Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Πριν ξεκινήσω την αφήγησή μου, οφείλω κάποιες διευκρινίσεις: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις από το μυθιστόρημα της Δάφνης Ντι Μωριέ «Τζαμάικα Ιν», που έγινε ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, είναι συμπτωματική. Καμιά φορά η ζωή μάς παίζει περίεργα παιχνίδια, και κάποιοι δυσκολεύονται να πιστέψουν πως κάτι εξωφρενικό συνέβη στ’ αλήθεια.
Εγώ πάντως, τότε, δεν είχα πάει ούτε στην Τζαμάικα ούτε στην Κορνουάλη. Προορισμός μου ήταν μια κουκκίδα στον χάρτη, στο ανατολικό Αιγαίο, νησί ξεχασμένο, χωρίς καν σήμα κινητής τηλεφωνίας. Εκεί που έμενε χρόνια η θεία μου, το απολωλός πρόβατο της οικογένειας, χωρίς να μας έχει δώσει σημεία ζωής.
Είχα ξεκινήσει πιστεύοντας πως εκείνη θα χαιρόταν να με δει ξαφνικά. Το ταξίδι βέβαια ήταν κουραστικό, με δύο πλοία της γραμμής και ένα βαρκάκι, ώσπου να φτάσω στο νησί που έμοιαζε με βραχονησίδα.
Φορτώθηκα τον σάκο μου και προσπάθησα να προσανατολιστώ. Ερημιά… Κανένας να με κατατοπίσει πού θα έβρισκα τη θεία. Ο μόνος που συνάντησα καθόταν στο παγκάκι της προκυμαίας, ένας κύριος που έμοιαζε με τον Χίτσκοκ και διάβαζε εφημερίδα. Στην πίσω σελίδα, εμφανής μια φωτογραφία διαφήμισης των χαπιών αδυνατίσματος Ρεντούκο, και όλως περιέργως ο κύριος της φωτογραφίας έμοιαζε με τον κύριο στο παγκάκι. Ο άγνωστος στο έρημο νησί φαινόταν να μην ακούει, ζούσε στον κόσμο του.
Ο μόνος που μπορούσε να με βοηθήσει ήταν ο συμπαθέστατος βαρκάρης, την ώρα που απομακρυνόταν:
«Μήπως ξέρεις πού θα βρω το “Τζαμάικα”;» φώναξα.
«Εκεί έχεις κλείσει να μείνεις; Α, μάλιστα… Πάνω στον λόφο», είπε καθώς η βάρκα γλιστρούσε μακριά μου. Κουνούσε το κεφάλι του, δεν κατάλαβα γιατί.
Όταν έφτασα απ’ έξω κατάλαβα. Πρώτα απ’ όλα, η ταμπέλα: «Jamaica Inn», στραβοχυμένη και στραπατσαρισμένη, έμοιαζε να την έχει πάρει ο άνεμος, με κάμποσες κουμπότρυπες πάνω στο ξύλο που έμοιαζαν με σφαίρες.
Κι έπειτα… Ο άντρας της θείας. Μια αγριόφατσα που λίγο έλειψε να στριγγλίσω μόλις τον είδα να ξεπροβάλλει από το κατώφλι. Η θεία, από πίσω του, στεκόταν αμήχανη, ή ίσως ταραγμένη, δεν κατάλαβα αρχικά.
«Έτσι το συνηθίζετε εσείς οι Αθηναίοι, να έρχεστε απρόσκλητοι;» είπε στριφνά ο θείος όταν τους είπα ποια είμαι. «Αλλά ναι. Γιατί όχι; Κάτσε για μια νύχτα και αύριο το πρωί… πάρε δρόμο!»
Η υποδοχή τους όμως δεν ήταν το χειρότερο. Αλλά όσα ακολούθησαν.
Σ’ εκείνο το νησάκι, αντί να βρω ηρεμία από τις σκοτούρες της πόλης, βρήκα και άλλους αγροίκους σαν τον «θείο», θαμώνες του «Τζαμάικα Ιν», κάποιους που δεν θα συναντούσες ούτε στο πιο κακόφημο στέκι της Αθήνας. Στον χώρο δίπλα από το γκισέ του «ξενοδόχου», λίγα τραπέζια, καρέκλες και κάμποσα περίεργα άτομα, μέτρησα οχτώ. Άτομα που ίσως ο καλύτερος από αυτούς να είχε σκοτώσει τη μάνα του. Από τα άγρια χαρακτηριστικά τους, μπορούσες να καταλάβεις το ποιόν τους.
Η θεία μου, κοκαλωμένη, προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα, μιλώντας σιγανά και φοβισμένα: «Έλα, μικρή μου, να σου δείξω το δωμάτιό σου».
Σκέφτηκα να φύγω, αλλά πού θα πήγαινα; Από την άλλη, την λυπήθηκα. Έμοιαζε εγκλωβισμένη. Διαπίστωνα πως δεν ήταν εκείνη τελικά το απολωλός πρόβατο, ήταν ο άνθρωπος που πλήρωνε για το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρέθηκε τυχαία. Ένα λουλούδι, αν φυτρώσει στον υπόνομο, θα αναπτυχθεί σύμφωνα με αυτές τις συνθήκες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσης. Δεν θα ευωδιάσει ποτέ, δεν θα ψηλώσει, δεν θα δει τον ήλιο. Τι κρίμα! Σε ένα νησί, λουσμένο στο φως, όπως αυτό!
Συνειδητοποιώντας τη δεινή θέση της, αποφάσισα να την σώσω. Δεν σκέφτηκα καν πως ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό μπορούσα να προστατέψω.
Πέρασα κάμποσες ώρες κλεισμένη στο δωμάτιό μου, δεν είχα καμία διάθεση να συγχρωτιστώ με αυτούς τους ανθρώπους. Ήξερα πως ο «θείος» δεν ήταν διατεθειμένος να μας αφήσει μόνες μας τις δύο γυναίκες, κάτι προσπαθούσε να κρύψει. Για να μιλήσω με τη θεία, θα έπρεπε να μηχανευτώ τρόπους.
Ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα της κάμαράς μου και να αυτοσχεδιάσω, όταν κάτι με σταμάτησε. Οι τύποι μιλούσαν άλλοτε έντονα και άλλοτε σιγανά. Προσπάθησα να καταλάβω από τα συμφραζόμενα τι εννοούσαν: Κάποιοι από αυτούς ήταν καταζητούμενοι, άλλοι μιλούσαν για γερή μπάζα, για ένα πτώμα που πέταξαν στη θάλασσα, για ένα φορτίο που έπρεπε να παραδοθεί αύριο… Πάγωσα…
Ξαφνικά έγινα δέσμια του φόβου μου, και ένιωθα ακόμα χειρότερα στη σκέψη πως η θεία μου γνώριζε για τις παρανομίες τους, αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει – και μάλιστα τώρα που βρισκόμουν εγώ εδώ. Για χάρη της, έπρεπε να παίξω τον ρόλο που περίμεναν από εμένα, να φαίνομαι αθώα και ανυποψίαστη. Δεν έπρεπε να καταλάβουν ότι τους είχα ακούσει, γιατί τότε μάλλον θα άφηνα τα κοκαλάκια μου στο νησί.
Βγήκα από την κάμαρά μου την ώρα του γεύματος. Κάθισα σε ένα από τα τραπέζια και προσπάθησα να δείχνω ανέμελη.
«Τι θα φάμε σήμερα, θεία;» ρώτησα την τρομοκρατημένη γυναίκα.
Ο άντρας της την έσπρωξε μακριά και μπήκε ανάμεσά μας.
«Ναι. Γιατί όχι; Αλλά εδώ για να φας, πρέπει να δουλέψεις», είπε. «Σύρε πάνω και κατέβασε δυο βαλίτσες που είναι στον διάδρομο. Αύριο το πρωί, μόλις έρθει η βάρκα, θα τις φορτώσεις απάνω, και θα τις παραδώσεις σε άνθρωπό μας στο λιμάνι. Θα σε πλησιάσει ο ίδιος και θα σου προτείνει την καλύτερη ταβέρνα της πόλης. Μπάμιες λαδερές είναι η σπεσιαλιτέ τους».
Μου ήρθε εμετός, όχι μόνο για τις μπάμιες, αλλά και γιατί θα γινόμουν συνένοχη στις παρανομίες τους. Ο «θείος» φαινόταν να το διασκεδάζει, και για να πετύχει τον στόχο του, έσφιξε επάνω του άγρια τη θεία, την έκανε να βογκήξει. Πρόσεξα, καθώς γύριζε το πρόσωπό της προς την άλλη πλευρά, πως ήταν μαυρισμένο, γεμάτο μώλωπες. Δεν θα μπορούσε να προβάλει πιο πειστικό επιχείρημα ο «θείος».
«Και βέβαια! Δεν έχω αντίρρηση να σας κάνω την εξυπηρέτηση», είπα δήθεν πρόσχαρα. «Αλλά πώς θα σηκώσω μόνη μου δυο θεόρατες βαλίτσες και τον σάκο μου μαζί; Δύσκολα μου βάζετε».
«Ναι. Γιατί όχι; Φρόντισε να τα καταφέρεις», είπε ξερά εκείνος και η φωνή του σκεπάστηκε από τα χάχανα των άλλων.
Αυτό το «ναι, γιατί όχι» που επαναλάμβανε σε κάθε φράση, με εκνεύριζε σχεδόν όσο και η στάση του.
«Μήπως να με βοηθήσει η θεία;» ξαναρώτησα δίχως να εγκαταλείπω την προσπάθεια.
«Ναι. Γιατί όχι;» απάντησε αυτός μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από φωνές.
Το επόμενο πρωί, το σκάφος ήρθε στην ώρα του, το είδαμε να πλησιάζει. Το οδηγούσε ο χθεσινός βαρκάρης. Διατηρούσα μια μικρή ελπίδα πως, ίσως, αυτός να μην ήταν μπλεγμένος με τη σπείρα, να μη γνώριζε.
Στην αποβάθρα, το τσούρμο των παρανόμων μάς χάζευε, σχολιάζοντας και στοιχηματίζοντας τις αντοχές μας, καθώς περπατούσαμε με κόπο προς τη βάρκα.
Κι ο χρόνος έμοιαζε να σέρνεται… Ώσπου ξαφνικά άρχισε να τρέχει με κινηματογραφική ταχύτητα, με τις ταυτόχρονες πράξεις μας την ίδια στιγμή:
Ο «θείος» μάς ακολουθούσε με τα χέρια στη μέση, ο βαρκάρης είχε σηκωθεί όρθιος για να δέσει το σκάφος, το κουζινομάχαιρο που είχα κρύψει στον σάκο μου φούσκωνε επικίνδυνα, το πιστόλι που βγήκε ξαφνικά από την τσέπη της θείας ξέρασε φωτιά πάνω στον άντρα της, κι άλλα πιστόλια ξεφύτρωσαν από τη βάρκα από τρεις άντρες που είχαν κρυφτεί κάτω από τον μουσαμά, ο βαρκάρης σημάδευε κι αυτός τους παράνομους, οι σφαίρες άρχισαν να σφυρίζουν και από τις δύο πλευρές…
Ναι, είχε καταφθάσει το «ιππικό» για να μας σώσει, ο βαρκάρης ήταν τελικά αστυνομικός.
Στο μεταξύ όμως, η θεία κειτόταν νεκρή, μάλλον από τα διασταυρούμενα πυρά. Και ο «θείος» σφάδαζε στο έδαφος, σίγουρα από τη σφαίρα της γυναίκας του.
Πλησίασα από πάνω του και του φώναξα:
«Ναι. Γιατί όχι;»
…………………..
Η Κωνσταντίνα Μόσχου εργάστηκε για μεγάλο διάστημα στον έντυπο ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, και σήμερα αρθρογραφεί ως έκτακτη συνεργάτιδα για λογοτεχνικά θέματα. Έχει συμμετάσχει σε πολιτιστικές δράσεις, συλλογές διηγημάτων και δύο συνεργατικά μυθιστορήματα. Σε ατομικό επίπεδο έχουν εκδοθεί δέκα βιβλία της, με πιο πρόσφατο το αστυνομικό μυθιστόρημα «Μέρσι» (Εκδόσεις BELL, 2024).
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.