Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Chris Kraus
I love Dick
Μετάφραση: Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελ.: 344
«Τώρα που κλείνω τα σαράντα, μπορώ να εκδικηθώ το φάντασμα του νεανικού μου εαυτού;»
Πόσα μπορούν να γραφτούν σήμερα για ένα βιβλίο που έγινε αφορμή για συζητήσεις, για διαφωνίες και αναθεωρήσεις από την έκδοσή του το αλλοτινό 1997; Υπάρχει λόγος επανέκδοσης ενός επιστολικού σπονδυλωτού autofiction, μιας αυτοβιογραφικής συλλογής essays; Είναι επίκαιρο σήμερα ένα επιδραστικό λογοτεχνικό ξέσπασμα όταν συνέβη χρόνια και χρόνια πριν από την επικράτηση των social media, πριν από το #metoo, πριν ταμπελάκια, όπως το «woke», κρεμαστούν σε όσα δεν εξυπηρετούν την καθεστηκυία νοοτροπία, εκεί γύρω στη γέννηση του «3rd wave feminism»;
Το αντισυμβατικό βιβλίο τής Chris Kraus «I love Dick» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε εξαιρετική μετάφραση από τη Μαρία Φακίνου. Πρωτοεκδόθηκε τρία χρόνια πριν από την αλλαγή του αιώνα από τον ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο Semiotext(e) –όπου εκδότης ήταν ο σύζυγός της Σιλβέρ– και αρχικά πέρασε σχετικά απαρατήρητο, παρά την τόλμη με την οποία παραβίασε δομές και κατηγορίες. Με αυτό ανέκαμψε η ποπ κουλτούρα, σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, όταν έγινε τηλεοπτική σειρά με τον ίδιο τίτλο. Είναι ένα ημι-αυτοβιογραφικό ξέσπασμα της συγγραφέως, όπου υπαρκτά και φανταστικά πρόσωπα παρελαύνουν σε πραγματικά και μη περιστατικά. Κρατάει ακόμα, δε, τη θέση του ανάμεσα στα καλτ φεμινιστικά γραπτά των τελευταίων δεκαετιών. Η ελληνική έκδοση έρχεται με εισαγωγή από τον Eileen Myles και επίμετρο της Joan Hawkins. Και, ναι, είναι ακόμη επίκαιρο.
Σε αυτό το πολυεπίπεδο βιβλίο η αρχή γίνεται με μια εισαγωγική «αναγνωριστική» παράγραφο, ελάχιστα ενδεικτική τού τι έπεται: «Η Κρις Κράους, 39 ετών, κινηματογραφίστρια πειραματικών ταινιών, και ο Σιλβέρ Λοτρινζέ, 56 ετών, καθηγητής πανεπιστημίου από τη Νέα Υόρκη, έχουν βγει για φαγητό με τον Ντικ, έναν γνωστό τού Σιλβέρ σε ένα σούσι μπαρ στην Πασαντίνα».
Η Κρις έχει την εντύπωση πως ο Ντικ ενδιαφέρεται για εκείνη, και από τότε οι όροι αντιστρέφονται απρόσμενα: ανταποκρίνεται στο ανεπαίσθητο φλερτ, μα όχι όπως θα άρμοζε σε γυναίκα κατά τα πρότυπα της ποπ κουλτούρας και της λογοτεχνίας. Βουτάει με πάθος από τον ψηλότερο βατήρα στη θάλασσα του ξεμυαλίσματος που παθαίνει σχεδόν με την πρώτη ματιά. Γίνεται θηρευτής, επιδιώκει την ολοκλήρωση, θέλει διακαώς να κάνει σεξ με τον Ντικ, η κοιμισμένη της λίμπιντο αναπτερώνεται – η ερωτική δραστηριότητα με τον Σιλβέρ σταμάτησε εδώ και καιρό, εκείνος τη συντροφεύει στην εμμονή της, κάνει τον μεσολαβητή, τον συντάκτη και διορθωτή με το στανιό, δίνοντας την εντύπωση ενός έρμαιου στην καινούργια παραξενιά της γυναίκας του. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Για την καλλιτέχνιδα-πρωταγωνίστρια, η καταβύθιση στην έξαψη και στις αποσπάσεις από την καθημερινότητα είναι ίδια με τις καθημερινές ενασχολήσεις της δουλειάς και του σπιτιού, είναι η νέα καθημερινότητά της, είναι η δουλειά της. Μεταπηδώντας ανάμεσα σε διαφορετικές καθημερινότητες (άλλοτε performance artist, άλλοτε κινηματογραφίστρια, άλλοτε διαχειρίστρια και ιδιοκτήτρια ακινήτων), η ηρωίδα / συγγραφέας εντάσσει την καινούργια της ασχολία στον εκτενή κατάλογο των εμπειριών της, ψάχνοντας, ίσως, κάποιο νέο στοιχείο σχετικά με ό,τι έχει εκείνη να προσφέρει, με ό,τι σημαίνει η ίδια στους άλλους.
