Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Μπορεί η κυβέρνηση διά του εκπροσώπου της να φάνηκε να αντιμετωπίζει την κίνηση παραίτησης από το βουλευτικό αξίωμα του Αλέξη Τσίπρα ως ένα ζήτημα που δεν την αφορά – συνοδεύοντάς το πάντως με νέα «πυρά» για τα πεπραγμένα του πρώην πρωθυπουργού –, ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς τόσο απλά.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι κατά την ομιλία του στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, ο πρωθυπουργός, χωρίς να τον αναφέρει προσωπικά, φάνηκε να επιτίθεται στον προκάτοχό του στο Μέγαρο Μαξίμου, μιλώντας για «τα ψέματα των απλοϊκών λύσεων σε σύνθετα προβλήματα, την ασυδοσία των παροχών χωρίς αντίκρισμα, τις αυταπάτες σε μια οικονομία που ήταν “στην εντατική”», αλλά και υπογραμμίζοντας ότι «μόνο ισχυρές κυβερνήσεις εγγυώνται πως οι μεγάλες, οι δύσκολες αλλαγές που απαιτεί η διατήρηση μιας οικονομίας σε τροχιά ευημερίας θα υλοποιηθούν, χωρίς υποταγή στα κελεύσματα του λαϊκισμού, μακριά από κάθε πολιτικό πειραματισμό. Γιατί όσα οι Έλληνες κατέκτησαν μέχρι σήμερα δεν προέκυψαν εύκολα. Και αύριο μπορεί να μην είναι καθόλου δεδομένα».
Επί της ουσίας, η κυβέρνηση πλέον καλείται να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της στη νέα πολιτική πραγματικότητα που δημιουργούν οι κινήσεις Τσίπρα – και που, εκτός απροόπτου, θα προκαλέσει και η ίδρυση νέου πολιτικού φορέα από τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος αναμένεται να απευθυνθεί στο πιο δεξιό κομμάτι των ψηφοφόρων της Ν.Δ., αλλά και των κομμάτων στα δεξιά της. Μια πολιτική πραγματικότητα, η οποία, όπως παραδέχονται «γαλάζια» στελέχη, ακόμα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ασάφεια και ρευστότητα, ιδίως όσο οι νέοι σχηματισμοί παραμένουν στο επίπεδο των προθέσεων και, ως εκ τούτου, μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν για τον χαρακτήρα και τις στοχεύσεις τους.
Προς το παρόν, η βασική προσέγγιση της κυβέρνησης και της Ν.Δ. για το ενδεχόμενο κόμμα Τσίπρα είναι ότι προοπτικά ίσως να λειτουργήσει θετικά γι’ αυτή, βοηθώντας, π.χ., στην επανασυσπείρωση ψηφοφόρων που… βγάζουν φλύκταινες ακόμα και στο άκουσμα του ονόματος του πρώην πρωθυπουργού. Ή θα μπορούσε να αποκτήσει δυναμική στον χώρο της Κεντροαριστεράς, αλλά «λεηλατώντας» κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΕΑΡ και μπαίνοντας στα «χωράφια» του ΠΑΣΟΚ (άλλωστε, όπως έχει γράψει το «Ποντίκι», ιδανικό σενάριο για την κυβέρνηση είναι κόμμα Τσίπρα και ΠΑΣΟΚ να βρεθούν περίπου στα ίδια – όχι απειλητικά – ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και να… αλληλοφαγωθούν).
Ενώ, λένε κομματικές πηγές, ο Τσίπρας θα μπορούσε να αποτελέσει τον αντίπαλο που ο Μητσοτάκης αναζητά τόσο καιρό και ο οποίος θα του επιτρέψει να μιλήσει με βάση ένα προσωπικό μέτρο σύγκρισης και όχι να υποχρεώνεται διαρκώς να δικαιολογείται για τον κακό εαυτό της κυβέρνησης (ο οποίος μοιάζει να είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κατά τη δεύτερη θητεία της), έπειτα από έξι και βάλε χρόνια διακυβέρνησης της χώρας. Εν πάση περιπτώσει, επισήμως, για την κυβέρνηση ο Τσίπρας δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά κομμάτι μιας ενδεχόμενης λύσης που θα της επιτρέψει να πετύχει την – άπιαστη, ακόμα – δημοσκοπική ανάκαμψη.
Αυτά όσον αφορά στην «επίσημη» θέση. Γιατί ανεπισήμως και… ιδιωτικώς, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα: αντιθέτως, υπάρχει σημαντικός αριθμός στελεχών που εκτιμά ότι το ανακάτεμα της τράπουλας που φέρνουν οι πρωτοβουλίες Τσίπρα υπό ορισμένες συνθήκες ίσως να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων στο πολιτικό σκηνικό, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτό που μέχρι τώρα λείπει: ένα αντίπαλο δέος στην κυβέρνηση, το οποίο θα απειλήσει τη «μονοκρατορία» της Ν.Δ., ιδίως αν στις δημοσκοπήσεις πάρει ποσοστά καθαρά πάνω από το ΠΑΣΟΚ και κοντά στο 20%.
Αν, μάλιστα, στατιστικά σημαντικό κομμάτι του ποσοστού αυτού προέρχεται από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, τότε, λένε οι πιο… επιφυλακτικοί εντός της Ν.Δ., τα πράγματα ενδέχεται να γίνουν ακόμα πιο δύσκολα, καθώς θα μειώνεται η ποσότητα της «γκρίζας ζώνης», από την οποία το κυβερνών κόμμα θα μπορούσε να αντλήσει ψηφοφόρους, όσο θα πλησιάζει η ώρα των εκλογών. Άλλωστε, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, πλέον το να μιλά κανείς για τα έργα και τις ημέρες του Α. Τσίπρα όσο ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός μοιάζει σχεδόν… σόλοικο: η Ν.Δ. κυβερνά για περισσότερα από έξι χρόνια, μόνη της, επί της ουσίας εκτός μνημονιακών ή μεταμνημονιακών υποχρεώσεων, και η επίκληση του παρελθόντος δεν είναι σίγουρο ότι θα της κάνει καλό.
Το ζήτημα είναι ότι αυτό το ανακάτεμα της πολιτικής τράπουλας έρχεται σε μια στιγμή που η κυβέρνηση εμφανίζεται αποδυναμωμένη και σε δύσκολη κατάσταση. Για παράδειγμα, όσο κι αν η κυβέρνηση θέλει να παρουσιάζει ότι όλα έγιναν «by the book», οι χειρισμοί της στην υπόθεση της απεργίας πείνας του Πάνου Ρούτσι, ο οποίος ζητούσε εκταφή της σορού του παιδιού του που σκοτώθηκε στα Τέμπη και πραγματοποίηση τοξικολογικών και βιοχημικών εξετάσεων, κρίνονται ακόμα και στο εσωτερικό της Ν.Δ. ως τουλάχιστον αμήχανοι και προβληματικοί.
Σε βαθμό που υποχρέωσαν κορυφαίους υπουργούς (Νίκος Δένδιας, Θάνος Πλεύρης) να κάνουν δημόσιες παρεμβάσεις υπέρ του απεργού πείνας, την ώρα που η κυβέρνηση «πετούσε το μπαλάκι» στη Δικαιοσύνη και η ηγεσία της ισχυριζόταν ότι δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση των αιτημάτων Ρούτσι. Τελικά, έπειτα από 22 ημέρες απεργίας πείνας, το… αδύνατο έγινε δυνατό, αλλά υπήρξε σημαντικό κόστος για την κυβέρνηση, η οποία, εκτός όλων των άλλων, είδε τη συμπαράσταση της κοινωνίας προς τον απεργό πατέρα να αποκτά (οριακά) κινηματικά χαρακτηριστικά, επαναφέροντας στο προσκήνιο με νέα ένταση την τραγωδία των Τεμπών.
Περίπου τα ίδια, λένε πηγές του κυβερνώντος κόμματος, ισχύουν και για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο βρίσκεται σε φάση διερεύνησης από την Εξεταστική Επιτροπή. Όπου τα στελέχη του Οργανισμού που καταθέτουν στη Βουλή ανοίγουν διαρκώς νέες «πληγές» για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε τη σκανδαλώδη υπόθεση των παράνομων επιδοτήσεων, υποχρεώνοντας σε διαρκείς αναδιπλώσεις – ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Γιώργος Μυλωνάκης έθεσε εαυτόν στη διάθεση της Εξεταστικής και θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτο από το έδρανο του μάρτυρα να περάσουν και οι «Χασάπης» και «Φραπές», παρά τις προσπάθειες περί του αντιθέτου από την πλειοψηφία.
