Κριτική ταινίας: «Για τον Κρίστι» - Είναι δεκαεφτάρης…
Τίτλος ταινίας: «Για τον Κρίστι» («Christie»)
Σύνοψη: Ο Κρίστι, ένα παιδί ορφανό, με δυσοίωνο μέλλον, εξορίζεται από την ανάδοχη οικογένεια, λόγω νεανικής παραβατικότητας. Ο αδελφός του, ο Σέιν, με παρόμοιο παρελθόν, αλλά αποκαταστημένος πλέον, προσπαθεί να τον νουθετήσει, κόντρα σε μια συμμορία της γειτονιάς, η οποία τον εποφθαλμιά για συνεργάτη. Ποιός θα κερδίσει, τελικά;
Σκηνοθεσία: Μπρένταν Κάντι
Παίζουν: Ντάνι Πάουερ, Ντιαρμούιντ Νόιες
Η ουσία είναι πως ο Κάντι, στην ιστορία ενός παραβατικού ορφανού νέου που προσπαθεί να διακρίνει το παρακάτω της ζωής του, γνωρίζει τον τρόπο να αναπαραγάγει το ρεαλιστικό κλίμα των συνοικιών του Κορκ, στην Ιρλανδία. Πρόκειται για τη δεύτερη, μετά το Δουβλίνο, πόλη της χώρας, διόλου τυχαία επιλεγμένη. Μεσοαστικό κέντρο, με περιφερειακές, υποβαθμισμένες συνοικίες, και μια εμβληματική γέφυρα, η οποία μοιάζει να συνδέει τις περιοχές. Συγχρόνως, φιλμικά, συνδέει αντίθετες ηλικίες, αντίθετους κόσμους, διαφορετικές αντιλήψεις. Από τη μια, ο παραβατικός Κρίστι δέχεται τις νουθεσίες του αδελφού του Σέιν. Έχοντας διαβεί τα ίδια σκοτεινά μονοπάτια, ο Σέιν, οικογενειάρχης πλέον, αναλαμβάνει να υποδείξει «την οδό της αρετής». Απέναντί του, μια συμμορία νέων στην περιοχή προσπαθεί να προσελκύσει τον Κρίστι , όχι τόσο για να τον κάνει συνεργάτη της, όσο για τον θρίαμβο του κακού, σε θέση αυτοσκοπού.
Από το φιλμ μένει στη μνήμη η ικανότητα του Κάντι να αποδώσει το κλίμα μιας κοινωνικής τάξης και κυρίως των νέων ανθρώπων της τάξης αυτής. Παρακολουθώντας ανάλογες ταινίες, έχεις την εντύπωση ότι η κάμερα βρίσκεται συνεχώς στους δρόμους, στις παρέες, στις οικογένειες, στην καθημερινότητα των ηρώων, οι οποίοι μοιάζουν πραγματικοί, σα να αποτελούν προϊόν δειγματοληπτικής επιλογής. Και σαν οι σκηνές από την καθημερινότητά τους να αποτελούν τυχαία δείγματα στην εξέλιξή τους. Αν δεν είναι ο Κρίστι και ο Σέιν θα είναι κάποιοι άλλοι… Πάντως, υποκριτικά, ο Ντάνι Πάουερ αποδίδει ακριβώς την τυχαιότητα, με τον καλύτερο τρόπο. Είναι πολύ καλός ηθοποιός, επειδή καταφέρνει να παρακολουθήσει με ακρίβεια την ανάγκη να περάσει «απαρατήρητος» όπως συμβαίνει με όλες τις νεανικές, συμπιεσμένες υπάρξεις. Κατασκευασμένες από το υλικό της κοινωνικής οργής, απόλυτα δικαιολογημένη, ψάχνουν τον τρόπο να την εκτονώσουν, επιθυμούν «κάπου ν’ ανήκουν». Η κινηματογράφηση του μέσου όρου, με ισχυρές δόσεις ρεαλισμού (εκτός από μια- δυο «μεταφυσικές» σκηνές, μάλλον αποτυχημένες), αποτελούν το ισχυρότερο όπλο του δημιουργού, στον πόλεμό του να αναδείξει το φως στις ζοφερές ζωές των πρωταγωνιστών. Χάρη στη σκηνοθετική του ικανότητα, πείθει για την αλήθεια της ιστορίας του. Κρατάμε μια επιφύλαξη για την αισιόδοξη κατάληξη της, αλλά -αλίμονο- το σινεμά είναι υπόθεση του φωτός.
Αξιολόγηση: ***
Διαβάστε επίσης: