Αν και σήμερα αρχίζουν οι εργασίες του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τα πολιτικά συμπεράσματα μοιάζει να έχουν… ήδη εξαχθεί και τα βλέμματα είναι στραμμένα στην επόμενη μέρα.
Δεν είναι σαφές αν η λήξη του συνεδρίου θα συνοδευτεί από εκλογή νέου γραμματέα ή αν θα παραπεμφθεί για αργότερα, προς το μέσον της θητείας (όπως άλλωστε είθισται, πλην της περίπτωσης της σημερινής γ.γ. της Κ.Ε.). Η Αλέκα Παπαρήγα έχει κλείσει 22 χρόνια στο τιμόνι και το ζήτημα της διαδοχής συζητείται ήδη από το προηγούμενο συνέδριο. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.
Η μετασυνεδριακή κατάσταση στο κόμμα προμηνύεται το λιγότερο άχαρη: η ηγεσία ήδη έχει δείξει την έξοδο στην «ισχνή μειοψηφία» που διαφώνησε ζητώντας επιστροφή στην πολιτική γραμμή του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ) που αποφασίστηκε στο 15ο Συνέδριο το 1996. Η «ισχνή μειοψηφία», από την άλλη, καταγγέλλει τον αποκλεισμό της από το συνέδριο και υποστηρίζει ότι δεν είναι και τόσο «ισχνή», αλλά αντανακλά τη διάθεση πολλών μέσα στο κόμμα και τη βάση του που σε πολλές περιπτώσεις δεν εκδηλώνεται.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, εφόσον την επομένη του συνεδρίου θα ακολουθήσει ένα διάστημα οικειοθελούς ή μη εξόδου διαφωνούντων, η διαδοχή μπορεί να αναβληθεί για λίγο, ώστε η Αλέκα να παραδώσει το κόμμα έχοντας αποκαταστήσει την εσωτερική ομαλότητα. Κατ’ άλλους, η εσωτερική κατάσταση δεν είναι απαραίτητο να επηρεάσει τον χρόνο εκλογής νέου γραμματέα, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση η Αλέκα δεν πρόκειται να αποσυρθεί έως ότου η νέα ηγεσία «εγκλιματιστεί». Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν φύγει η Αλέκα, θα μείνει «εποπτεύοντας» την κατάσταση. Σύμφωνα με τα σενάρια διαδοχής, επικρατέστεροι φαίνεται να είναι οι Δημήτρης Κουτσούμπας, Γιώργος Μαρίνος και Νίκος Σοφιανός, όλοι μέλη του Πολιτικού Γραφείου, από το οποίο κατά παράδοση αναδεικνύεται ο γενικός γραμματέας.
Κρίσιμο
Πανθομολογουμένως, το 19ο Συνέδριο έμελλε να αποδειχτεί ένα από τα πιο κρίσιμα της τελευταίας εικοσαετίας, καθώς, πρώτη φορά ύστερα από μια μακρά περίοδο ανόδου και σταθεροποίησης, εκδηλώνεται ανοιχτά το φαινόμενο της αμφισβήτησης της ηγεσίας και των επιλογών της από μερίδα της κομματικής βάσης, στον απόηχο του απογοητευτικού εκλογικού αποτελέσματος του Ιουνίου, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης ιστορικών διαστάσεων και συνολικής επίθεσης στα αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Η εκλογική ήττα του Ιουνίου κατά πολλούς, εντός και εκτός του κόμματος, αποτελεί πολιτική ήττα, η οποία χτυπάει ηχηρά καμπανάκι για αλλαγή στην πορεία που έχει χαραχτεί τα τελευταία χρόνια και βαίνει προς επικύρωση στο συνέδριο.
Αυτό βεβαίως δεν ισχύει για την ηγεσία, η οποία εκτιμά ότι, ακόμη κι αν υπάρχει υποχώρηση της εκλογικής επιρροής του κόμματος σήμερα, στο μέλλον οι επιλογές της θα δικαιωθούν και «θα φανεί η πρωτοπορία του κόμματος». Πάντως, η Αλέκα Παπαρήγα, μιλώντας σε κομματική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε ότι «τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ δύσκολα» για το κόμμα, το οποίο δεν έχει μάθει, όπως είπε, να δρα μέσα σε συνθήκες σύνθετες, «όπου ο λαός εξαθλιώνεται, όπου δεν αντέχει άλλο, αλλά την ίδια ώρα δεν έχει αποφασίσει την πολιτική ρήξης».
