Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Από όλες τις εποχές που μπορεί να σε παρατήσουν, το καλοκαίρι είναι η πιο σκληρή. Ο ήλιος βαράει ανελέητα, ο ιδρώτας κολλάει πάνω σου όπως οι ενοχές, η μπύρα ζεσταίνεται πριν φτάσει στα μισά και δεν έχεις καν τον καιρό ως άλλοθι για την κατάθλιψη που σε γυροφέρνει.
Τις υπαρξιακές ανησυχίες μου διέκοψε άγαρμπα ο ήχος του κινητού. Ήταν η Ματίλντα.
«Έλα Ρένο, καλημέρα. Πρέπει να έρθεις στην Επίδαυρο. Αμέσως».
«Δεν έχω παράσταση απόψε».
«Μην αστειεύεσαι. Έγινε κάτι τρομερό».
Η Ματίλντα ήταν η πρώην μου. Από τις πρώην που σου αφήνουν ανάμικτες αναμνήσεις, αρκετά ψυχολογικά και ένα συρτάρι με εσώρουχα να σε κρατούν όμηρο. Δεν εξεπλάγην που είχε μπλέξει. Ήξερα ότι είχε καινούργιο γκόμενο – κάποιον Μανώλη. Δεν μου άρεσε το όνομα αλλά κανένα όνομα δεν είναι καλό για αυτόν που κοιμάται με την πρώην σου.
Έκανα τη διαδρομή σε τρεις ώρες. Ο Μάρλοου στο πίσω κάθισμα κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό σαν νυχτοφύλακας.
Το σπίτι της Ματίλντας ήταν ένα λευκό κουτί με κάτι ώχρινα παντζούρια, σχεδιασμένο αναμφίβολα από κάποιον ορκισμένο εχθρό της αισθητικής. Η αυλόπορτα ήταν ανοικτή. Μπήκα παίρνοντας ένα τσιμεντένιο μονοπάτι. Ο Μάρλοου ακολούθησε με βαριά βήματα σαν βετεράνος του Βιετνάμ.
Ο Μανώλης, κειτόταν ανάσκελα στη βεράντα μπροστά από τη σκάλα για την ταράτσα με τα μάτια ανοικτά. Στα πλακάκια υπήρχαν ξεραμένες κόκκινες πιτσιλιές. Φορούσε βερμούδα, μακό και μια σανίδα καρφωμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού που κολυμπούσε στο αίμα. Πλάι του, ένα μισοτελειωμένο τραπεζάκι και ένα κουτί με εργαλεία. Νεκρός δεν έδειχνε πολύ ωραίος.
Η Ματίλντα στεκόταν παράμερα, με γυρισμένη πλάτη και ένα τσιγάρο στο χέρι φορώντας εφαρμοστό σορτσάκι και λευκό τιραντάκι. Μόλις με αντιλήφθηκε έπεσε πάνω μου τυλίγοντας τα χέρια της γύρω μου. Το βλέμμα της σχοινοβατούσε μεταξύ ανακούφισης και ανησυχίας. Ήταν πανέμορφη. Η μυρωδιά της ανέσυρε αναμνήσεις που πάλευα να ξεχάσω.
«Ευτυχώς ήρθες».
Μείναμε μερικά δευτερόλεπτα αγκαλιασμένοι.
«Έπεσε», είπε, απαντώντας σε μια ερώτηση που δεν πρόλαβα να κάνω.
«Έπεσε πάνω στο ξύλο με τις πρόκες»;
«Μμμάλλον γλίστρησε, άκουσα τον θόρυβο…»
Δεν μίλησα, μόνο κοίταξα τον χώρο προσεκτικά και κατόπιν πλησίασα στο πτώμα.
«Ειδοποίησες κανέναν»;
«Όχι, τρομοκρατήθηκα. Περίμενα να έρθεις».
«Πώς και κάλεσες εμένα»;
«Ήσουν ο πρώτος που σκέφτηκα. Πρέπει να με βοηθήσεις Ρένο».
Ο τρόπος που με κοίταζε ακύρωνε οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης. Αν υποτεθεί ότι είχα τέτοια πρόθεση.
«Πώς να βοηθήσω δηλαδή»;
«Να πεις ότι ήμασταν μαζί όταν έγινε».
«Και να σκεφτούν ότι τον φάγαμε παρέα»;
Δεν αποκρίθηκε, τα μεγάλα μάτια της ανέλαβαν δράση.
Κάλεσα το 166 ενώ προσπαθούσα να σκεφτώ. Δεν είχαν διαθέσιμο ασθενοφόρο, ίσως αργούσαν.
Οι νεκροί δεν παρεξηγούνται. Ευτυχώς.
Όταν τελείωσα, η Ματίλντα είχε ανάψει κι άλλο τσιγάρο και βημάτιζε νευρικά τρίβοντας το δεξί της μπράτσο.
Την πλησίασα.
«Πρέπει να μου μιλήσεις ειλικρινά αν θέλεις να σε βοηθήσω».
«Τι εννοείς; Πως λέω ψέματα»;
Το ψευτοθυμωμένο ύφος της ήταν ελάχιστα πειστικό. Ήμουν ακόμα ερωτευμένος, όχι ηλίθιος.
«Ματίλντα, ο τύπος έχει αμυχές στο χέρι. Θα στοιχημάτιζα ότι είναι από νύχια. Και εσύ μια μελανιά στο μπράτσο. Το χειρότερο; Υπάρχουν κηλίδες στη σκάλα, πράγμα αδύνατον αν γλίστρησε και έπεσε στο σημείο που βρίσκεται τώρα».
Φάνηκε να καταρρέει, την τράβηξα πάνω μου.
«Τσακωθήκαμε» είπε ξεψυχισμένα. «Ξανά. Του είχα πει να χωρίσουμε, ήθελα να γυρίσω σε σένα». Σταμάτησε για λίγο. «Από τότε ζω μια κόλαση. Σήμερα φοβήθηκα πολύ, τον χτύπησα για να μπορέσω να φύγω, δεν σκόπευα να τον σκοτώσω».
Κοίταξα την ώρα.
«Πρέπει να βιαστούμε. Φέρε μου κάτι να καθαρίσουμε και εσύ βάλε ένα πουκάμισο».
Η Ματίλντα εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι και επέστρεψε κουβαλώντας ένα κουτί γεμάτο καθαριστικά. Της έκανα νόημα να το αφήσει. Πήρα ένα βρεγμένο πανί και ξεκίνησα.
Κάθε λίγο σήκωνα το κεφάλι να δω αν έρχεται κανείς. Ίσως είχα βιαστεί να καλέσω ασθενοφόρο. Πρώτα έπιασα τη σκάλα, μετά τα πλακάκια – στη συνέχεια πατήσαμε τα ίχνη του αίματος κάνοντας το σκηνικό όσο πιο αληθοφανές γινόταν.
«Έχεις κανέναν επίδεσμο»;
Μου έφερε έναν, σε ζελατίνα, καθαρό, άσπρο σαν χιόνι.
«Έχεις κάτι παλιό; Κάτι που να δείχνει ότι φορέθηκε πριν μέρες»;
«Όχι εδώ. Ίσως στο γκαράζ».
Κατέβηκα μόνος. Βρήκα ένα σκονισμένο κουτί με φάρμακα ληγμένα από τον Εμφύλιο. Μέσα ήταν ένας επίδεσμος, τσαλακωμένος και βρόμικος. Τον μούσκεψα ελαφρά περνώντας από πάνω του ένα πινέλο με ξεραμένο χρώμα. Ο λεκές έγινε ακανόνιστος, όχι έντονος – όσο χρειαζόταν.
Τον τύλιξα στο χέρι του Μανώλη καλύπτοντας τα σημάδια.
Είχαμε συνεννοηθεί τι θα πούμε, είχα κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσα αλλά ήξερα ότι σε έναν ενδελεχή έλεγχο και με λίγη πίεση δεν είχαμε μεγάλες πιθανότητες.
Το ΕΚΑΒ έφτασε μισή ώρα μετά. Δύο διασώστες, που κοίταξαν τον Μανώλη, έψαξαν μάταια για τον σφυγμό του, έκαναν την τυπική ερώτηση «τον μετακίνησε κανείς;» και μετά αντάλλαξαν ένα νεύμα.
«Κανένα σημάδι ζωής. Θα πρέπει να ειδοποιηθεί η Αστυνομία».
Είκοσι λεπτά αργότερα, ένα κλιμάκιο με επικεφαλής έναν μπάτσο που συστήθηκε ως υπαστυνόμος Μαρωνίτης πέρασε την αυλόπορτα. Ήταν ψηλός, μαυρομάλλης με μια πίπα κρεμασμένη από το στόμα. Η Ματίλντα τον κοίταξε περισσότερο απ’ όσο ήθελα. Το πρόσεξα. Το πρόσεξε κι εκείνος.
Αφού έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες στους άντρες του κινήθηκε προς εμάς.
«Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε με φωνή επιτηδευμένα βραχνή. Έριξε μια ματιά στον Μανώλη, μετά κοίταξε εμένα.
«Είχαμε βγει βόλτα με τη Ματίλντα και όταν επιστρέψαμε τον βρήκαμε έτσι».
«Πώς λέγεστε;»
«Ρένος Δανέζης»
«Και πώς βρεθήκατε εδώ;»
«Επισκεπτόμουν την περιοχή και πέρασα να δω τη Ματίλντα. Είμαστε φίλοι από παλιά».
Ο Μαρωνίτης χαμογέλασε μισοειρωνικά. Έσκυψε πάνω απ’ το πτώμα. Ύστερα κοίταξε γύρω του, περπάτησε αργά μέχρι τη σκάλα, γονάτισε, και ακούμπησε τα σκαλοπάτια. Αναρωτήθηκα αν έβλεπε κάτι. Παρακολουθούσα κάθιδρος, όχι από τη ζέστη.
Γύρισε προς τη Ματίλντα, η έκφρασή του άλλαξε.
«Πώς είστε»;
«Σοκαρισμένη», απάντησε ξέπνοα.
Ο υπαστυνόμος έδειξε να το συμμερίζεται αλλά τα μάτια του την έγδυναν απροκάλυπτα και τότε συνειδητοποίησα ότι πέραν του εγκληματολογικού, είχε αναπτύξει και άλλου είδους ενδιαφέρον. Η πίπα του ανασηκώθηκε επιδοκιμαστικά.
Οι αστυνομικοί κινούνταν μηχανικά. Φωτογραφίες, έρευνα για αποτυπώματα και γενετικό υλικό και ένας τύπος που σημείωνε. Δεν φάνηκε να βρίσκουν κάτι εξόφθαλμο. Το «σκηνικό του ατυχήματος» έστεκε ή τουλάχιστον περίπου. Όσο χρειαζόταν για να αποφύγουμε τα βραχιολάκια.
Ο Μαρωνίτης έγνεψε σε αυτόν που κρατούσε σημειώσεις. Κοίταξε το μπλοκάκι βαριεστημένα, σαν να διάβαζε τα ζώδια. Ακολούθησε ολιγόλεπτη συζήτηση. Χαμηλόφωνα.
Ύστερα στράφηκε σε μας. Είχε σοβαρέψει.
«Θα χρειαστούμε τις μαρτυρίες σας. Γραπτώς».
Συμφωνήσαμε να δώσουμε τις καταθέσεις στο Ναύπλιο, ήθελα να ξεμπερδεύω.
Έκανε μεταβολή δίνοντας τις τελευταίες οδηγίες. Η σκηνή έκλεινε.
Ο Μάρλοου παρακολουθούσε ανήσυχος, λες και φοβόταν ότι θα είναι ο επόμενος για ανάκριση. Όταν τελείωσε, ο υπαστυνόμος πλησίασε τη Ματίλντα, διακριτικά. Έσκυψε ψιθυρίζοντάς της κάτι στο αυτί. Εκείνη χαμογέλασε σαν να άκουσε σόκιν ανέκδοτο σε κηδεία.
Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα στο περιπολικό. Μου κρατούσε όμως το χέρι. Έτρεμε.
Στην κατάθεση μου είπα όσα ισχυριζόμουν εξαρχής. Είχαμε πάει μια βόλτα που κατέληξε στην παραλία, αφήσαμε τον Μανώλη σπίτι να μαστορεύει και στην επιστροφή, τον βρήκαμε νεκρό. Δεν συναντήσαμε κανέναν αλλά δεν απέκλεια να μας είδαν κάποιοι.
Ο υπαστυνόμος άκουγε γνέφοντας αργά, σαν να παρακολουθούσε παράσταση σε επανάληψη. Δεν ρώτησε πολλά. Στο τέλος, αφού υπέγραψα, γύρισε προς το μέρος μου περιστρέφοντας την πίπα του ανάμεσα στα δάχτυλα.
«Να δούμε τι θα πει και ο ιατροδικαστής. Προσώρας, μοιάζει… ατύχημα».
Το μοιάζει μου προκάλεσε ανατριχίλα. Εκείνος συνέχισε.
«Κύριε Δανέζη σας αποδεσμεύω αλλά ίσως σας ξαναχρειαστούμε οπότε παρακαλώ να μας ειδοποιήσετε αν σκοπεύετε να μετακινηθείτε».
Το αστυνομικό τμήμα είναι ακατάλληλος χώρος για αποχαιρετισμούς. Αν έμενα όμως ίσως ήγειρα υποψίες. Η Ματίλντα με φίλησε στο μάγουλο.
«Σε περιμένω» πρόλαβα να ψιθυρίσω. Στα μάτια της έβλεπα πολλά – αλλά καμία υπόσχεση.
Γύρισα στην Αθήνα το βράδυ. Έκανα μπάνιο και έπεσα ξερός.
Την επόμενη μέρα της έστειλα μήνυμα. Δεν απάντησε.
Η Τρίτη αρνιόταν πεισματικά να φύγει. Με το μυαλό αγκυροβολημένο στην Επίδαυρο υπολειτουργούσα. Γύρω στις εννιά, πήρα τον Μάρλοου, μια μπύρα στο χέρι, και τραβήξαμε για το Άλσος.
Στην είσοδο άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο του μηνύματος. Το διάβασα ανάβοντας τσιγάρο.
«Δεν θα έρθω, είχα ανάγκη να φύγω. Σόρι, σε ευχαριστώ για όλα».
Το μήνυμα συνόδευε μια φωτογραφία. Η Ματίλντα, καθισμένη σε καρέκλα σκηνοθέτη μπροστά στη θάλασσα κρατώντας ένα ποτήρι λευκό κρασί. Στο τραπέζι, δίπλα στο τασάκι, ξεχώριζε μια ξύλινη πίπα.
Έκλεισα το κινητό και μπήκαμε στο Άλσος. Ήταν σκοτεινό. Όπως οι σκέψεις μου.
Ήμουν ακόμα ερωτευμένος. Και ηλίθιος.
Γεννήθηκε στα Εξάρχεια το 1970 αλλά κόβει 4 χρόνια από την ηλικία του γιατί δεν αναγνωρίζει αυτά της Χούντας. Χαζομπαμπάς, σκυλομπαμπάς, Οικονομολόγος, ΑΕΚτζης, μανιώδης αναγνώστης. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία («Χρήσιμοι Ηλίθιοι», «Αβαριτία», «Τι κάνεις ρε;» – με Ε. Χουσνή –, «Ο Μαύρος Γάτος») και έχει συμμετάσχει σε αρκετούς συλλογικούς τόμους διηγημάτων και ποιημάτων. Μέλος της ΕΛΣΑΛ.
Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και ηλεκτρονικά έντυπα.
Διαβάστε επίσης:
Βιβλίο: Καλοκαίρι και έγκλημα – Έντεκα ιστορίες, μία αφήγηση χωρίς αθώους
Βιβλίο: Πώς και γιατί φτάσαμε στην Ελληνική Επανάσταση
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.