Ελληνοτουρκικά μετά τη Νέα Υόρκη: Ψυχρότητα και μηνύματα ισχύος - Η αίσθηση «μεγαλείου», το ενεργειακό και το casus belli
Σε περίοδο ψυχρότητας εισέρχονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την άρνηση ουσιαστικά του Ταγίπ Ερντογάν να κάνει τη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρότι η ελληνική πλευρά είχε κάθε καλή διάθεση – αλλά όχι την προνοητικότητα να αντιληφθεί τις πραγματικές διαθέσεις της Άγκυρας – να γίνει η επαφή.
Πλέον είναι δύσκολο να βρεθεί στο άμεσο διάστημα κάποιος τρόπος επανόδου στο πρότερο πεδίο, ενδεχομένως δε και να μην επιστρέψουμε ποτέ σε αυτό.
Αιτία για τούτο φαίνεται να είναι η «αίσθηση μεγαλείου» με την οποία γύρισε ο Τούρκος πρόεδρος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ και ουσιαστικά η αναγνώριση της γειτονικής χώρας από την Ουάσιγκτον ως ο ισχυρός παίκτης στην περιοχή.
Ο Αμερικανός πρόεδρος μάλιστα τοποθέτησε τον Ερντογάν περίπου ως «επικεφαλής» των μουσουλμανικών κρατών, στη συνάντηση που είχαν την περασμένη Τρίτη στη Νέα Υόρκη με τους αντίστοιχους ηγέτες.
Από την άλλη η Αθήνα, που μοιάζει να αντιλαμβάνεται την επιδίωξη του Ερντογάν να επιβάλλει «στο πεδίο» μία αλλαγή ισορροπιών στην περιοχή, αναζητά ήδη κινήσεις, που να στέλνουν το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να κάνει υποχωρήσεις.
Διαμηνύει για παράδειγμα ότι θα ποντίσει το καλώδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο, αν και εδώ έχει σημασία τόσο η στάση της Λευκωσίας (αν πραγματικά το θέλει) όσο και της Γαλλίας, που πρέπει να ξεκαθαρίσει επισήμως εάν θα παράσχει αμυντική προστασία σε περίπτωση επιθετικής κίνησης από την Άγκυρα.
Ή να δει αν μπορεί και πώς θα αποτρέψει τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ έκανε ειδική και έντονη αναφορά στο casus belli, στέλνοντας με τη σειρά μηνύματα και προς την Άγκυρα και προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Αποτίμηση της Νέας Υόρκης
Η εικόνα μετά τη ματαίωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη και τη θερμή συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν στον Λευκό Οίκο δείχνει μια δύσκολη ισορροπία για την Αθήνα.
- Η μη πραγματοποίηση της συνάντησης στέλνει μήνυμα ότι το κανάλι απευθείας επικοινωνίας Αθήνας – Άγκυρας παραμένει εύθραυστο.
- Δείχνει πως ακόμα και σε πολυμερή fora, όπου υπάρχει η ευκαιρία για χαμηλών τόνων επαφή, δεν είναι πάντα εφικτό να διατηρηθεί θετική ατζέντα.
- Η θερμή υποδοχή Ερντογάν από τον Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο ενισχύει την τουρκική εικόνα ως σημαντικού συνομιλητή της Ουάσιγκτον, παρά τις εντάσεις σε ΝΑΤΟ και Συρία.
- Αυτό δίνει πλεονέκτημα στην Άγκυρα έναντι της Αθήνας στο πεδίο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ιδίως αν η αμερικανική διοίκηση συνεχίσει να «κλείνει το μάτι» στην Τουρκία λόγω γεωστρατηγικής αξίας.
- Η Άγκυρα ενδέχεται να ερμηνεύσει την αμερικανική στήριξη ως «πράσινο φως» για πιο σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο (π.χ. έρευνες σε αμφισβητούμενες θαλάσσιες ζώνες, ρητορική περί «Γαλάζιας Πατρίδας»).
- Η Αθήνα μένει με περιορισμένα περιθώρια κινήσεων και επενδύει περισσότερο στην ΕΕ, στις περιφερειακές συνεργασίες (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος), αλλά και στις σχέσεις με το Κογκρέσο και τα αμερικανικά think tanks, όπου η τουρκική εικόνα δεν είναι τόσο θετική.