Το κόμμα, σε γενικές γραμμές, θεωρεί το συνέδριο επικύρωση της ωρίμανσης των επαναστατικών του χαρακτηριστικών, ωστόσο οι εσωκομματικοί επικριτές διατείνονται πως η επαναστατικότητα αυτή μένει στα λόγια όσο το ΚΚΕ, στο όνομα της ιδεολογικής και πολιτικής του «καθαρότητας», αρνείται να λάβει τις πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες που, κατά την κρίση τους, θα συσπειρώσουν δυνάμεις στο πλευρό του σε μια πορεία πολιτικών και κοινωνικών ανατροπών.
Η υπεράσπιση της γραμμής των πολιτικών συμμαχιών στη σημερινή συγκυρία υπό τα πρότυπα του ΑΑΔΜ καταγγέλλεται από την ηγεσία ότι υπονομεύει την επαναστατικότητα του κόμματος και οδηγεί στη σύμπραξη με την αστική τάξη και κατά συνέπεια στην «αθώωσή» της. Οι διαφωνούντες, από την άλλη, προειδοποιούν ότι το κόμμα ακολουθεί μια «στενή πολιτική» που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη «στασιμότητα» και τη «συρρίκνωσή» του και επομένως το απομακρύνει από τον στόχο του (Αντώνης Σκυλλάκος, 1.3.2013).
«Λαϊκή συμμαχία»
Το κομματικά κείμενα που τίθενται υπό την έγκριση των συνέδρων – έχει ήδη προαναγγελθεί ότι αναμένεται σχεδόν η απόλυτη έγκρισή τους, εφόσον στις κομματικές διαδικασίες αυτά έχουν υπερψηφιστεί σε ποσοστό που υπερβαίνει το 95% – διακηρύσσουν τη «Λαϊκή Συμμαχία» με κατεύθυνση την «πάλη για την κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας».
Η «Λαϊκή Συμμαχία» πρακτικά μεταφράζεται σε συμμαχία του ΚΚΕ και των μετωπικών σχημάτων του, όπως το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, το ΜΑΣ, η ΠΑΣΕΒΕ κ.λπ., με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, τους αυτοαπασχολούμενους και τους φτωχούς αγρότες.
Το ΚΚΕ αποκλείει όχι μόνο οποιαδήποτε συμμαχία με άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και την προοπτική διεκδίκησης της κυβέρνησης «στο έδαφος του καπιταλισμού» και χαρακτηρίζει «κοινοβουλευτική αυταπάτη» την αντίληψη πως μπορεί να υπάρξει μια φιλολαϊκή κυβέρνηση εντός καπιταλιστικού πλαισίου και χωρίς σύγκρουση με τα «μονοπώλια».
Στη βάση αυτήν, πάγια τοποθέτηση του κόμματος μετά τις εκλογές είναι ότι «η άρνηση συμμετοχής σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης της κρίσης αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα».
Στις δυνάμεις με τις οποίες το κόμμα δεν πρόκειται να συνεργαστεί συγκαταλέγονται όλα τα κόμματα της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνολικά ή το ΝΑΡ κ.ά. φωτογραφίζονται στις «Θέσεις» ως «οπορτουνιστικά πολιτικά κόμματα», τα οποία προέκυψαν «είτε με άμεση απόσχιση από Κ.Κ. ή με ρίζα σε παλιότερες αποσχίσεις ή δημιουργία νέων ομάδων – κομμάτων κομμουνιστικής αναφοράς».
Με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, σημειώνεται στις «Θέσεις», το ΚΚΕ δεν μπορεί να κάνει καμία πολιτική συνεργασία «ούτε σε περίοδο συγκέντρωσης δυνάμεων ούτε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης».