Ουραγοί στους μισθούς, πρωταθλητές στην ακρίβεια – Ρουμανία, Πολωνία, Σλοβακία πάνω από Ελλάδα, λέει η Eurostat
Ενώ η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης και η κυβέρνηση μιλά για σταθερή ανάπτυξη, τα στοιχεία της Eurostat για το 2024 αποκαλύπτουν μια διαφορετική εικόνα στην καθημερινότητα των εργαζομένων. Η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη από το τέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τον μέσο ετήσιο μισθό πλήρους απασχόλησης, με 17.954 ευρώ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι χώρες που μέχρι πρότινος είχαν χαμηλότερα επίπεδα αμοιβών – όπως η Ρουμανία (21.108 ευρώ), η Πολωνία (21.246 ευρώ) και η Σλοβακία (20.287 ευρώ) – έχουν πλέον ξεπεράσει την Ελλάδα. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι, ενώ η οικονομία αναπτύσσεται, η μισθολογική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη δεν προχωρά.
Η βελτίωση στους δείκτες ανάπτυξης, στην απασχόληση και στις επενδύσεις δεν έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη άνοδο των αποδοχών. Αντίθετα, η ανισορροπία ανάμεσα στην αύξηση των τιμών και στους ρυθμούς ενίσχυσης των μισθών έχει εντείνει το αίσθημα οικονομικής πίεσης στα νοικοκυριά.
Ακρίβεια που «ροκανίζει» την όποια αύξηση
Η ακρίβεια στο ράφι παραμένει η κυριότερη απειλή για το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, επισκιάζοντας τις όποιες προσπάθειες αύξησης των μισθών, οι οποίοι εξαϋλώνονται το πρώτο εικοσαήμερο του μήνα.
Παρά την αποκλιμάκωση του γενικού πληθωρισμού — με την Eurostat να εκτιμά 1,8% για τον Νοέμβριο του 2025 — ο πληθωρισμός στα τρόφιμα παραμένει επίμονα υψηλός, στο +2,1%. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως η ακρίβεια έχει πλέον δομικό χαρακτήρα: δεν είναι μια προσωρινή αναταραχή, αλλά μόνιμη πίεση στα εισοδήματα. Οι φορολογούμενοι περικόπτουν ολοένα και περισσότερα βασικά αγαθά από το καλάθι τους, επιλέγοντας οικονομικότερες λύσεις ή απλώς λιγότερα προϊόντα.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος και η ελληνική πραγματικότητα
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο μέσος ετήσιος μισθός ανέρχεται στα 39.800 ευρώ, με το Λουξεμβούργο να παραμένει πρώτο με 83.000 ευρώ, τη Δανία να ακολουθεί με 71.600 ευρώ και την Ιρλανδία με 61.100 ευρώ. Στην άλλη πλευρά της κλίμακας, η Ελλάδα συνεχίζει να συγκαταλέγεται στις χώρες χαμηλών αποδοχών, παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών.
Η εικόνα αυτή καταδεικνύει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ενδιάμεση οικονομική κατηγορία: διαθέτει δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά εξακολουθεί να έχει μισθούς που παραπέμπουν σε οικονομίες μετάβασης.
Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. από τον Ιούλιο του 2024 έως τον Ιούλιο του 2025, με μοναδική εξαίρεση την Κύπρο, όπου παρέμειναν αμετάβλητοι. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις εντοπίστηκαν στην Κεντρική Ευρώπη, φτάνοντας έως και το 15,5%, ενώ στην Ελλάδα η αντίστοιχη αύξηση περιορίστηκε στο 6,1%.
Παράλληλα, ο δείκτης Kaitz, που αποτυπώνει τη σχέση του κατώτατου με τον μέσο μισθό, αυξήθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη, χωρίς όμως να προσεγγίζει τα επίπεδα που προβλέπει η ευρωπαϊκή οδηγία για «επαρκείς» αμοιβές – δηλαδή 60% του διάμεσου μισθού ή 50% του μέσου.
Άπιαστο όνειρο η μισθολογική σύγκλιση με την Ευρώπη
Τα στοιχεία της Eurostat υπενθυμίζουν ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει γυρίσει σελίδα, αλλά οι εργαζόμενοι δεν έχουν ακόμη δει τη διαφορά στην τσέπη τους. Η μισθολογική υστέρηση δεν αφορά μόνο την τρέχουσα συγκυρία· αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς εργασίας, αποτέλεσμα ετών πολιτικών λιτότητας, χαμηλής παραγωγικότητας και ανισομερούς κατανομής της ανάπτυξης.
Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι σαφής: πραγματική αύξηση των μισθών και ουσιαστική σύγκλιση με την Ευρώπη, όχι μόνο στους δείκτες, αλλά και στο βιοτικό επίπεδο.
Γιατί, όσο η Ελλάδα παραμένει «φθηνή» σε μισθούς και «ακριβή» στο κόστος ζωής, η ανάκαμψη θα παραμένει λογιστική – και όχι κοινωνική.
Διαβάστε επίσης
Από τις Βρυξέλλες ως την Αθήνα, η στεγαστική κρίση απειλεί μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων