Κριτική ταινίας: «Nouvelle vague» - Τότε που ήταν όλα μαγικά…
Τίτλος ταινίας: «Nouvelle vague»
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ
Παίζουν: Γκιγιόμ Μπαρμπέκ, Ζόι Ντόιτς, Οντρί Ντιλόν
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που το ρολόι σταματάει, για να αποτυπωθεί ο χρόνος γέννησης ενός αριστουργήματος, ενός φιλμ, όπως η «Κομμένη ανάσα» του Ζαν Λικ Γκοντάρ, που άλλαξε την παραδοσιακή ροή του φιλμ. Παρά το γεγονός ότι ο Φρανσουά Τριφό, με τα «400 χτυπήματα» είχε προηγηθεί, όπως και ο Κλοντ Σαμπρόλ, με τον «Ωραίο Σέργιο», έλειπε το κρίσιμο υλικό για να δοθεί η πιστολιά του αφέτη για το ξεπέταγμα της νουβέλ βαγκ, του «νέου κύματος» του γαλλικού σινεμά. Κι αυτό ήταν η ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Έχοντας περάσει και οι τρεις από τις σελίδες του κινηματογραφικού ευαγγέλιου, του περιοδικού «Cahiers du cinema» («Τετράδια κινηματογράφου») ως κριτικοί, όπως και οι συνοδοιπόροι τους Ζακ Ριβέτ και Ερίκ Ρομέρ, άκουσαν τους χτύπους του κινηματογραφικού ωρολογιού να τους καλούν στην πράξη.
Ανταποκρινόμενος σε αυτήν την πρό(σ)κληση, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ έσκισε το σενάριο (ο βασικός του καμβάς είχε κατασκευαστεί από τον Φρανσουά Τριφό), αγνόησε όλους τους κανόνες – κυρίως χολιγουντιανής καταγωγής- και έβαλε μπρος για ένα νέο σινεμά. Θα το υλοποιούσαν, σε επίπεδο υποκριτικής, ο σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενος Ζαν Πολ Μπελμοντό και η ήδη σταρ Τζιν Σίμπεργκ. Και τώρα, κάπου εξήντα πέντε χρόνια μετά, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ γυρίζει τον χρόνο πίσω και αποπειράται να αναπαραστήσει τις συνθήκες των γυρισμάτων και τις σκέψεις του Γκοντάρ για την τέχνη του.
Με το ασπρόμαυρο να μιμείται μια εποχή, το κλίμα της αναπαράστασης γεννάει αυτόματα νοσταλγία, για τα χρόνια που το σινεμά ξεκινούσε τη δική του «γαλλική επανάσταση». Ο Λινκλέιτερ μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά από την κλειδαρότρυπα, στο μαιευτήριο όπου γεννήθηκε η μεγάλη τέχνη.
Περισσότερο απ’ όλα διεισδύει στις εγκεφαλικές αύλακες του Γκοντάρ και περιπλανιέται στον λαβύρινθο μιας ιδιοφυΐας. Ανακαλύπτει εκεί σκόρπιες σκέψεις, κινηματογραφικά αποφθέγματα, τον κόσμο της έβδομης τέχνης ανάποδα. Ακριβώς, ανάποδα. Σαν ένας καθρέφτης ο οποίος στέλνει στα μάτια μας ένα ανεστραμμένο είδωλο. Άλλωστε, όλο το σινεμά είναι ένα ανεστραμμένο είδωλο του κόσμου. Το πρέσβευε ο Γκοντάρ, το εφάρμοσε και ο Λινκλέιτερ. Οι πρόγονοί του Γάλλου δημιουργού (αναφερόμαστε στον Μπαζέν) μιλούσαν για ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο, ο ίδιος αντιμετώπισε τον κινηματογράφο σαν ανοιχτό παράθυρο στην άλλη πλευρά του, τη φαντασιακή. Αυτό που θέλουμε να δούμε κι όχι αυτό που βλέπουμε.
Η ταινία «Nouvelle vague» επιλέγει προφανώς τον τίτλο αυτόν επειδή δεν έχει στο στόχαστρό της μια ταινία κι έναν σκηνοθέτη, αλλά ολόκληρη την κινηματογραφική φιλοσοφία, όπως αμφισβητήθηκε και ανανεώθηκε από μια ομάδα ανθρώπων. Το σινεμά αποτελεί ένα ομαδικό σπορ, με έναν ηγέτη που λέγεται σκηνοθέτης. Με τον ίδιο τρόπο, μια ομάδα ανθρώπων που ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο – τουλάχιστον, τον κινηματογραφικό- τα κατάφερε χάρη στον δικό της ηγέτη. Ο Γκοντάρ πρώτα, ως κριτικός, έμαθε την ιστορία, τη σεβάστηκε και μετά την αναποδογύρισε.
Όλοι οι σπουδαίοι κάνουν περάσματα από την ταινία (ο Ροσελίνι, ο Ζαν Ρους, ο Ζαν Πιέρ Μελβίλ), με τη σκηνή του «πειναλέου» Ροσελίνι να ξεχωρίζει, καθώς αποδίδει την απόσταση του δημιουργού από το δημιούργημά του. Ο απόλυτα γήινος και ευτελής, κόντρα στο μεγαλείο του έργου που πλάθει με τον πηλό του. Εμείς, οι θεατές θαυμάζουμε και νοσταλγούμε. Μπορεί το επαναστατικό πνεύμα των «sixties» να έχασε, τελικά, ο κινηματογράφος όμως κέρδισε τη δική του μάχη.
Αν για τη δημιουργία του Γκοντάρ απαιτήθηκε αρκετός κόπος για την εξοικείωση του κοινού με τις ανατροπές της, για την ταινία του Λινκλέιτερ τα πράγματα είναι πιο απλά. Η αφήγηση στρωτή και εύληπτη, βοηθάει τον θεατή να γνωρίσει μια εποχή που απαιτεί τη ρήξη με τους κανόνες και τον τρόπο που αυτή πραγματοποιήθηκε στην «Κομμένη ανάσα».
Συγχρόνως, με αφορμή τα γυρίσματα, στήνεται μια μικρή πινακοθήκη ηρώων, μπροστά και πίσω από την κάμερα. Κάθε παρουσία στην ταινία υπογραμμίζεται με το ονοματεπώνυμό της, όπως συμβαίνει με τους πίνακες. Ακριβείς οι αναπαραστάσεις του Μπελμοντό και της Σίμπεργκ, του πρωτοεμφανιζόμενου μάστορα του φωτός Ραούλ Κουτάρ (έκτοτε στενός φίλος του Γκοντάρ),της μακιγιέζ, της κυρίας στο σκριπτ.
Όλοι είναι εκεί, παρόντες σε μια μεγάλη στιγμή του σινεμά. Πριν απ’ όλους, ο παραγωγός, ο άνθρωπος που ρίσκαρε τα λεφτά του στη ρουλέτα ενός μυαλού, που έπαιρνε περίεργες στροφές. Κι όταν γύρισε η μπίλια, τα πήρε όλα…
Αξιολόγηση:***
Διαβάστε επίσης:
Λάνθιμος: «Απογοητεύτηκα που δεν επέτρεψαν να γυρίσω σκηνές στην Ακρόπολη»
Έμα Τόμσον: «Με ενοχλεί αφόρητα η τεχνητή νοημοσύνη» (Videos)