search
ΔΕΥΤΕΡΑ 29.04.2024 20:33
MENU CLOSE

Η διαμόρφωση του Ψυχρού Πολέμου κατά τους πρώτους μεταπολεμικούς χρόνους (1945-1953)

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2298
07/09/2023
11.09.2023 06:00
cold-war_0809_1460-820_new
credit: AP

Μέχρι και πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποτελούσαν τον κινητήριο μοχλό της παγκόσμιας πολιτικής. Ωστόσο, η μεταπολεμική εποχή σηματοδότησε το τέλος της ευρωπαϊκής υπεροχής και την απαρχή της ανάδυσης των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ως υπερδυνάμεων. Κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής εποχής ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος, δηλαδή η διαμάχη ανάμεσα στο δυτικό στρατόπεδο υπό την αμερικανική ηγεμονία και το ανατολικό υπό τη σοβιετική ηγεμονία.

Το παγκόσμιο σύστημα μετατράπηκε από πολυπολικό σε διπολικό και οι διεθνείς σχέσεις θα καθορίζονταν από τον βαθμό συνεννόησης ή απόκλισης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.

Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ

Η απόσυρση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα αλλά και από την Τουρκία σε συνδυασμό με την ανάδειξη των ΗΠΑ σε υπερδύναμη είχε αποτέλεσμα να καταστεί ο αμερικανικός παράγοντας ο βασικός υπεύθυνος για τη διοίκηση και τον συντονισμό των ενεργειών του δυτικού συνασπισμού σε όλη την υφήλιο. Οι ΗΠΑ ήθελαν να καλύψουν άμεσα το κενό ισχύος που άφησαν οι Βρετανοί, ωστόσο για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό έπρεπε πρώτα να εξισορροπηθεί το ισοζύγιο δυνάμεων με την ΕΣΣΔ.

Σίγουρα δεν ήταν μόνο η εμφύλια διαμάχη στην Ελλάδα που ανησυχούσε έντονα τους Αμερικανούς. Τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν αρχίσει προοδευτικά να εδραιώνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου: από την Ιταλία και τη Γαλλία έως την Κίνα και τις Φιλιππίνες. Ο αμερικανικός φόβος για μία καθολική επικράτηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας ήταν πλέον έκδηλος και στις 12 Μαρτίου 1947 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Κογκρέσο – που έμεινε γνωστή ως Δόγμα Τρούμαν – διατύπωσε τους νέους άξονες της αμερικανικής πολιτικής θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την ανακοπή της κομμουνιστικής προέλασης και προβάλλοντας ως καθήκον των ΗΠΑ την υπεράσπιση των κρατών που αντιστέκονταν στον κομμουνισμό. 

Μετά την αναγγελία του Δόγματος Τρούμαν, η αμερικανική παρέμβαση στην Ευρώπη έγινε ιδιαίτερα αισθητή. Η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα συνέβαλε καθοριστικά στο να γείρει η πλάστιγγα υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε ένα στρατιωτικό κατεστημένο άμεσα εξαρτώμενο από τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα ο αμερικανικός παρεμβατισμός στην Ευρώπη επέφερε και την κατάρρευση των κομμουνιστικών κομμάτων της Γαλλίας και της Ιταλίας, που είχαν αποκτήσει μεγάλη ισχύ μετά το 1946.

Η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Γηραιά Ήπειρο αυξανόταν βαθμιαία και σταθερά, ωστόσο ήταν σαφές ότι, για να επιτευχθεί η ανάσχεση του σοβιετικού παράγοντα στην Ευρώπη, έπρεπε να αναληφθούν νέες σημαντικές πρωτοβουλίες. Στη νέα στρατηγική των ΗΠΑ εντάχθηκε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και των υποδομών της ευρωπαϊκής ηπείρου, το οποίο παρουσιάστηκε επισήμως από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ.

Το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης, που έμεινε γνωστό ως Σχέδιο Μάρσαλ, εφαρμόστηκε με απόλυτη επιτυχία για μία τετραετία (1948-1952) και συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανόρθωση των οικονομιών των πληγεισών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρών της Ευρώπης, όπως επίσης και των κατεχομένων από τους συμμάχους ζωνών του δυτικού τμήματος της Γερμανίας.

Η Γερμανία γίνεται «παιχνίδι» στα χέρια των Συμμάχων

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικήτριες δυνάμεις κλήθηκαν να διαχειριστούν το εξαιρετικά ακανθώδες ζήτημα της διαχείρισης της ηττημένης Γερμανίας. Ωστόσο οι επιδιώξεις των κύριων εκπροσώπων του δυτικού στρατοπέδου, δηλαδή των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες σε σχέση με αυτές του ανατολικού, που εκπροσωπείτο αποκλειστικά από την ΕΣΣΔ.

Συγκεκριμένα η Δύση θεωρούσε πως έπρεπε πάση θυσία να καταβληθούν προσπάθειες για να ενισχυθεί η οικονομία της Γερμανίας και να εξασφαλισθεί η πολιτική της σταθερότητα, καθώς αποτελούσε τον βασικό πυλώνα για την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα, βασική στόχευση ήταν να αναχαιτιστεί η σοβιετική διείσδυση στη Γερμανία και κατ’ επέκταση ο κομμουνιστικός επεκτατισμός στη Δυτική Ευρώπη.

Εκτός των άλλων, στους βασικότερους στόχους του δυτικού στρατοπέδου εντασσόταν και η αποδυνάμωση της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου (ΔΕΕ), εντός της οποίας η ΕΣΣΔ μπορούσε να ασκεί έντονη επιρροή και να θέτει προσκόμματα στις όποιες συμφωνίες κάνοντας χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας.

Αντιθέτως η ΕΣΣΔ, μία χώρα που είχε πληρώσει βαρύτερα από όλες το τίμημα της αντίστασης εναντίον του ναζισμού, αφενός απέβλεπε στο να αποσπάσει τους μέγιστους δυνατούς πόρους από τη Γερμανία, προκειμένου να τονώσει την καθημαγμένη οικονομία της, αφετέρου σχεδίαζε να θέσει προσκόμματα στις όποιες προσπάθειες ανάκαμψης μίας αντίπαλης χώρας, που κατά το παρελθόν αποτελούσε τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για την εδαφική της ακεραιότητα.

Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ ακολουθούσαν κοινή γραμμή πλεύσης αναφορικά με τη διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος, ενώ εντελώς αντίθετες απόψεις εξέφραζε η Γαλλία, που επιθυμούσε να προσαρτήσει τις περιοχές του Σάαρ και της Ρηνανίας, αλλά και την πλούσια σε μεταλλεύματα κοιλάδα του Ρουρ. Παράλληλα, το Παρίσι αντιμετώπιζε με έντονα σκεπτικιστική διάθεση τις προθέσεις των ΗΠΑ για υπέρβαση των ξεχωριστών ζωνών κατοχής που σχετίζονταν άμεσα με τα σχέδια ανασύνταξης της Γερμανίας και μετατροπής της σε χώρα με πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική συνεργασία εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Μέχρι τις αρχές του 1947 είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται οι τέσσερις ζώνες κατοχής, τρεις εκ των οποίων υπάγονταν στον έλεγχο της Δύσης. Η ΕΣΣΔ από την πλευρά της κατόρθωσε να ελέγξει μόνο το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, που αποτελείτο από πέντε επαρχίες.

Ο αποκλεισμός του Βερολίνου: το πρώτο «θερμό επεισόδιο»

Στις αρχές Ιουνίου του 1948 οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, σε μία προσπάθεια δημιουργίας ενός προπλάσματος δυτικογερμανικού κράτους, ενοποίησαν τις ζώνες κατοχής και καθιέρωσαν το δυτικογερμανικό μάρκο ως επίσημο νόμισμα. Η αρχική αντίδραση της Μόσχας ήταν να καταγγείλει τις τρεις δυτικές δυνάμεις για εξόφθαλμη παραβίαση των συμπεφωνηθέντων του Πότσνταμ, ενώ μερικές μέρες αργότερα ανακοίνωσε επισήμως την αποχώρησή της από τη ΔΕΕ διά στόματος του επικεφαλής των σοβιετικών στρατευμάτων στη Γερμανία Βασίλι Σοκολόφσκι.

