Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Derek Raymond
Απρίλης φονιάς
Μετάφραση: Όλγα Καρυώτη
Εκδόσεις: Έρμα
Σελ.: 282
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη χώρα μας το εξαιρετικά ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα του άκρως ιδιαίτερου Άγγλου συγγραφέα Derek Raymond με τίτλο «Απρίλης φονιάς» (Εκδόσεις Έρμα, σελίδες 282, σε μετάφραση Όλγας Καρυώτη). Χρονολογικά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει γραφτεί μετά το «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά» και πριν από το «Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ», που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Έρμα και μαζί με άλλα έργα του συγγραφέα ανήκουν στην περίφημη σειρά του Factory series.
Η υπόθεση έχει αφετηρία την ανακάλυψη ενός άγρια δολοφονημένου άντρα, σε μια παλιά σιταποθήκη στο νότιο Λονδίνο. Το πτώμα βρίσκεται τεμαχισμένο και τοποθετημένο με μεγάλη επιμέλεια σε συραμμένες πλαστικές σακούλες σουπερμάρκετ. Οι αστυνομικές αρχές υποτιμούν την υπόθεση, καθώς η επικρατέστερη εκτίμηση είναι ότι πρόκειται για το έγκλημα ενός ακόμα παρανοϊκού διαταραγμένου εγκέφαλου, πράγμα καθόλου περίεργο στο κλίμα μιας πόλης που βυθίζεται στη βία και την παρακμή. Ως αποτέλεσμα, οι έρευνες ανατίθενται στο άκρως υποτιμημένο Τμήμα Ανεξήγητων Θανάτων, που δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης στους κύκλους της αστυνομίας. Και ως υπεύθυνος των ερευνών αναλαμβάνει ο μοναχικός, ευφυής και ιδιόρρυθμος ανώνυμος επιθεωρητής του συγκεκριμένου Τμήματος.
Η επιμονή του ανώνυμου επιθεωρητή τελικά τον οδηγεί στην αποκάλυψη της ταυτότητας του πτώματος. Και στη διαπίστωση ότι ο νεκρός ήταν ένας χαφιές, που συνδεόταν με έναν βετεράνο στρατιωτικό και πρώην μυστικό πράκτορα με σκοτεινό παρελθόν, έναν μισθοφόρο δολοφόνο με μεγάλη εκπαίδευση στις εκτελέσεις συμβολαίων. Στις δολοφονίες δηλαδή που αναλάμβανε κατόπιν εντολής των ανωτέρων του. Τα ερωτήματα πέφτουν βροχή. Τι γνώριζε ο νεκρός χαφιές και ποιοι ήθελαν να τον κάνουν να σωπάσει; Γιατί διέπραξαν έναν τόσο αποτρόπαιο φόνο;
Και στην πορεία των ερευνών τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα, καθώς τα στοιχεία οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς που εμπλέκουν τη σχέση των βρετανικών αρχών με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και προκαλούν μεγάλες ανησυχίες, αναστατώνοντας μέχρι και τον υπουργό Άμυνας της Μεγάλης Βρετανίας. Όσο ο ανώνυμος επιθεωρητής ακολουθεί τα στοιχεία με επιμονή και χωρίς υποχωρήσεις, η βία γιγαντώνεται και οι ψυχολογικές συγκρούσεις υπερβαίνουν τα όρια, καθώς αναγκάζεται να ακολουθήσει ριψοκίνδυνα μονοπάτια και να έρθει αντιμέτωπος με το διαβολικό μένος ενός σκοτεινού και λίαν απειλητικού συστήματος εξουσίας, που περιλαμβάνει στις τάξεις του βετεράνους απόστρατους, πληρωμένους δολοφόνους, μπράβους της νύχτας, μυστικούς πράκτορες και – το χειρότερο από όλα – διεφθαρμένους κρατικούς αξιωματούχους.
Όμως ο ανώνυμος ήρωας δεν είναι από αυτούς που υποχωρούν απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο. Συνεχίζει με αταλάντευτη επιμονή, αδιαφορώντας για κάθε κίνδυνο, ακόμα και της ίδιας της ζωής του, με στόχο να φτάσει μέχρι το τέλος. Κι ο λόγος για τη συμπεριφορά του είναι απλός, σκληρός και σπαρακτικός. Ο ήρωας δεν έχει να χάσει τίποτα, γιατί απλώς δεν έχει τίποτα. Χαμένος στο δράμα της ζωής του και τους προσωπικούς του δαίμονες, το μόνο που κάνει είναι να επιβιώνει κι αυτό χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος αναπτύσσεται μέσα σε ένα ψυχροπολεμικό, παρακμιακό Λονδίνο, γεμάτο βία, ψυχολογικές συγκρούσεις και συστημική διαφθορά, ένα σκηνικό όπου περιφέρονται πληρωμένοι δολοφόνοι, μπράβοι, μυστικοπαθείς απόστρατοι στρατιωτικοί και διεφθαρμένοι πολιτικοί αξιωματούχοι.
Η θεματολογία εμβαθύνει στον κρατικό μηχανισμό της βίας, ενώ οι δολοφονίες αποκτούν πολιτικές διαστάσεις – η ατομική μοίρα αντανακλά ευρύτερες υπαρξιακές ανισορροπίες. Η ατμόσφαιρα παραμένει ψυχολογικά σκοτεινή και ζοφερή, με έντονο το βάθος της παρακμής, της αποξένωσης και της εσωτερικής σύγκρουσης. Το ύφος είναι καθαρά νεο-νουάρ, όπως όλα τα έργα της Factory series, όπου η έρευνα γίνεται παράλληλα ταξίδι αυτογνωσίας και εσωτερικής φθοράς.
Ο Derek Raymond συνδυάζει υπαρξιακό προβληματισμό με ακραία κοινωνική / ψυχολογική βία. Υπερβαίνει τα όρια του νουάρ και το μετασχηματίζει σε κάτι πιο βαθύ, πιο ανθρώπινο, πιο επώδυνο. Σε ένα υποείδος πολιτικό, ψυχολογικό και φιλοσοφικό. Αν η λογοτεχνία είναι και καθρέφτης, τότε στον καθρέφτη του Raymond βλέπουμε αυτό που φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε – και γι’ αυτό κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Το ύφος του είναι ωμό, ανελέητο, σπαρακτικό. Οι περιγραφές του είναι σκληρές και σοκαριστικές. Όμως αυτή η ωμότητα δεν έχει στόχο τον φτηνό εντυπωσιασμό του αναγνώστη, αλλά αποτελεί μια εσωτερική ώθηση ώστε να τον αναγκάσει να προβληματιστεί σε θέματα που συνήθως αρνείται υποσυνείδητα να δει… Όπως τη μοναξιά, τον εσωτερικό πόνο και τελικά τον ηθικό θάνατο. Βέβαια παρά την ωμότητα του ύφους, ανιχνεύεται κι ένα υποδόριο λυρικό ύφος του συγγραφέα. Εισάγει ένα λογοτεχνικό βάθος που φέρνει το νουάρ πιο κοντά στον Καμύ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Σαρτρ παρά στον Τσάντλερ ή τον Χάμμεττ. Ιδιαίτερα κάποιες εσωτερικές σκέψεις του κεντρικού ήρωα προκαλούν σαν υπαρξιακοί συλλογισμοί που παραπέμπουν στον Αλμπέρ Καμύ.
Προφανώς και ο «Απρίλης φονιάς» δεν είναι μυθιστόρημα που ανήκει στο «whodunit» αλλά στο «whydunit». Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την επίλυση του εγκλήματος, όσο για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό. Τι αλήθεια σημαίνει το έγκλημα, η βία, για τον δράστη, για το θύμα, για τον ανώνυμο επιθεωρητή, τελικά για τον ίδιο τον αναγνώστη. Εδώ το έγκλημα δεν είναι ένας γρίφος κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά ένα σύμπτωμα βαθύτερου υπαρξιακού χάους. Ακόμα και ο τρόπος γραφής δεν ακολουθεί τα κλασικά πρότυπα, αλλά είναι εσωτερικός και αποσπασματικός. Μοιάζει περισσότερο με έναν εσωτερικό μονόλογο, που καταγράφει την πορεία προς την αποσύνθεση και την κατάρρευση των χαρακτήρων.
Οι επιρροές που ανιχνεύονται στο ύφος του Raymond οδηγούν σε μεγάλους κλασικούς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Πρώτα ο Σιμενόν, για τον οποίον ο συγγραφέας είχε δηλώσει την εκτίμησή του για τη λιτότητα και την ηθική καθαρότητα της γραφής του. Μόνο εκεί όπου ο Σιμενόν είναι υπαινικτικός, ο Raymond είναι σκληρός και ωμός. Μετά, ο Μανσέττ όπου υιοθετεί την άποψη του ότι η βία είναι αποτέλεσμα συστημικής καταπίεσης. Ο Raymond όμως είναι σαφώς πιο υπαρξιακός και λιγότερο στρατευμένος. Βλέπουμε επίσης επιρροές από τους κλασικούς Τσάντλερ και Χάμμεττ, όσον αφορά στο λιτό, λακωνικό ύφος και στον μοναχικό ντετέκτιβ. Μόνο που εδώ ο ανώνυμος επιθεωρητής είναι βαθιά τραυματισμένος, καταραμένος σχεδόν. Όσο για τον Καμύ, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσουμε τον υπαρξισμό που διαποτίζει το έργο του Raymond, με έναν ήρωα να παλεύει να βρει νόημα σε έναν κόσμο χωρίς νόημα.
Συμπερασματικά, ένα ανατρεπτικό και συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα βουτηγμένο σε μια ψυχρή, αποπνικτική, παρακμιακή, υπαρξιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα με φόντο το ζοφερό ψυχροπολεμικό Λονδίνο της θατσερικής εποχής, που επιβεβαιώνει τη φήμη του Raymond ως «Νονού» και θεμελιωτή του σύγχρονου βρετανικού νουάρ.
Απόλυτα αρμονική με το κείμενο η μετάφραση της Όλγας Καρυώτη, συντελεί στην αναγνωστική απόλαυση του κειμένου.
Διαβάστε επίσης:
Βιβλίο: Ο Πωλ Λαφάργκ και η πολιτική της οικογένειας
Βιβλίο: Ο Μάλκολμ Λόουρυ στην ελληνική γλώσσα
Βιβλίο: Καλοκαίρι και έγκλημα – Έντεκα ιστορίες, μία αφήγηση χωρίς αθώους
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.