Συνολικά, η «επόμενη ημέρα» μοιάζει να επιβαρύνεται για την Αθήνα, καθώς το χαμένο ραντεβού με τον Ερντογάν στερεί την ευκαιρία χαμηλής έντασης διαλόγου, ενώ η εικόνα του Ερντογάν με τον Τραμπ ενισχύει προσωρινά τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μόνιμη ανατροπή ισορροπιών, αλλά για ένα ακόμη επεισόδιο σε ένα ρευστό διπλωματικό περιβάλλον.
Το ενεργειακό το πρώτο πεδίο που επηρεάζεται
Η Αθήνα προσπαθεί να «διαβάσει» τις διαθέσεις που εκπέμπει ο Ερντογάν στα ενεργειακά, που είναι ένα από τα πιο κρίσιμα μέτωπα.
Ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε επιστρέφοντας στη χώρα του ότι «η Τουρκία δεν έχει καμία φιλοδοξία όσον αφορά τα δικαιώματα ή την κυριαρχία οποιουδήποτε. Ωστόσο, είναι επίσης αποφασισμένη να προστατεύσει τα δικά της δικαιώματα και συμφέροντα. Η προσέγγισή μας όσον αφορά τους πόρους στη Μεσόγειο είναι σαφής. Θα λάβουμε το μερίδιό μας από αυτούς τους πόρους και θα συνεργαστούμε με τους γείτονές μας με βάση την αρχή του αμοιβαίου οφέλους (καζάν-καζάν)».
Και πρόσθεσε δίνοντας μία πρόγευση για το πώς θα συμπεριφέρεται από δω και πέρα: «Η αποφασιστική στάση της Τουρκίας προκαλεί ανακατατάξεις στην περιοχή. Η Τουρκία έχει πλέον φωνή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι μια δύναμη λήψης αποφάσεων και καθοδήγησης».
Το τι σημαίνει αυτό το πλαίσιο είναι προς μεγάλη συζήτηση στους κόλπους της ελληνικής διπλωματίας: Προφανώς μιλά για τα ενεργειακά ζητήματα και περιλαμβάνει όλα τα ανοιχτά μέτωπα: Από την παρουσία της Chevron κάτω στη Δυτική Κρήτη μέχρι το τουρκολιβυκό σύμφωνο και από την οποιαδήποτε συζήτηση για το Αιγαίο έως τα οικόπεδα πέριξ της Κύπρου.
Η δήλωση του Ερντογάν εντάσσεται σε μια στρατηγική ρητορική και διπλωματική εργαλειοποίηση του ενεργειακού ζητήματος.
Θεωρείται πως είναι προειδοποίηση και πολιτική δήλωση ισχύος: Η Άγκυρα δείχνει ότι θα συνεχίσει τις διεκδικήσεις της με όλα τα μέσα – από τη ρητορική έως τις επιχειρησιακές κινήσεις στη θάλασσα – θεωρώντας ότι αν δεν συμμετάσχει στο ενεργειακό παιχνίδι, θα το διαταράξει.
Η δήλωση θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας – Κύπρου:
- Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ούτε τις θαλάσσιες ζώνες που έχει οριοθετήσει με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας.
- Με τη δήλωση αυτή, ο Ερντογάν υποδηλώνει ότι η Τουρκία δεν θα μείνει εκτός του ενεργειακού «παιχνιδιού» και θεωρεί ότι οι ελληνοκυπριακές πρωτοβουλίες (οριοθετήσεις ΑΟΖ, τριμερείς συνεργασίες) αποκλείουν την Άγκυρα.
- Η Άγκυρα επιχειρεί να «νομιμοποιήσει» τις κινήσεις της με το επιχείρημα ότι προστατεύει τα δικαιώματα είτε της ίδιας είτε των Τουρκοκυπρίων.
- Έτσι προετοιμάζει το έδαφος για επόμενες γεωτρήσεις σε περιοχές που η Ελλάδα και η Κύπρος θεωρούν ότι ανήκουν στις δικές τους θαλάσσιες ζώνες.
Διαβάστε επίσης:
Αβάσιμες οι καταγγελίες Ασλανίδη για τον γαλάζιο βουλευτή Γιώργο Σταμάτη, λέει η ΝΔ