Αργότερα οι Σοβιετικοί προέβησαν σε μία σαφώς αποφασιστικότερη και καθόλου αναμενόμενη κίνηση, θέτοντας εμπόδια στην ελεύθερη πρόσβαση στο Βερολίνο, που τελούσε υπό τετραμερή κατοχή, ενώ στα τέλη Ιουνίου σε μία προσπάθειά τους να εξαναγκάσουν τις τρεις δυτικές δυνάμεις να το εγκαταλείψουν, απέκλεισαν το οδικό δίκτυο και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Πλέον ο ανεφοδιασμός του Βερολίνου μπορούσε να επιτευχθεί μόνο από αέρος, μέσω των αμερικανικών και βρετανικών αεροσκαφών. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε περίπου έναν χρόνο, ώσπου τον Μάιο του 1949 τα σοβιετικά στρατεύματα αποφάσισαν να άρουν τον αποκλεισμό.

Η δημιουργία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου

Η σοβιετική «απειλή» οδήγησε τον Μάρτιο του 1948 τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τις χώρες της BENELUX (Βέλγιο – Ολλανδία – Λουξεμβούργο) στη συνομολόγηση του Συμφώνου των Βρυξελλών, το οποίο δημιουργούσε υποχρεώσεις για παροχή αμοιβαίας αμυντικής βοήθειας σε περίπτωση που κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη δεχόταν επίθεση.

Ακολούθησαν πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών του Συμφώνου των Βρυξελλών, των ΗΠΑ και του Καναδά για σύναψη μίας διευρυμένης στρατιωτικής συμμαχίας, στην οποία θα εντάσσονταν πέντε ακόμα ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Νορβηγία, Ισλανδία, Πορτογαλία και Ιταλία). Στις 4 Απριλίου του 1949 η ίδρυση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) ήταν πλέον γεγονός.

Με την εν λόγω συμφωνία οι ΗΠΑ δεσμεύονταν να εγκαταστήσουν στρατεύματα στην Ευρώπη και τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν ότι θα αντιμετώπιζαν την επίθεση εναντίον ενός μέλους ως επίθεση εναντίον όλων. Το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο εξυπηρετούσε πλήρως τον σκοπό της ανάσχεσης του σοβιετικού επεκτατισμού στον ευρύτερο ευρασιατικό χώρο, δημιουργώντας – εν πρώτοις – πολιτικές εγγυήσεις για την ανεξαρτησία των «αδύναμων» χωρών της Ευρώπης από την ΕΣΣΔ, που απήντησε στις κινήσεις του δυτικού συνασπισμού αρχικά με τη σύσταση του Συμβουλίου για την Αμοιβαία Οικονομική Βοήθεια (COMECON) το 1949 και εν συνεχεία με τη δημιουργία του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1955.

Ο Πόλεμος της Κορέας (1950-1953)

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 άρχισαν να γίνονται εμφανή τα πρώτα δείγματα του κομμουνιστικού επεκτατισμού. Αρχικά στην Τσεχοσλοβακία το 1948 με την πραξικοπηματική ανατροπή του Προέδρου Έντβαρντ Μπένες από το υποστηριζόμενο από τους Σοβιετικούς Κομμουνιστικό Κόμμα και εν συνεχεία στην Κίνα με την επικράτηση των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ στη μακροχρόνια εμφύλια διαμάχη με τους εθνικιστές του Τσιανγκ Κάι Σεκ.

Έτσι οι διεθνείς συγκυρίες ήταν αρκετά ευνοϊκές για το σοβιετικό μπλοκ, που επιθυμούσε να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής του στην Κορέα, η οποία ήταν διχοτομημένη και το βόρειο τμήμα της ελεγχόταν από ένα ισχυρό κομμουνιστικό καθεστώς. Επίσης η Κορέα από αρχαιοτάτων ετών κατείχε τεράστια στρατηγική και γεωπολιτική αξία, καθώς αποτελούσε το σημείο – κλειδί για τον έλεγχο της Βορειοανατολικής Ασίας.