Παρότι ο Σιλβέρ δείχνει πως συμμετέχει στην καταιγιστική αποτύπωση της πρόθεσης της Κρις, η εξέλιξη περιπλέκεται. Σιγά-σιγά, η γυναίκα αποκαλύπτεται, γράφει στον Ντικ και σε εμάς, συστήνεται στους αναγνώστες και ξανασυστήνεται στον εαυτό της. Παράλληλα, (αυτ)απατάται. Η εντύπωση ότι ο Ντικ είναι ορατός μόνο μέσω της δικής της διόπτρας διαλύεται με την αλληλογραφία μεταξύ των δύο αντρών· ενώ εκείνη βιώνει την κλιμάκωση του πάθους της, παρασκηνιακά αποδομείται και υποσκάπτεται ο κεντρικός ρόλος της. «Κάθε φορά που προσπαθείς να γράψεις την αλήθεια, αυτή αλλάζει».
Η αφήγηση της Κράους εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου κατά τη διάρκεια της ερωτικής τρέλας που κρατά όσο το βιβλίο, γιατί η Κρις παρατηρεί και ενσαρκώνει, γράφει συνεχώς, ανηλεώς, πυρετωδώς – όπως ακριβώς ζει. Συντάσσει επιστολές προς τον Ντικ, αργότερα τις εκτείνει σε ημερολογιακές εγγραφές, ενίοτε μετασχηματίζονται σε κριτικές λογοτεχνίας, τέχνης, ταινιών, σε ενδοσκοπήσεις και σε απομαγνητοφωνήσεις.
Μεταξύ μας, πάντως, ο Ντικ δεν μοιάζει να είναι κανένα σπουδαίο μέρος του λόγου, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να δικαιολογείται η προσκόλληση. «Έτσι άρχισε να περιγράφει το πρόσωπο του Ντικ, “χλωμό και ευμετάβλητο, με γωνίες, κοκκινωπά μαλλιά και βαθουλωτά μάτια”».
Στα δεκάδες γράμματα και φαξ που του γράφει, άλλοτε μόνη και άλλοτε με τον Σιλβέρ, ο Ντικ είναι μεν το αντικείμενο του πόθου αλλά και η αφορμή μιας εσωτερικής αναζήτησης και συνειδητοποίησης, έστω κι αν αυτό σημαίνει υποχώρηση στην ένταση του συναισθήματος. Μέσα από ερεθίσματα και βιώματα, ο ανήσυχος νους της Κρις αποκτά διάσταση μπροστά μας σαν pop-up βιβλίο: το προσωπικό της θέμα γίνεται δημόσιο και κοινό, βίωμα των περισσότερων γυναικών που διεκδίκησαν κάτι, οτιδήποτε, σε έναν κόσμο ανυποχώρητο. Με την οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητά της, η ηρωίδα ξέρει πως οι άλλοι (ο Ντικ, ο Σιλβέρ, οι συνδαιτυμόνες στα δείπνα) τη βλέπουν όπως θέλουν να τη δουν, ως γινόμενο παραγόντων, ενώ η ίδια υπάρχει από πριν και «γίνεται» τώρα, γκρεμίζεται και ξαναχτίζεται αλλεπάλληλα από το άθροισμα των μερών της.
Κάθε της προσλαμβάνουσα, κάθε βιβλίο που διάβασε και ανακαλεί, κάθε έργο τέχνης που την καθήλωσε και την προβλημάτισε, όσες ταινίες τη σημάδεψαν και την ενέπνευσαν, οι άνθρωποι που άφησαν το σημάδι τους στη ζωή της για λίγο ή πολύ, βρίσκουν τη θέση τους στο κολάζ μίας ιδιοσυγκρασιακής ύπαρξης, μιας γυναίκας αυθεντικής στις συνειδητοποιήσεις της.
Μέσω των εξομολογήσεων της ηρωίδας εξερευνάται η πολυπλοκότητά μας ως γυναικών, τα αναρίθμητα και μεταβαλλόμενα συναισθήματα προς τον εαυτό μας και τους άλλους, η στάση μας απέναντι στους καθρέφτες που τοποθετούν οι άλλοι αλλά και εμείς οι ίδιες μπροστά μας – άραγε γιατί επιλέγουμε να καθρεφτιζόμαστε στα παραμορφωτικά αυτά κάτοπτρα;
Το «I love Dick» είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε με αχαλίνωτη τόλμη και διαβάζεται όπως συστήνεται: ανεπιφύλακτα.
Διαβάστε επίσης:
Βιβλίο: Η σημιτική παρανάγνωση του νεο-οθωμανισμού
Βιβλίο: Υπερτουρισμός: μια αόρατη έξωση
Bιβλίο: Καλοκαίρι και έγκλημα – Έντεκα ιστορίες, μία αφήγηση χωρίς αθώους
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.