search
ΤΕΤΑΡΤΗ 16.07.2025 05:32
MENU CLOSE

Οι συγκρούσεις Ισραήλ – Αράβων και ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων: Πώς λειτούργησαν Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2394
10/07/2025
15.07.2025 06:30
mesi anatoli 88- new

Η σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων αποτελεί μία από τις πιο παρατεταμένες συγκρούσεις του 20ού και του 21ου αιώνα, καθώς και τον κύριο παράγοντα πρόκλησης πολέμων στη Μέση Ανατολή.

Η σύγκρουση αυτή έχει δύο διαστάσεις: την ισραηλινοπαλαιστινιακή και την ισραηλινοαραβική. Οι απαρχές της σύγκρουσης ανάγονται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το σιωνιστικό κίνημα συνέλαβε την ιδέα δημιουργίας μίας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό στην περιοχή της Παλαιστίνης. Όπως ήταν αναμενόμενο, σύσσωμος ο αραβικός κόσμος απέρριψε το εβραϊκό σχέδιο με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σύγκρουση ανάμεσα σε Εβραίους και Παλαιστίνιους για τη διεκδίκηση των εδαφών της Παλαιστίνης.

Τη δεκαετία του 1930, όταν ξέσπασαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ των δύο λαών, τα γειτονικά προς την Παλαιστίνη αραβικά κράτη συντάχθηκαν στο πλευρό των Παλαιστινίων. Αργότερα, το 1948, όταν δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, το κύριο βάρος της σύγκρουσης μετατοπίστηκε από το τοπικό – διακοινοτικό επίπεδο στο διακρατικό. Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967) και την κατάκτηση σημαντικών αραβικών εδαφών από το Ισραήλ, όπως της Δυτικής Όχθης, των Υψιπέδων του Γκολάν και της Χερσονήσου του Σινά, η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση προσέλαβε άλλες διαστάσεις, καθώς τα ηττημένα αραβικά κράτη (Ιορδανία, Συρία, Αίγυπτος), δεν θα αρκούνταν πλέον στην παροχή υποστήριξης προς την Παλαιστίνη αλλά θα αγωνίζονταν για την ανάκτηση των απολεσθέντων εδαφών τους.

Για τα αίτια της σύγκρουσης έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Οι περισσότεροι εκ των Αράβων θεωρούν ως βασική αιτία της σύγκρουσης τον διασκορπισμό των Παλαιστινίων από τις εδαφικές κατακτήσεις του Ισραήλ, το οποίο κατ’ αυτούς είναι ένα εγγενώς επιθετικό και επεκτατικό κράτος, αλλά και η πραγματική πηγή της βίας στην περιοχή. Από την άλλη οι Ισραηλινοί υποστηρίζουν ότι η βασική αιτία της σύγκρουσης δεν είναι η εδαφική διεκδίκηση, αλλά η απόρριψη από πλευράς Αράβων του δικαιώματος του Ισραήλ να υφίσταται ως κυρίαρχο κράτος στη Μέση Ανατολή.

Μία δεύτερη πηγή έντασης και αστάθειας θεωρείται η ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων στις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής. Ο λόγος της ανάμειξης μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από τη γεωστρατηγική σημασία όσο και από τα ενεργειακά αποθέματα που διαθέτει η περιοχή.

Ο Πρώτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος (1948)

Η εκρηκτική διάσταση που απέκτησε το εβραϊκό Ολοκαύτωμα μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ώθησε τη διεθνή κοινότητα προς την κατεύθυνση της δρομολόγησης των διαδικασιών για την οριστική επίλυση του εβραϊκού ζητήματος. Η απόφαση της φυλλορροούσας Βρετανικής Αυτοκρατορίας να εγκαταλείψει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στα παλαιστινιακά εδάφη ουσιαστικά κατέστησε τον ΟΗΕ κύριο διαχειριστή της τύχης της Παλαιστίνης. Στις 29 Νοεμβρίου 1947 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ προέβη στην έκδοση του Ψηφίσματος 181, βάσει του οποίου προβλεπόταν η διαίρεση της Παλαιστίνης σε δύο κράτη: ένα εβραϊκό και ένα αραβικό.

Και ενώ η εβραϊκή κοινότητα αποδέχτηκε ενθουσιωδώς την απόφαση του ΟΗΕ και εκδήλωσε τη χαρά της με δημόσιους πανηγυρισμούς, τα αραβικά κράτη απέρριψαν την εν λόγω απόφαση και ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αγωνιστούν προκειμένου να αποτρέψουν την εφαρμογή της. Μάλιστα την επόμενη κιόλας ημέρα, ένα λεωφορείο που μετέφερε Εβραίους δέχθηκε επίθεση από ενόπλους κατά τη διαδρομή από το Petah Tikva στο Lod. Η εν λόγω επίθεση οδήγησε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας του Ισραήλ, κατά τον οποίο ένας εβραϊκός πληθυσμός 650.000 περίπου βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν αραβικό του 1,1 εκατομμυρίου που υποστηριζόταν από 7 αραβικούς στρατούς.

Ενώ οι συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων συνεχίζονταν με αμείωτους ρυθμούς, στις 14 Μαΐου 1948, με την αποχώρηση της Βρετανικής Εντολής, ο David Ben Gurion συγκάλεσε το προσωρινό συμβούλιο που στη συνέχεια θα αποτελούσε το κοινοβούλιο στο μουσείο του Τελ Αβίβ και παρουσίασε την ιδρυτική διακήρυξη του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Οι Άραβες είχαν απορρίψει την πρόταση ίδρυσης ενός αραβικού κράτους σε τμήμα της Παλαιστίνης και επικεντρώθηκαν στον δεδηλωμένο στόχο τους που δεν ήταν άλλος από την καταστροφή του νεοσύστατου ισραηλινού κράτους. Τα ξημερώματα της 15ης Μαΐου οι στρατοί πέντε αραβικών κρατών (της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας, του Λιβάνου και του Ιράκ) διέσχισαν τα σύνορα και εισέβαλαν στην Παλαιστίνη. Αντιμέτωπες με όλες αυτές τις αραβικές χώρες που επιτίθεντο από όλες τις πλευρές ήταν οι νεοσύστατες ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες αριθμούσαν 15.000 μάχιμους.

Το 1949 ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ Ralph Bunche συνέβαλε στη σύναψη τεσσάρων διμερών συμφωνιών ανακωχής ανάμεσα στο Ισραήλ, στην Αίγυπτο, στη Συρία και στην Ιορδανία. Τα σύνορα ανακωχής μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών, που έμειναν στην ιστορία ως «πράσινη γραμμή», παρέμειναν αμετάβλητα για σχεδόν δύο δεκαετίες. Βάσει της συμφωνίας ο έλεγχος της Λωρίδας της Γάζας περιερχόταν στην Αίγυπτο, η δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ παραχωρήθηκε στην Ιορδανία, ενώ το Ισραήλ με την προσάρτηση της δυτικής Ιερουσαλήμ αύξησε την κυριαρχία του – στο μέχρι πρότινος υπό βρετανική διοίκηση έδαφος της Παλαιστίνης – από το 55% στο 78%.

Από τις μεγάλες δυνάμεις, η πιο άμεσα εμπλεκόμενη στον Πρώτο Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Για τη βρετανική στάση κατά τον Πρώτο Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Πολλοί φιλοσιωνιστές συγγραφείς θεωρούν τη Μεγάλη Βρετανία ως την «ηθική αυτουργό» για το ξέσπασμα του πολέμου, υποστηρίζοντας ότι αυτή εξόπλισε και ενθάρρυνε τους Άραβες να καταστρέψουν το νεοσύστατο εβραϊκό κράτος. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι η αποποίηση της ευθύνης κατάρτισης σχεδίου διχοτόμησης της Παλαιστίνης από πλευράς Μεγάλης Βρετανίας ήταν αυτή που προκάλεσε τη διολίσθηση στην άβυσσο του πολέμου.

Σε ό,τι αφορά τις δύο υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που προχώρησε στην de facto αναγνώριση του εβραϊκού κράτους, ενώ η ΕΣΣΔ η πρώτη που το αναγνώρισε de jure. Μάλιστα, οι Σοβιετικοί υποστήριζαν ότι η διχοτόμηση της Παλαιστίνης και η δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους θα αποδυνάμωνε τον ρόλο της Μεγάλη Βρετανίας στη Μέση Ανατολή. Για τον λόγο αυτόν επέτρεψαν τη μετανάστευση χιλιάδων Εβραίων από τα σοβιετικά εδάφη στην Παλαιστίνη και ενίσχυσαν με πολεμοφόδια τις εβραϊκές ένοπλες ομάδες.

H Κρίση του Σουέζ (1956)

Κατά τη διάρκεια των επτά ετών που μεσολάβησαν μετά την υπογραφή των συμφωνιών οριστικής εκεχειρίας, αντί να επιτευχθούν ειρηνευτικές συμφωνίες, το χάσμα ανάμεσα στο Ισραήλ και στα αραβικά κράτη διευρύνθηκε και η κατάσταση κατά μήκος των συνόρων του Ισραήλ επιδεινώθηκε. Ήδη λίγους μήνες από την υπογραφή της συμφωνίας του 1949 οι υπογραφείσες συμφωνίες άρχισαν να καταστρατηγούνται σε καθημερινή βάση με παραβιάσεις των συνόρων, επιδρομές, οικονομικό πόλεμο και άλλες ενέργειες.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να ξεσπάσει ο Πόλεμος του Σουέζ. Αν το 1948 οι μεγάλες δυνάμεις διαδραμάτισαν περιορισμένο ρόλο στη σκηνή της Μέσης Ανατολής, το 1956 συνέβη το αντίθετο. Ο πόλεμος που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1956 έφερε τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και το Ισραήλ αντιμέτωπες με την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου καταγράφηκαν οι εξής δύο παραδοξότητες:

● Η Μεγάλη Βρετανία συντάχθηκε με το Ισραήλ εναντίον της Παλαιστίνης, ενός αραβικού κράτους που συνδεόταν με το πάλαι ποτέ ένδοξο αυτοκρατορικό της παρελθόν.

● Οι δύο παραδοσιακοί ανταγωνιστές για την πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο.

Με την άνοδο του συνταγματάρχη Gamal Abdel Nasser στην εξουσία η Αίγυπτος έγινε η σημαιοφόρος του ριζοσπαστικού παναραβικού εθνικισμού. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Anthony Eden θεωρούσε τον Nasser ως βασικό εχθρό των βρετανικών συμφερόντων στην Αίγυπτο και ως εκ τούτου επιθυμούσε την ανατροπή του. Η απόφαση του Nasser να εθνικοποιήσει τη Διώρυγα του Σουέζ και να κλείσει τα Στενά του Τιράν στην ισραηλινή ναυσιπλοΐα τον Ιούλιο του 1956 ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Τον Οκτώβριο του 1956 οι δυνάμεις του Ισραήλ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, επιτέθηκαν εναντίον της Αιγύπτου. Είχε προηγηθεί η συνάντηση των τριών δυνάμεων στις 22 Οκτωβρίου του 1956, κατά την οποία συμφωνήθηκε η κατάρτιση ενός σχεδίου δράσης που ενσωματώθηκε στο Πρωτόκολλο των Σεβρών. Η τριμερής επίθεση κατά της Αιγύπτου μία εβδομάδα αργότερα εξελίχθηκε βάσει αυτού του σχεδίου. Ωστόσο, παρά την επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων, το σχέδιο απέτυχε και οι τρεις σύμμαχοι αναγκάστηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους εν μέσω της καταδίκης του ΟΗΕ και της πρωτοφανούς συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για τον τερματισμό της κρίσης.

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών (1967)

Μετά τον Πόλεμο του Σουέζ ακολούθησε μία δεκαετία σχετικής ηρεμίας. Ωστόσο ο πόλεμος του Ιουνίου του 1967 άλλαξε τη φυσιογνωμία της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, ενώ διαφοροποίησε και τη στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι σε αυτή. Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου υπήρξε η αποστολή από πλευράς Σοβιετικών μίας έκθεσης πληροφοριών προς τον Nasser, η οποία ανέφερε ότι το Ισραήλ ανέπτυσσε στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα με τη Συρία. Ο Nasser, φοβούμενος ένα αιφνιδιαστικό ισραηλινό πλήγμα, προχώρησε σε τρεις διαδοχικές κινήσεις: διέταξε την ανάπτυξη στρατευμάτων στη Χερσόνησο του Σινά, εξεδίωξε τη Δύναμη Έκτακτης Ανάγκης του ΟΗΕ από το Σινά και απέκλεισε για δεύτερη φορά τον διάπλου των ισραηλινών πλοίων από τα Στενά του Τιράν.

Η αντίδραση του Ισραήλ υπήρξε άμεση και αποτελεσματική: οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις εξαπέλυσαν προληπτικά πλήγματα εναντίον των τριών σύμμαχων αραβικών χωρών (Αίγυπτος – Ιορδανία – Συρία) και μέσα σε διάστημα μόλις έξι ημερών κατέλαβαν τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, τη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία, ενώ απέσπασαν από τη Συρία τα Υψίπεδα του Γκολάν.

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών επέφερε δραματικές αλλαγές στην πολιτική και στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Αναμφίβολα το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν ταπεινωτικό για τους Άραβες και τους Σοβιετικούς υποστηρικτές τους, ενώ έθεσε ταφόπλακα στο παναραβικό όραμα του Nasser. Επίσης, ο πόλεμος των Έξι Ημερών έκανε τους Άραβες να υιοθετήσουν μία αδιάλλακτη και πολεμοχαρή στάση έναντι του Ισραήλ. Η στάση αυτή αποτυπώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ, τον Σεπτέμβριο του 1967, στο περίφημο «Ψήφισμα των Τριών Όχι», το οποίο αρθρωνόταν ως εξής:

● Όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ.

● Όχι στην ειρήνη με το Ισραήλ.

● Όχι στις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ.

Επιπρόσθετα ο πόλεμος επέδρασε καταλυτικά στην αναβίωση της παλαιστινιακής εθνικής συνείδησης και στην αφύπνιση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία επιδόθηκε σε τρομοκρατικές επιθέσεις που στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες Ισραηλινούς πολίτες. Ένα άλλο απότοκο του πολέμου ήταν η απόφαση του Ισραήλ να προσαρτήσει την ανατολική Ιερουσαλήμ, την οποία ένωσε με το δυτικό της τμήμα, δημιουργώντας έτσι την επίσημη πρωτεύουσά του.

Μετά τη λήξη του πολέμου ο ΟΗΕ με το Ψήφισμα 242 της 22ας Νοεμβρίου 1967 κάλεσε το Ισραήλ να αποσυρθεί από τα κατεχόμενα εδάφη αναγνωρίζοντας παράλληλα το δικαίωμα του κάθε κράτους να ζει σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας. Ωστόσο, οι δύο πλευρές ερμήνευσαν το Ψήφισμα διαφορετικά με αποτέλεσμα η θέση του Ισραήλ σταδιακά να σκληρύνει. Το Ισραήλ υπερασπίστηκε το νέο status quo, το οποίο είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει επ’ αόριστον. Επίσης, οι εδαφικές προσαρτήσεις ενθάρρυναν την εισροή εβραϊκών πληθυσμών από την ΕΣΣΔ και την Αφρική, οι οποίοι έβλεπαν τη νέα γη ως τμήμα του «Ερέτζ Ισραέλ», δηλαδή της πατρογονικής γης τους.

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, δεν άλλαξε μόνο την αραβοϊσραηλινή στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων, αλλά μετέτρεψε την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση σε ένα από τα θερμά σημεία του Ψυχρού Πολέμου, με τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν το Ισραήλ και την ΕΣΣΔ τα αραβικά κράτη.

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (1973)

Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, η Αίγυπτος, καθ’ υπόδειξιν της Μόσχας, άρχισε τις καταδρομικές επιδρομές κατά μήκος της Διώρυγας του Σουέζ, οι οποίες εξελίχθηκαν σε αυτό που έμεινε γνωστό ως «Πόλεμος της Φθοράς». Ο πόλεμος αυτός δεν επέφερε καμία εδαφική μεταβολή για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και οδήγησε σε ένα διπλωματικό αδιέξοδο, το οποίο έλαβε τέλος όταν η Αίγυπτος και η Συρία εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Ισραήλ στη Χερσόνησο του Σινά και στα Υψίπεδα του Γκολάν, στις 6 Οκτωβρίου του 1973, την ημέρα Γιομ Κιπούρ («Ημέρα της Εξιλέωσης»), που αποτελεί την ιερότερη μέρα του εβραϊκού ημερολογίου.

Οι παράγοντες που οδήγησαν στην τέταρτη αραβοϊσραηλινή σύγκρουση ήταν οι εξής:

● Η αποτυχία όλων των διεθνών πρωτοβουλιών για την επίλυση των αραβοϊσραηλινών διαφορών.

● Η εμφάνιση ενός αραβικού συνασπισμού που ήταν ικανός και πρόθυμος να συγκρουστεί με το Ισραήλ.

● Η συνεχής και σταθερή προμήθεια όπλων από τις δύο Υπερδυνάμεις προς τους «περιφερειακούς πελάτες» τους.

Η ασυνεπής σοβιετική πολιτική στη Μέση Ανατολή την περίοδο 1970-1973

Η σοβιετική εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο 1970 – 1973 χαρακτηριζόταν από ασυνέπειες και αντιφάσεις. Η υιοθέτηση της στρατηγικής της ύφεσης έναντι των ΗΠΑ επέβαλε στην ΕΣΣΔ να ακολουθήσει μία ιδιαίτερα προσεκτική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Αρχικά η άρνηση της Μόσχας να παράσχει στην Αίγυπτο τον οπλισμό που θεωρούσε απαραίτητο για μία αποτελεσματική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Ισραήλ οδήγησε τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Anwar Sadat να προβεί στην απέλαση των Σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων από την Αίγυπτο τον Ιούλιο του 1972.

Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του 1973, οι Σοβιετικοί επανέλαβαν τις προμήθειες όπλων προς την Αίγυπτο, παρά την επίγνωσή τους ότι το Κάιρο σχεδίαζε επίθεση κατά του Ισραήλ. Ταυτόχρονα, συνέχισαν να προτρέπουν τους Άραβες συμμάχους τους να αποφύγουν τον πόλεμο, ενώ τους εξόπλιζαν επαρκώς ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επαναλάβουν τις εχθροπραξίες. Αυτή η διφορούμενη στάση της Μόσχας αντανακλούσε την εσωτερική σύγκρουση που βίωνε μεταξύ της επιδίωξης της ύφεσης και της προσπάθειας διατήρησης της επιρροής της στην περιοχή.

Ο έμμεσος ρόλος των ΗΠΑ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ

Οι HΠΑ συνέβαλαν έμμεσα και ακούσια στο ξέσπασμα του Πολέμου του Γιόμ Κιπούρ, υποστηρίζοντας μία ισραηλινή πολιτική που στόχευε στη διατήρηση ενός μη βιώσιμου status quo.

Έχοντας επίγνωση του σημαίνοντα ρόλου του Ισραήλ ως στρατηγικού εταίρου και ως παράγοντα περιφερειακής σταθερότητας, υιοθέτησαν την άποψη ότι η ισχυροποίηση του Ισραήλ ήταν το καλύτερο μέσο αποτροπής ενός πολέμου στη Μέση Ανατολή. Σε αυτό το πλαίσιο παρείχαν στο Ισραήλ ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, ενώ αρνούνταν να το πιέσουν να επιστρέψει στην εδαφική κατάσταση που βρισκόταν πριν από το 1967. Ακόμη και όταν ο Sadat εκδίωξε τους Σοβιετικούς συμβούλους από την Αίγυπτο, οι Αμερικανοί επέμειναν σε αυτή την αδιέξοδη διπλωματία. Η στάση τους αυτή οδήγησε την Αίγυπτο και τη Συρία να μην αποδεχτούν τους όρους διευθέτησης του Ισραήλ και να κηρύξουν πόλεμο εναντίον του.

Ο Πόλεμος του Λιβάνου (1982)

Ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982 ήταν μία τρίμηνη σύγκρουση που προκάλεσε η ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο, η οποία αποσκοπούσε στο να αποδυναμώσει στρατιωτικά και πολιτικά την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και στο να επηρεάσει τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου υπέρ των δεξιών συμμάχων του Ισραήλ. Ο κύριος αρχιτέκτονας του πολέμου του Ισραήλ στον Λίβανο ήταν ο Ισραηλινός υπουργός άμυνας Ariel Sharon, ο οποίος πίστευε ότι η επίλυση των πολιτικών προβλημάτων μπορούσε να επιτευχθεί με τη χρήση βίας. Το σχέδιό του με κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ειρήνη στη Γαλιλαία» είχε τους εξής στόχους:

Την καταστροφή της στρατιωτικής υποδομής της PLO στον νότιο Λίβανο και την επιβολή μόνιμης ισραηλινής στρατιωτικής κυριαρχίας στη Δυτική Όχθη.