Στις 25 Ιουνίου του 1950 τα στρατεύματα της Βορείου Κορέας, υποστηριζόμενα από την Κίνα και την ΕΣΣΔ, εισέβαλαν στο νότιο τμήμα και, αφού έκαμψαν την αντίσταση των πενιχρά εξοπλισμένων και εντελώς ανέτοιμων νοτιοκορεατικών στρατευμάτων, μέσα σε διάστημα τριών ημερών κατέλαβαν τη Σεούλ.

Οι ΗΠΑ, φοβούμενες έναν ενδεχόμενο εκτοπισμό τους από την Άπω Ανατολή, άσκησαν έντονες πιέσεις μέσω του Προέδρου Τρούμαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ώστε να λάβει απόφαση για άμεση στρατιωτική επέμβαση στην Κορέα. Πράγματι οι διπλωματικές πιέσεις του Αμερικανού Προέδρου απέφεραν καρπούς και στις 27 Ιουνίου 1950 οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις μαζί με άλλους συμμάχους που έφεραν τη σημαία του ΟΗΕ αποβιβάστηκαν στην Κορέα.

Ο Πόλεμος της Κορέας αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή απειλή που μπορούσε να μετατρέψει τον Ψυχρό Πόλεμο σε «θερμό», καθότι κατέστησε υποχρεωτική την άμεση επέμβαση μίας υπερδύναμης. Ήταν επίσης ο πρώτος πόλεμος της πυρηνικής εποχής που αντιπαρέτασσε την Ανατολή με τη Δύση. Τέλος, η οριστική διαίρεση της Κορέας το 1953 σε δύο κράτη (τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας στον Βορρά και τη Δημοκρατία της Κορέας στον Νότο) βάθυνε το χάσμα που προέκυψε από το 1948 και προσέδωσε παγκόσμιες διαστάσεις στην αντιπαράθεση μεταξύ ανατολικού και δυτικού συνασπισμού.

Η Γερμανία ξανά στο προσκήνιο

Η αναστάτωση που προκάλεσε ο Πόλεμος της Κορέας έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του επανεξοπλισμού της Δυτικής Γερμανίας, το οποίο τέθηκε πρώτη φορά από τους Αμερικανούς με το επιχείρημα ότι ελλόχευε ο κίνδυνος μίας στρατιωτικής επίθεσης του ανατολικού συνασπισμού εναντίον του ΝΑΤΟ. Η αμερικανική πρόταση επανεξοπλισμού – ενός τμήματος – της πάλαι ποτέ μεγαλύτερης αναθεωρητικής δύναμης της Ευρώπης προκάλεσε έντονο προβληματισμό στους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους.

Όλως παραδόξως η μοναδική χώρα που ανέλαβε πρωτοβουλία για να εξεύρει λύση στο δυσεπίλυτο αυτό ζήτημα ήταν η παραδοσιακή αντίπαλος της Γερμανίας, η Γαλλία, που μέσω του πρωθυπουργού της Ρενέ Πλεβέν κατέθεσε πρόταση για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ), ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού άμυνας στον οποίο θα εντάσσονταν και οι δυτικογερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Εν τέλει το Σχέδιο Πλεβέν ουδέποτε εφαρμόστηκε, καθώς προσέκρουσε αφενός στις διχογνωμίες και αμφιβολίες των Δυτικοευρωπαίων, αφετέρου στις έντονες ανησυχίες των Σοβιετικών για μία ενδεχόμενη επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού. Εν τέλει το 1954, έπειτα από πρωτοβουλία του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Ίντεν, η Δυτική Γερμανία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και κατόρθωσε να επανακτήσει τον ενεργό ρόλο της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις συμμετέχοντας στο εξής ως ισότιμος εταίρος στις συζητήσεις που αφορούσαν ζητήματα της δυτικής Ευρώπης.

