Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
«Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου, την Αγιάσσο» γραφεί στις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι του στη Λέσβο, το καλοκαίρι του 1930, που δημοσίευσε στην εφημερίδα της Αθήνας «Ελεύθερο Βήμα» ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Ουράνης.
Λίγες μέρες μετά το μοναδικό αυτό δείγμα «ταξιδιωτικής λογοτεχνίας» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Μυτιλήνης που εξέδιδαν τα «ιερά τέρατα» της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας ταυτόχρονα ο Θείελπις Λευκίας και ο Στρατής Μυριβήλης.
Ενενήντα πέντε χρόνια μετά, το φύλλο αυτό της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» της Λέσβου ανασύρεται από το αποθετήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης http://dspace.cplm.gr/handle/123456789/21193 και δίνει στον σύγχρονο αναγνώστη εικόνες, στιγμές και αντιφάσεις του νησιού ιστορημένες από τη γραφίδα του Κώστα Ουράνη.
Ο οποίος, όπως λέει μιλώντας στο ΑΠΕ ΜΠΕ η διευθύντρια της Βιβλιοθήκης Μαρία Γρηγορά «φωτίζει χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί τότε ο ίδιος, μορφές και καταστάσεις που αργότερα θα αποκτούσαν ιστορική βαρύτητα. Ανάμεσά τους και μια σύντομη, σχεδόν γραφική αναφορά στο μεγάλο λαικό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και στις χαμένες πια τοιχογραφίες του στο καφενείο στην Καρίνη, που ωστόσο αποτελεί μία από τις ελάχιστες σύγχρονες μαρτυρίες για τον Θεόφιλο, πριν από την αναγνώρισή του ως μεγάλου λαϊκού ζωγράφου».
Η κ. Γρηγορά μεταγράφει και σχολιάζει το κείμενο του Κώστα Ουράνη.
Καθώς το αυτοκίνητο διέσχιζε τον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τα πάντα έμοιαζαν να σιγοβράζουν κάτω από το φως. Φύλλο δέντρου δεν σαλεύει, ενώ από τα ανοίγματα που άφηναν οι ελιές, οι ροδοδάφνες και τα χαμόδεντρα, φαίνονταν τα νερά του κόλπου να απλώνονται ακίνητα και γυαλιστερά, σαν καθρέφτης που αντανακλούσε το κάθετο φως του ήλιου. Σ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή, σημειώνει ο Ουράνης, ο κόλπος αυτός θα συγκρατούσε μαγνητισμένο το βλέμμα σου, τόσο ωραίος είναι. Η στενή γραφική είσοδός του θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Μα μέσα στο λιοπύρι, η ομορφιά δεν βρίσκει χώρο: το μάτι καταντά κατηφές, κι η μόνη λαχτάρα είναι για λίγη δροσιά…
Ο δρόμος συνεχίζεται και οδηγεί στα Κεραμειά, έναν μικρό οικισμό που παλιότερα κατοικούνταν από Τούρκους και πλέον έχει γίνει προσφυγικό χωριό. Εκεί, μέσα στη σκιά των μεγάλων δέντρων, τρέχουν ποτιστικά νερά με μουρμουρητό απαλό, και η ζωή κυλά με μια ήρεμη καθημερινότητα. Ο Ουράνης σημειώνει μια σύντομη σκηνή: νεαρές προσφυγοπούλες απλώνουν φύλλα καπνού στις αυλές για να ξεραθούν, ενώ το αυτοκίνητο περνά χωρίς να σταματήσει. Ο σοφέρ όμως υπόσχεται έναν σταθμό καλύτερο, και η Καρίνη αποδεικνύεται παράδεισος πρασινάδας, σκιών και νερών.
«Πράγματι δε, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη… Δεν υπήρχε στη μικρή αυτή όαση παρά ένα καφενεδάκι, του οποίου όλη η πελατεία εκείνη την ώρα ήσαν δυο χωρικοί που έπαιζαν κοντσίνα κάτω από ένα πλάτανο».
Στο καφενεδάκι αυτό, κάτω από τα πανάρχαια πλατάνια και δίπλα σε μια χαβούζα με παγωμένο νερό, ο Ουράνης ανακαλύπτει όχι μόνο τη δροσιά, αλλά και κάτι εντελώς αναπάντεχο: τις τοιχογραφίες ενός άγνωστου τότε λαϊκού ζωγράφου που είχε καταστήσει το ταπεινό αυτό καφενεδάκι έναν μικρό εικαστικό θησαυρό.
«Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήσαν οι τοιχογραφίες που ήσαν ζωγραφισμένες στους εξωτερικούς του τοίχους. Οι τοιχογραφίες αυτές δεν είχαν βέβαια την αξία τοιχογραφιών της καλής βυζαντινής εποχής ή της αναγεννήσεως. Ήσαν απλοϊκά και άτεχνα, κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη ο οποίος περιερχότανε τον τόπο ζωγραφίζοντας ό,τι τύχαινε και όπου τύχαινε, κάποτε για λίγη τροφή και συχνότερα για δική του ευχαρίστηση».