Αν στα παραπάνω προστεθεί και μια γενικότερη γκρίνια και δυσφορία για την εξωτερική πολιτική και τα εθνικά ζητήματα – με το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου να αποτελεί ένα ιδιαίτερα οδυνηρό «αγκάθι», το οποίο προκαλεί μεγάλες τριβές μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας –, φαινόμενα που μοιάζουν να παρεισδύουν και στο… discourse στο εσωτερικό της Ν.Δ., γίνεται προφανές ότι η τρέχουσα περίοδος δεν είναι και η καλύτερη για την κυβέρνηση, η οποία καλείται να απαντήσει και στο διογκούμενο κύμα δυσαρέσκειας της κοινωνίας για τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, η οποία εξαϋλώνει σε χρόνο… dt τις όποιες εισοδηματικές ενισχύσεις επιτυγχάνονται με κάποιες πρωτοβουλίες, όπως π.χ. τα 250 ευρώ που θα λάβουν μέχρι το τέλος του έτους χαμηλοσυνταξιούχοι και ΑμεΑ.
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται… αρμοδίως, το πόσο προβληματικά είναι τα πράγματα φαίνεται και από την – επιεικώς – χλιαρή υποδοχή από τους πολίτες των φορολογικών μέτρων που παρουσίασε από τη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, υποδοχή που εκτιμάται ότι δύσκολα θα ανατραπεί στο επόμενο διάστημα, έστω κι αν υπάρχει αισιοδοξία ότι η εικόνα θα αλλάξει μόλις τα μέτρα εφαρμοστούν και οι πολίτες δουν αυξήσεις στα εισοδήματά τους, από την αρχή του επόμενου έτους. Μάλιστα, πριν καν ψηφιστεί το «πακέτο ΔΕΘ», το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αφήνει να εννοηθεί ότι, αν τα δημοσιονομικά στοιχεία το επιτρέψουν, θα υπάρξει και νέα παρέμβαση μέσα στην άνοιξη.
Σε κάθε περίπτωση, με τη μεγάλη εικόνα να είναι περίπου όπως περιγράφεται πιο πάνω (συν/πλην ορισμένα άλλα ζητήματα, π.χ. η κατάσταση στο ΕΣΥ), η… ανακατωσούρα που προκαλούν οι πρωτοβουλίες Τσίπρα δεν είναι απαραίτητα θετική για την κυβέρνηση, καθώς προσθέτει ακόμα ένα στρώμα αβεβαιότητας στην – ούτως ή άλλως, πολυπαραγοντική – συνάρτηση του πολιτικού σκηνικού της χώρας, έστω κι αν η πρώτη ανάγνωση από το κυβερνητικό στρατόπεδο είναι αισιόδοξη ή εν πάση περιπτώσει όχι αρνητική, ως προς την επίδρασή της.
Πάντως, αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η βασική στρατηγική προς το παρόν δεν αλλάζει: αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει το πρόγραμμά της, να προβάλλει τα επιτεύγματά της και να «πυροβολεί» τον Α. Τσίπρα για τα πεπραγμένα του ως πρωθυπουργού. Άλλωστε, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «δεν θα κριθεί η κυβέρνηση αυτή, ο πρωθυπουργός, η παράταξη στις εκλογές το 2027 με βάση τη σύγκριση που θα κάνει ο κόσμος με τον κ. Τσίπρα. Δεν έχουμε τόσο χαμηλά τον πήχη», προσθέτοντας ότι «δεν έχουμε αυταπάτες ότι με ένα “σκιάχτρο” μπορεί να αλλάξει η βούληση των πολιτών. Ούτε πιστεύουμε ότι το 2019 και το 2023 μας τίμησαν οι πολίτες και έδωσαν καθαρές εντολές στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στη Νέα Δημοκρατία λόγω ενός “σκιάχτρου”».
Περιμένοντας, λοιπόν, τον πρώην πρωθυπουργό να κάνει τις επόμενες κινήσεις του, αλλά και την επίδραση που αυτές θα έχουν στην αναδιάταξη – ή μη – του πολιτικού σκηνικού της χώρας, η κυβέρνηση αναμένεται να επιχειρήσει να περιορίσει όσα από τα «ανοιχτά μέτωπα» μπορεί, να κάνει «ταμείο» από την επίδραση των μέτρων του «πακέτου ΔΕΘ» στην κοινωνία, να αναζητήσει μια πειστική «θετική ατζέντα», την οποία θα αντιπαραβάλει με την κριτική της αντιπολίτευσης, και, εν τέλει, να δει πού θα «κάτσει η μπίλια» στην παρούσα φάση.
Διαβάστε επίσης:
ΚΚΕ: Η στάση του απέναντι στην αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος στην πορεία προς το 22ο Συνέδριο
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.