη, αλλά και για τη μετέπειτα ποίηση της γενιάς του ’70.

Η Ντουνιά δείχνει, με άλλα λόγια, ότι ο Καρυωτάκης δεν είναι ένας ποιητής που ανήκει στο «παρελθόν»· είναι ένας ποιητής που προηγήθηκε της εποχής του. Η πρωτοπορία του δεν βρίσκεται μόνο στην επιλογή της θεματολογίας, αλλά κυρίως στην τόλμη να μετατρέψει την ίδια την κρίση του λόγου σε ποιητικό υλικό. Και αυτή η τόλμη είναι που καθιστά την ποίησή του επίκαιρη μέχρι σήμερα.

Η επιστολή του αυτόχειρα ποιητή

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. [Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό.] Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.

Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. [Ήμουν άρρωστος.] Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.

Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην  επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου.
Κ.Γ.Κ.

Η χειρόγραφη αποχαιρετιστήρια επιστολή που βρέθηκε στην τσέπη του σακακιού  του

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Η Λογοτεχνία μετά τεχνητή Νοημοσύνη

Βιβλίο: Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές

Βιβλίο: Υποδειγματικό υπαρξιακό νουάρ από τον «Νονό» της βρετανικής σκηνής

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΚΥΡΙΑΚΗ 21.09.2025 23:51