Τις μορφές του Θεόφιλου τις χαρακτηρίζει άτεχνες και απλοϊκές, που του θύμιζαν περισσότερο λαϊκές χρωμολιθογραφίες που βλέπει κανείς σ’ όλα τα μικρομάγαζα των ελληνικών επαρχιών: ληστές πάνοπλοι σαν αστακοί, χωριάτισσες που χορεύουν συρτό, μια ρομαντική βαρκάδα του Αλή Πασά στη λίμνη των Ιωαννίνων, ένας Άρης που θύμιζε τον Κολοκοτρώνη, την Αφροδίτη που ο Ουράνης σημειώνει σκωπτικά πως κανείς δε θα ήθελε ως «γυναίκα του στην πραγματικότητα».
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη φαινομενική προχειρότητα, ο Ουράνης διακρίνει κάτι αληθινό. Τα χρώματα αναφέρει έχουν μια «μουσική ρευστότητα», οι αντιθέσεις τους γλυκές, οι τοίχοι μοιάζουν από μακριά «σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες».
Πρόκειται, χωρίς να το γνωρίζει ακόμη, για τις πρώτες εντυπώσεις από το έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου της Λέσβου, του οποίου η αξία θα αναγνωριστεί επισήμως λίγα χρόνια αργότερα χάρη στη συμβολή του Λέσβιου τεχνοκριτικού Τεριάντ.
«Η περιγραφή του Ουράνη, λέει η κ. Γρηγορά, έχει σήμερα ιδιαίτερη αξία, γιατί μας δείχνει πώς ήταν τα έργα ενός αυθεντικού λαϊκού καλλιτέχνη, προτού αναγνωριστούν επίσημα και πάρουν τη θέση τους ακόμη και σε μουσεία όπως το Λούβρο. Ταυτόχρονα, μας δείχνει και τον αυθόρμητο και φυσικό τρόπο με τον οποίο τα έβλεπαν και τα ένιωθαν τότε οι άνθρωποι. Δεν ήταν ακόμα ο Θεόφιλος των εγκυκλοπαιδειών και των μουσείων, ήταν ένας περιπλανώμενος, σχεδόν περιθωριακός τύπος, που ζωγράφιζε καφενεία και αυλές με τη φλόγα της προσωπικής του ανάγκης για δημιουργία. Κι όμως, μέσα από τη ματιά του Ουράνη, διαφαίνεται μια σπάνια ομορφιά, ένα είδος “ανεπίσημου” μεγαλείου που καμία ακαδημία δεν μπορεί να απονείμει».
Και μετά την αναφορά του στον, τότε άγνωστο και περιφρονημένο, «αλήτη» Θεόφιλο, ο Ουράνης συνεχίζει το ταξίδι του προς την Αγιάσο… Ο δρόμος ανηφορίζει ξανά. Το τοπίο γίνεται σκληρότερο: γυμνοί λόφοι, πετρώδεις πλαγιές, ελιές ασημένιες που λαμποκοπούν κάτω από τον ήλιο, και τζιτζίκια που στήνουν ακατάπαυστο ηχητικό χαλί. Η διαδρομή κουραστική, ο αέρας καυτός, σχεδόν φούρνος, και η αναζήτηση της Αγιάσου παραμένει μάταιη ώσπου… επιτέλους.
Η Αγιάσος αποκαλύπτεται ξαφνικά, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο. Ψηλές, στενόφυλλες λεύκες, σαν κυπαρίσσια, ξεπροβάλλουν και ανυψώνονται προς τον φωτεινό ουρανό. Δεξιά κι αριστερά απλώνονται πυκνά μποστάνια, ένδειξη κατοικημένης περιοχής. Το βλέμμα συναντά τελικά τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Το κείμενο του Ουράνη δεν είναι απλώς ταξιδιωτική λογοτεχνία, είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Περιγράφει τον κάμπο της Γέρας και το χωριό των Κεραμιών, καταγράφει την αίσθηση του ελληνικού καλοκαιριού, με την καυτή άπνοια, τη λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα και το ασταμάτητο τσιτσίρισμα των τζιτζικιών, παρόλο που γράφτηκε πριν από 95 χρόνια, πολλά από αυτά τα στοιχεία παραμένουν ζωντανά και αναλλοίωτα. Κυρίως όμως, μας χαρίζει ένα πρώιμο πορτραίτο του Θεόφιλου μέσα από τη ματιά ενός άλλου πνευματικού ανθρώπου της εποχής του» καταλήγει η κ. Γρηγορά.
Διαβάστε επίσης:
Φεστιβάλ Δελφών «Το Λάλον Ύδωρ» – Τρεις τελευταίες συναυλίες στη Δωρίδα
Έπεσε η τελευταία κλακέτα για την «Οδύσσεια» του Κρίστοφερ Νόλαν
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.