Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
«Το πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Πώς αντιμετωπίζει κάποιος έναν καταστροφικό πόλεμο, όπως αυτόν που μαίνεται στην Ουκρανία; Με δέος; Φόβο; Βαθιά θλίψη; Ανασφάλεια; Απελπισία; Πανικό; Μια ανάλογη αντίδραση, ωστόσο, δεν ισχύει για όλους.
Το «Πονηρό πνεύμα» γράφτηκε μέσα σε έξι μέρες, ανέβηκε στις 2 Ιουλίου 1941 στο «Πικαντίλι Θίατερ» του Ουέστ Εντ και έκανε 1.997 παραστάσεις. Το έργο, παρότι δεν εξυμνήθηκε από τους κριτικούς [ο Γκράχαμ Γκριν το αποκάλεσε «ανιαρή έκθεση κακού γούστου» (αναγνωρίστηκε 35 χρόνια αργότερα)], αγκαλιάστηκε αμέσως από το κοινό, το οποίο συνωστιζόταν έξω από το θέατρο για μέρες, υποκρινόμενο πως όλα είναι καλά, όλα θα διορθωθούν.
Αυτόν τον στρουθοκαμηλισμό, που ξεβράζει την ανάγκη του ατόμου για επιβίωση, «εκμεταλλεύτηκε» ο Βρετανός συγγραφέας για να σχεδιάσει τους ήρωές του. Δηλαδή τον χήρο συγγραφέα Τσαρλς (Αργύρης Ξάφης) και τη νέα του γυναίκα, τη Ρουθ (Κωνσταντίνα Τάκαλου), των οποίων ο γάμος περνάει κρίση, αλλά εκείνοι αποφεύγουν να δουν την αδήριτη πραγματικότητα.
Κατ’ επέκταση σπαταλούν τον χρόνο τους – μαζί με ένα ζευγάρι φίλων (Κατερίνα Λέχου, Γιώργος Γλάστρας) – σε ολονύχτια πάρτι και ατελείωτα μεθύσια. Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζονται ένα εκκεντρικό μέντιουμ (Αμαλία Μουτούση) και το φάντασμα της πεθαμένης πρώην συζύγου (Άννα Μάσχα), ανατρέποντας την «ισορροπία» των πραγμάτων.
Ο Κάουαρντ, προκλητικός σχολιαστής του καιρού του, φλερτάροντας με μεταφυσικά φαινόμενα και σουρεαλιστικές καταστάσεις, παραδίδει εδώ «μια ελαφριά κωμωδία για τον θάνατο», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, απαλλαγμένη από οποιοδήποτε ρεαλιστικό πλαίσιο, που σατιρίζει το αστικό τοπίο, το εποικισμένο από ρηχούς, νευρωτικούς και ματαιόδοξους χαρακτήρες. Στόχος του είναι να ψυχαγωγήσει τους θεατές προσφέροντας άφθονο γέλιο. Ωστόσο το έργο του, ιδωμένο από μια άλλη οπτική γωνία, χάνει μεγάλο μέρος από το βρετανικό φλέγμα του.
Αυτό συνέβη και στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος, επιδιώκοντας να αποφύγει τα κλισέ του παραδοσιακού μπουλβάρ, δημιούργησε ένα παιγνιώδες, εξπρεσιονιστικό, έντονα κινησιολογικό και άκρως στυλιζαρισμένο σύμπαν, στο οποίο, όμως, υποβαθμίζονται οι χιουμοριστικές ατάκες.
Το συμβολικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη υπηρέτησε εύστοχα το σκεπτικό της σκηνοθεσίας – ένας έρημος τόπος με ελάχιστα, ενδεικτικά όμως, αντικείμενα: ένα κυλιόμενο μπαρ, ένα πικάπ-ραδιόφωνο, ένα πιάνο και ένας μικρός κήπος ως ένδειξη κάποιας ελπίδας. Τα καλόγουστα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη υπογράμμισαν τον νεοπλουτισμό των ηρώων.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, ήταν η δημιουργία μιας διττής εμπόλεμης ατμόσφαιρας. Κατ’ επέκταση, από τη μια οι τρομακτικοί ήχοι των βομβαρδισμών εναλλάσσονταν με το τραγούδι του αποχαιρετισμού «We ’ll meet again», αντικατοπτρίζοντας εκείνη τη διαταραγμένη εποχή. Από την άλλη, υπαινισσόταν τη φλεγόμενη ένταση στις σχέσεις των προσώπων.
Και αυτά τα πρόσωπα, που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, υποδύθηκαν με διαβολική ενέργεια και καρτουνίστικη συμπεριφορά οι ηθοποιοί, υιοθετώντας έναν σπασμωδικό ρυθμό στην εκφορά του λόγου και αξιοποιώντας τη γλώσσα του σώματος – άλλοτε με επαναλαμβανόμενες χειρονομίες και άλλοτε με ξαφνικές χορευτικές εκρήξεις (μελετημένη η κινησιολογία της Μαρκέλλας Μανωλιάδη).
Η Αμαλία Μουτούση, στον κομβικό ρόλο της αλαφροΐσκιωτης πνευματίστριας Μαντάμ Αρκάτι, έκλεψε την παράσταση με την ευτράπελη όσο και έντονη παρουσία της.
Αξίζει να σημειωθεί και η καίρια ερμηνεία τής νέας ηθοποιού Ειρήνης Λαφαζάνη, που ερμήνευσε την αδέξια υπηρέτρια του σπιτιού.
Είναι γεγονός ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν ακολούθησε τη σιγουριά της πεπατημένης, διαμορφώνοντας με συνέπεια τη δική του, ολοκληρωμένη πρόταση για το ανέβασμα του έργου. Όμως η λοξοδρόμηση στα τεχνάσματα μιας σκηνοθετικής ευρηματικότητας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης, σταδιακά αυτοϋπονομεύτηκε.
Διαβάστε επίσης
Ταινίες Πρώτης Προβολής: Θρίλερ, δράμα και μπασκετικά, πράσινα… αστέρια!