Η γέννηση του διπολικού συστήματος

Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μία άμεση και μη πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κρατών με τη μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή στον κόσμο, τα οποία απέκτησαν ένα νέο status στη διεθνή πολιτική: αυτό των υπερδυνάμεων. Αυτή η νέα σχέση εξουσίας δημιούργησε ένα διπολικό και ευέλικτο διεθνές σύστημα, στο οποίο μαζί με τις δύο υπερδυνάμεις και τα μπλοκ που ήταν υπό την επιρροή τους υπήρχαν μη προσκείμενοι παράγοντες και ένας παγκόσμιος παράγων, ο ΟΗΕ, εργαλείο της αμερικανικής διπλωματίας, που λειτουργούσε ως «κυματοθραύστης», δηλαδή ως ένα θεσμικό όργανο κατευνασμού των διεθνών εντάσεων.

Σε αυτό το διπολικό σύστημα και οι δύο υπερδυνάμεις προσπάθησαν να κάνουν διακρίσεις μεταξύ συμμάχων και εχθρών, οριοθέτησαν τις περιοχές επιρροής τους και προσπάθησαν να τις επεκτείνουν εις βάρος του αντιπάλου μπλοκ, αποτρέποντας οποιαδήποτε πολιτική ή ιδεολογική απόκλιση στις αντίστοιχες περιοχές τους. Δεν υπήρχε δυνατότητα για ένα κράτος να κηρυχθεί ουδέτερο χωρίς τη συγκατάθεση των δύο υπερδυνάμεων.

Βασικός κανόνας κάθε κατεχόμενης, ελεγχόμενης και οριοθετημένης ζώνης επιρροής ήταν ο σεβασμός προς την άλλη υπερδύναμη. Όταν παραβιάστηκε αυτός ο κανόνας και ειδικά όταν αυτή η παραβίαση επηρέασε εδάφη που περιλαμβάνονταν στην περίμετρο ασφαλείας που καθιερώθηκε από τις δύο υπερδυνάμεις, ενέσκηψε ο κίνδυνος άμεσης αντιπαράθεσης και η ένταση οξύνθηκε.

Τα δύο υποσυστήματα

Το διπολικό σύστημα που καθιερώθηκε δημιούργησε δύο υποσυστήματα. Το δυτικό υποσύστημα με επικεφαλής τις ΗΠΑ, οι οποίες διέθεταν ένα σύνολο οργάνων, όπως το ΝΑΤΟ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και μία σειρά από περιφερειακές στρατιωτικές συμμαχίες και διμερείς συμφωνίες, που θα λειτουργούσαν συνεπικουρικά ως προς την προάσπιση των οικονομικών και γεωστρατηγικών τους συμφερόντων και την επέκταση της επιρροής τους. Αντίστοιχα, το παγκόσμιο σοσιαλιστικό υποσύστημα, το οποίο περιλάμβανε 16 κράτη από όλο τον κόσμο και του οποίου ηγήθηκε η ΕΣΣΔ, διέθετε τα δικά του μέσα, τα οποία εξασφάλιζαν τα συμφέροντά του και τη βιωσιμότητά του: το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (COMINFORM), το Συμβούλιο για την Αμοιβαία Οικονομική Βοήθεια (COMECON), το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, τις διμερείς συνθήκες φιλίας και συνεργασίας και τα κομμουνιστικά κόμματα.

Μία αναπόφευκτη ρήξη

Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε αναπόφευκτος, διότι, μετά την κατάρρευση των δυνάμεων του Άξονα, προέκυψε η ανάδυση μίας παγκόσμιας διπολικής τάξης, της οποίας ηγούνταν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Ο διπολικός χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος επέφερε τη μοιραία αντιπαλότητα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, καθώς οι δύο χώρες επιχειρούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο διεθνές σύστημα και να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους.

Τέλος, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε και χαρακτήρα ιδεολογικής αντιπαράθεσης, καθώς αποτελούσε μία παγκόσμιας κλίμακας διαμάχη ανάμεσα σε δύο ασύμβατους τρόπους οικονομικής οργάνωσης, τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό.

* Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»

Διαβάστε επίσης:

ΚΚΕ: Βλέπει παζάρι στα ελληνοτουρκικά πέραν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας

Μανιφέστο για τη νέα Κεντροαριστερά

Ελληνοτουρκικά: Στο τραπέζι «άνευ όρων» – Η Αθήνα αποδέχθηκε διμερή και εφ’ όλης της ύλης διάλογο

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΔΕΥΤΕΡΑ 29.04.2024 20:33