Την παροχή υποστήριξης στον ηγέτη μίας εκ των χριστιανικών πολιτοφυλακών, προκειμένου να επέλθει μία νέα πολιτική τάξη πραγμάτων στον Λίβανο, η οποία θα ευνοούσε την προώθηση των ειρηνευτικών συμφωνιών με το Ισραήλ.

Την αντικατάσταση των συριακών δυνάμεων στον Λίβανο από τις ισραηλινές. Εν ολίγοις, η ιδέα της στρατιωτικής εισβολής ήταν να χρησιμοποιηθούν οι ισραηλινές δυνάμεις προκειμένου να επέλθει μία πολιτικοστρατιωτική επανάσταση γύρω από τα ανατολικά και βόρεια σύνορα του Ισραήλ.

Σε ό,τι αφορά τις δύο υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ επέλεξαν να μην διαδραματίσουν ενεργό ρόλο, ενώ η ΕΣΣΔ υιοθέτησε μία αμφιλεγόμενη στάση. Τροφοδότησε την PLO με μεγάλες ποσότητες όπλων, προτρέποντάς την παράλληλα να απέχει από επιθετικές ενέργειες, ώστε να δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος για διπλωματική διευθέτηση του ζητήματος. Με άλλα λόγια η σοβιετική προμήθεια όπλων στην PLO είχε δύο στόχους:

● Τον κατευνασμό της.

● Την ενίσχυση της διαπραγματευτικής της θέσης.

Μετά τον τερματισμό των συγκρούσεων, η PLO του Yasser Arafat αποδυναμώθηκε πλήρως και αναγκάστηκε να υιοθετήσει μία πιο διπλωματική στάση για τη διευθέτηση του Παλαιστινιακού Ζητήματος, ενώ το λιβανέζικο εξτρεμιστικό στοιχείο απάντησε στην ισραηλινή κατοχή του νότιου Λιβάνου με τη δημιουργία της πολιτοφυλακής της Χεζμπολάχ, η οποία μέχρι πρότινος αποτελούσε τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο στα βόρεια ισραηλινά σύνορα. Επιπλέον η οπισθοχώρηση και ο εκτοπισμός της PLO οδήγησε στο ξέσπασμα της πρώτης παλαιστινιακής εξέγερσης (Ιντιφάντα) στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ λίγο αργότερα έκανε την εμφάνισή της η ριζοσπαστική ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς, η οποία έθεσε ως στόχο την καταστροφή του εβραϊκού κράτους.

Ο πόλεμος εγκαινίασε έναν κύκλο διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην αμερικανική κυβέρνηση, στο Ισραήλ και στην PLO, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η συνομολόγηση των Συμφωνιών του Όσλο το 1993. Βάσει των συμφωνιών αυτών η Παλαιστινιακή Αρχή αναγνωριζόταν ως φορέας αυτόνομης αλλά περιορισμένης εξουσίας στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ η PLO αναγνώριζε την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ.

Ωστόσο το φαινομενικά ειρηνικό κλίμα ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους διαταράχθηκε έπειτα από τη δολοφονία του φιλειρηνιστή Ισραηλινού πρωθυπουργού Yitzhak Rabin από έναν Εβραίο εξτρεμιστή που δεν επιθυμούσε τη συμφιλίωση των δύο λαών. Αργότερα, η επιστροφή του αδιάλλακτου Ariel Sharon στην εξουσία πυροδότησε το ξέσπασμα της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα στην οποία το Ισραήλ απήντησε με βίαιη καταστολή. Έτσι ξεκίνησε ένας νέος κύκλος βίας και αίματος, ο οποίος παραμένει ανοικτός μέχρι και σήμερα.

* Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»

Διαβάστε επίσης:

Το Κυπριακό σε πρώτο πλάνο: Έντονες διαβουλεύσεις με στόχο η επικείμενη πενταμερής να δρομολογήσει λύση

Πέρασαν 10 χρόνια – Το μεγάλο «ναι» και το μεγάλο «όχι» της 5ης Ιουλίου 2015

Μεσαιωνικά επαγγέλματα που σίγησαν – Μέρος δεύτερο

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΕΤΑΡΤΗ 16.07.2025 00:56