Κριτική ταινίας: «Μια μάχη μετά την άλλη» - Το ξύπνημα της επανάστασης;
Τίτλος ταινίας: «Μια μάχη μετά την άλλη»
Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον
Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Σον Πεν, Μπενίτσιο ντελ Τόρο
Μια σύμπτωση θέλει δύο πολιτικές ταινίες, με αναφορά στα χρόνια του ‘70, να συναντιούνται στους κινηματογράφους, το «Μια μάχη μετά την άλλη» και το «Μπερλίγκουερ», αμφότερες ενδιαφέρουσες. Σήμερα θα ασχοληθούμε με την ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, αφήνοντας την ιταλική παραγωγή για αύριο. Ο σκηνοθέτης, ο οποίος διακρίνεται για την κινηματογραφική του τόλμη (χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις των «Μανόλια», «Μόνον αίμα» και «Πίτσα με πιπερόριζα»), στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διστάζει να την επιδείξει για μια ακόμη φορά. Η διαφορά είναι πως τώρα ασκείται σε αυτήν και θεματολογικά, καθώς «κάτι κουρασμένοι επαναστάτες» καλούνται να ξαναπιάσουν τα όπλα. Μολοταύτα, είναι και πάλι η σκηνοθεσία του Άντερσον αυτή που κερδίζει τις εντυπώσεις, καθώς στη διαπραγμάτευση του θέματος επιδεικνύει, τελικά, έναν αδόκητο συντηρητισμό. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν το θέμα των αντάρτικων της πόλης στη δεκαετία του ‘70, αποτελεί εύφλεκτο πεδίο για το αμερικανικό κοινό.
Για να παρακάμψει την επικινδυνότητα του θέματος, ο Πολ Τόμας Άντερσον επιστρατεύει το χιούμορ και συνυπολογιζόμενης της τελικής εξόντωσης, μετατρέπεται σε μαύρη κωμωδία. Το κύριο όπλο του στην επικίνδυνη μίξη υλικών αποτελεί η καθοδήγηση και οι ερμηνείες των τριών εμβληματικών ηθοποιών, του Λεονάρντο Ντι Κάπριο, του Μπενίτσιο ντελ Τόρο και του Σον Πεν. Οι δύο πρώτοι από την πλευρά των επαναστατών και ο τρίτος ως διώκτης τους, συστήνουν ένα τρίο απόμαχων – όπως εικονογραφούνται – όχι μόνον της ζωής, αλλά και του σινεμά. Δόξες άλλων καιρών, είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν διστάζουν να στραπατσάρουν την ομορφιά τους και την «ειδυλλιακή» εικόνα τους, ερμηνεύοντας τους ρόλους τους, κάπως σαν τους «Ασυγχώρητους» του Κλιντ Ίστγουντ. Άλλωστε, όλο το φιλμ έχει – ως ένα σημείο – δομή γουέστερν, ιδίως στις τελικές μονομαχίες, κάπου στις ερημικές εκτάσεις της Σάντα Φε, με τις εντυπωσιακές ανηφόρες και κατηφόρες. Η τελική μονομαχία, έστω με αυτοκίνητα, διεκδικεί την ανανέωση ενός νεκρού είδους. Έστω κι αν το φινάλε, με αυτήν την επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ, εντυπωσιάζει, δεν παύει να αποτελεί μια αντιγραφή κινηματογραφικών κλισέ, αποδυναμώνοντας ό,τι προηγουμένως έχει οικοδομήσει το φιλμ.
Αυτό, λοιπόν, το οποίο χάρισε επί δύο ώρες (το φιλμ είναι κοντά τρίωρο ), ο σκηνοθέτης είναι ο παραλληλισμός της σφύζουσας νεότητας του τώρα (στο πρόσωπο της δεκαεξάχρονης κόρης του Ντι Κάπριο), με εκείνην μιας άλλης εποχής, πάλι εξεγερμένης. Ο αποσυρθείς από τις αντάρτικες δραστηριότητες πατέρας, χαρίζει την «τεχνογνωσία» στην κόρη του, ώστε να μην διακοπεί η επαναστατική ροή, η αναγκαία αμφισβήτηση κάθε εξουσιαστικής μορφής. Η μεθοδολογία δεν έγκειται στον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η ένοπλη αντίδραση, αλλά στον τρόπο σκέψης, στη συμφιλίωση με το παρελθόν, σε σχέση με το μακρύ και δύσκολο οδοιπορικό του μέλλοντος. Χαρακτηριστικότερη όλων η σκηνή με την επανασύνδεση του Ντι Κάπριο με τους πρώην συντρόφους του και την ανάγκη χρήσης κάποιων κωδικών, που έχουν απαλειφθεί από τη μνήμη του. Με το ίδιο ακριβώς τρόπο που σήμερα ο κόσμος των ηλεκτρονικών υπολογιστών απαιτεί μια σειρά κωδικών για τη σύνδεση με τις διαδικτυακές υπηρεσίες τους. Η αναγωγή αποδεικνύει τη σχετικότητα κάθε εξέλιξης, όταν αυτή περνάει από την ανθρώπινη ύλη. Εκείνο που μένει είναι η διάθεση για αμφισβήτηση κάθε ελεγκτικού μηχανισμού και η μετάγγιση της αγάπης γι’ αυτήν την «ύλη» από κάθε προηγούμενη γενιά στην επόμενη.
Καθώς όλα εξελίσσονται στο περιβάλλον κυνηγημένων μεταναστών από το Μεξικό και μαύρων σε δυσμένεια, ο Πολ Τόμας Άντερσον βρίσκει την ευκαιρία να επιδείξει τις δυνάμεις της αντίδρασης να κρατούν ζωντανή ακόμη κι αυτήν την άτυπη Κου Κλουξ Κλαν, στο πρόσωπο πρώην στρατιωτικών. Στο ενδιάμεσο, η διεκδίκηση μιας πατρότητας, ανάμεσα στον επαναστάτη Ντι Κάπριο και στον στρατιώτη της κρατικής προστασίας, τον Σον Πεν. Τα ατοπήματα μιας προηγούμενης γενιάς (τα αντιπροσωπεύει η έγχρωμη μητέρα) ζητούν την αποπληρωμή τους σήμερα και η τελική σωτηρία της μικρής, μπορεί να δίνει υπόσχεση για το αύριο, καθηλώνουν ωστόσο τον σκηνοθέτη σε μια συμβιβαστική κατάληξη, όπως απαιτούν τα χολιγουντιανά πρωτόκολλα. Από την καταγραφή ενός ολόκληρου κόσμου, στο πνεύμα της μαύρης ειρωνίας, ως την ανανέωση του, έστω με ένα άτολμο τέλος, εξαερώνεται σταδιακά το εκρηκτικό χιούμορ του πρώτου δίωρου και μετουσιώνεται σε μια σειρά από λύσεις ανάγκης. Σχεδόν με τον ίδιο τρόπο παρελαύνουν όλες οι απαραίτητες χρωματικές εκδοχές ατόμων, κάπως σαν αντίλογος στον τραμπισμό και στους κινδύνους που κουβαλάει για το μέλλον. Η αναλογική εκπροσώπηση μοιάζει εκβιασμένη και αυτή η επιταγή πολιτικής και χολιγουντιανής ορθότητας, συνάμα, εξαερώνει όλο το αναβράζον υλικό του πρώτου μέρους. Με τον ίδιο τρόπο αλλάζει τον προσανατολισμό της και η αρχική, ιδιόρυθμη τζαζ επιλογή (συμβατή με τις παραδοξότητες και τους αιφνιδιασμούς της ταινίας), για να καταλήξει σε συμβατική μουσική καταδίωξης. Κάπως έτσι, ένα πολλά υποσχόμενο έργο έπεσε άδοξα.
Αξιολόγηση: **1/2
Διαβάστε επίσης:
Μερόπη Κοσσυβάκη: «Προχώρα», το πρώτο της τραγούδι (audio/video)