Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Ειδική τελετή επίδοσης τιμητικού τόμου με τίτλο «Μελέτες προς τιμήν του καθηγητή Γιάννη Στουρνάρα» πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τασούλα. Στην εκδήλωση εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρέστησαν -μεταξύ άλλων-υπουργοί της κυβέρνησης όπως οι κ.κ. Χατζηδάκης, Πιερρακάκης, Γεωργιάδης, Φλωρίδης, Θεοδωρικάκος, Παπασταύρου, Βορίδης, πρώην υπουργοί και πολιτικοί.
Τον ειδικό τιμητικό τόμο στον κ. Γιάννη Στουρνάρα, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ και πρώην υπουργού Οικονομικών, επέδωσε ο πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Γεράσιμος Σιάσος.
Ο Γιάννης Στουρνάρας επεσήμανε, μεταξύ άλλων στη διάρκεια τελετής ότι προβλέπεται «έκρηξη» επενδύσεων τα επόμενα χρόνια. Ο κ. Στουρνάρας προέβλεψε ότι οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα φθάσουν στο 18% το 2027 από 11% που είχαν μειωθεί το 2019, εξέλιξη η οποία σύμφωνα με τον ίδιο αποτελεί και την κύρια αιτία για τον τον υπερδιπλάσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας σε σχέση με αυτόν της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Όμως, όπως επεσήμανε παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο, σήμερα απέχουμε ακόμα σημαντικά, περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από το να κλείσουμε το επενδυτικό κενό με την Ευρώπη που δημιουργήθηκε στην ελληνική οικονομία από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. «Επιταχύνοντας το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, ιδίως σε καινοτόμες δραστηριότητες, αλλά και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, επιταχύνουμε τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με αυτό της ευρωζώνης, δηλαδή της ευημερίας του ελληνικού λαού με εκείνη της υπόλοιπης Ευρώπης, της πλέον ευημερούσας ηπείρου του πλανήτη. Έχουμε μια μοναδική ευκαιρία μπροστά μας. Είναι στο χέρι μας να μην τη σπαταλήσουμε» ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ
Ο κ. Στουρνάρας ανέπτυξε τους τομείς που παρουσιάζονται επενδυτικές ευκαιρίες στην ελληνική οικονομία (υποδομίες, αμυντική βιομηχανία, καινοτομία, εφοδιαστικές αλυσίδες) υπό την προυπόθεση να συνεχιστεί η υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Δεύτερη προυποθέση αποτελεί η εντατικοποίηση της προσπάθειας εφαρμογής ενός αριθμού ανειλημμένων ήδη μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που θεωρούνται προϋποθέσεις για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, όσο και άλλων που προωθεί η κυβέρνηση για την υλοποίηση του οικονομικού της προγράμματος.
Ευχαριστώ τον Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Καθηγητή Γεράσιμο Σιάσο και τους αγαπητούς μου συναδέλφους στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών για την πολύ μεγάλη τιμή που μου επεφύλαξαν απόψε. Και για τα λόγια τους που με συγκίνησαν βαθύτατα.
Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη και τύχη που μπόρεσα να συνδυάσω την ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα με προσφορά στην πατρίδα μου, αλλά και στην Ευρώπη. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα στον τομέα της ενέργειας, αφιερώθηκα στους τομείς της μακροοικονομικής σταθεροποίησης, της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, στην εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, όπως επίσης και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Ως ακαδημαϊκός, αντιλήφθηκα πολύ γρήγορα τα όρια της ακαδημαϊκής σκέψης, αν δεν την δοκιμάσεις στην αρένα της οικονομικής πολιτικής. Ως συμμετέχων στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής, αντιλήφθηκα πολύ γρήγορα το έλλειμμά της, όταν δεν θεμελιώνεται στις βασικές αρχές της οικονομικής επιστήμης.
Την αγάπη μου στην οικονομική επιστήμη την οφείλω σε ένα βιβλίο που εντόπισα τυχαία στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου στους Αμπελοκήπους, όταν ήμουν στην Πέμπτη Τάξη του Γυμνασίου Φιλοθέης, το 1973, και προετοιμαζόμουν για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πολυτεχνείο. Ήταν “Η θεωρία της Οικονομικής Δυναμικής: Μία πραγματεία στις Κυκλικές και Μακροχρόνιες Αλλαγές στον Καπιταλισμό” του Πολωνού οικονομολόγου Μιχάλ Καλέτσκι, Εκδόσεις Routledge, 1954. Με συνεπήρε! Στις σελίδες του βρήκα τα πάντα: Οικονομική Ανάλυση, Πολιτική Οικονομία, Κλασικούς Οικονομολόγους, Marx, Keynes, Μαθηματικά, Στατιστική, Οικονομική Ιστορία. Άφησα κατά μέρος το Πολυτεχνείο, και ανακοίνωσα στον πατέρα μου την απόφασή μου να σπουδάσω οικονομικά. Τσακωθήκαμε άσχημα, αλλά δεν άλλαξα γνώμη. Και δεν το μετάνιωσα, ούτε και τώρα, με το όφελος της ύστερης γνώσης.
Τα οικονομικά αποδείχθηκαν για μένα μια συναρπαστική διαδρομή. Διαβάζω διαρκώς, σκέφτομαι και πάντα μαθαίνω καινούρια πράγματα. Πολύ νωρίς συνειδητοποίησα, και δεν το ξέχασα ποτέ, τι εννοούσε ο John Maynard Keynes όταν είπε ότι τα Οικονομικά είναι Moral Science, Ηθική Επιστήμη, δηλαδή Επιστήμη του Ανθρώπου, όχι Natural Science, Φυσική Επιστήμη. Και παρά το γεγονός ότι το Διδακτορικό μου στην Οξφόρδη, το 1982, αφορούσε ένα ειδικό πεδίο της Οικονομικής Θεωρίας και τα Μαθηματικά Οικονομικά, γρήγορα αντιλήφθηκα ότι η σωστή οικονομική ανάλυση, ασχέτως αν κάποιος την προσεγγίσει μέσω ενός μαθηματικού υποδείγματος ή μιας απλής άσκησης λογικής, απαιτεί πολυσυλλεκτικότητα, με την έννοια της αξιοποίησης της Πολιτικής Οικονομίας, της Οικονομικής Ιστορίας, της Κοινωνιολογίας, της Επιστήμης της Ανθρώπινης Συμπεριφοράς. Και τελικά είναι, σε μεγάλο βαθμό, θέμα κρίσης. Πρόκειται, λοιπόν, χωρίς καμία αμφιβολία, για Επιστήμη του Ανθρώπου, και όχι για Φυσική Επιστήμη. Και γι’ αυτό ο John Maynard Keynes υπήρξε, και παραμένει, ο μεγάλος δάσκαλός μας.
Στην διδασκαλία και επιστημονική μου έρευνα προσπάθησα να ενσωματώνω, όσο περισσότερο μπορούσα, αυτές τις αρχές και τη διδασκαλία του Keynes. Ακόμη περισσότερο, όμως, το έκανα συμμετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής, και ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, ως Κεντρικός Τραπεζίτης, που συμμετέχω στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Μετά από αυτήν την εισαγωγή, επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας, πώς, ως οικονομολόγος, και ως Κεντρικός Τραπεζίτης αυτής της Σχολής, αντιλαμβάνομαι μερικές από τις μεγάλες αλλαγές στην οικονομία, που εκτυλίσσονται γύρω μας σήμερα.
Στη διάρκεια της ιστορικής περιόδου που διανύουμε, ο κόσμος, η Ευρώπη και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρωτόγνωρη αβεβαιότητα, προκλήσεις, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες. Κλιματική αλλαγή, ενεργειακές και δημοσιονομικές κρίσεις, ραγδαία τεχνολογική πρόοδο ─ από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τη δημιουργία ψηφιακών κρυπτοστοιχείων και σταθερών κρυπτονομισμάτων ─ δραστική ανατροπή των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου και πρωτοφανείς, για την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, γεωπολιτικές συγκρούσεις.
Σ’αυτό το γεμάτο αβεβαιότητες περιβάλλον, είναι κρίσιμη η κατανόηση της δυναμικής πορείας της οικονομίας. Ο ρόλος των οικονομολόγων, ακαδημαϊκών, αναλυτών, συμβούλων πολιτικής, τεχνοκρατών, με άμεση ή έμμεση συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, είναι πιο σημαντικός από ποτέ. Η βέλτιστη κατανομή των διαθέσιμων πόρων στις διαφορετικές χρήσεις τους και υπό το πρίσμα διαφορετικών αναγκών – για παράδειγμα των αναγκών που δημιουργούν το δημογραφικό πρόβλημα, η άμυνα, το κράτος πρόνοιας, η κλιματική αλλαγή, οι επενδύσεις για τις απαραίτητες υποδομές, την υγεία, το «τρίγωνο της γνώσης», δηλαδή παιδεία, έρευνα, καινοτομία – πρέπει να επιτευχθεί με τρόπο που θα διασφαλίζει ταυτόχρονα τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, στην ουσία δηλαδή τη δίκαιη μοιρασιά μεταξύ των γενεών. Πρόκειται για μια δυσεπίλυτη εξίσωση, στο πολύπλοκο και γεμάτο αβεβαιότητα σημερινό περιβάλλον. Ο οικονομολόγος καλείται να συμβάλει στη λύση της.
Πολλοί οικονομικοί ιστορικοί θεωρούν ότι το κρίσιμο ερώτημα, στην εποχή που διανύουμε, είναι το πώς θα εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της εργασίας σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία – σήμερα η τεχνητή νοημοσύνη – κυριαρχεί, και πώς η εργασία θα παραμείνει κεντρική αξία τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνική συνοχή.
Η τεχνολογική πρόοδος προβλέπεται ότι θα είναι καταλύτης για βαθιές αλλαγές στις παραγωγικές δομές και τις κοινωνίες. Σήμερα, η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης σύμφωνα με μια (αισιόδοξη) σχολή σκέψης φαίνεται ικανή να επιφέρει έναν ακόμη μεγάλο και ουσιαστικό μετασχηματισμό. Άλλοι βεβαίως δεν συμφωνούν, και επικαλούνται το “παράδοξο του Solow”.
Η συζήτηση για την πιθανή έλευση μιας γενικής τεχνητής νοημοσύνης (Artificial General Intelligence – AGI) έχει τροφοδοτήσει εξαιρετικά αισιόδοξες προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Οι υποστηρικτές αυτής της πολύ αισιόδοξης θέσης επισημαίνουν ότι, όπως η βιομηχανική επανάσταση απελευθέρωσε τις παραγωγικές δυνάμεις του 19ου αιώνα, έτσι και η γενική τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επιτρέψει την ανάδυση νέων καινοτομιών σε πολλαπλά επίπεδα, επιταχύνοντας τόσο την παραγωγικότητα όσο και τη δημιουργία νέας γνώσης. Ήδη, η δυνατότητα της τεχνητής νοημοσύνης να αυτοματοποιεί όχι μόνον την εκτέλεση αλλά και την παραγωγή ιδεών, έχει οδηγήσει ερευνητικά κέντρα να προβλέπουν την πλήρη αυτοματοποίηση μεγάλου μέρους της επιστημονικής έρευνας ως το 2027.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε περίπτωση πλήρους αυτοματοποίησης της εργασίας, η συγκέντρωση του πλούτου σε εκείνους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Άλλοι, όμως, αναλυτές επισημαίνουν ότι η μετάβαση μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο σταδιακή, καθώς παράγοντες όπως η ενέργεια, οι αργοί ρυθμοί θεσμικής προσαρμογής και οι κανονιστικοί φραγμοί επιβραδύνουν την πλήρη ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών.
Θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και μνημονεύω εδώ, την θέση των, πρόσφατα βραβευμένων με το βραβείο Nobel οικονομολόγων, Daron Acemoglou και Simon Johnson, στο βιβλίο τους “Power and Progress”, (Εκδόσεις Basic Books, 2023) ότι ο αυτοματισμός της εργασίας, μέσω της τεχνητής νοημοσύνης, δεν βελτιώνει αυτόματα, παρά μόνον με συστηματικές θεσμικές και κανονιστικές παρεμβάσεις και με την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, τη θέση της εργασίας.
Η πρόοδος στο είδος εκείνο της τεχνητής νοημοσύνης που λειτουργεί ως συμπληρωματικός συντελεστής παραγωγής, μαζί με την εργασία, μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του οριακού προϊόντος της εργασίας και συνεπώς στην άνοδο του πραγματικού μισθού. Αντίθετα, η πρόοδος στο είδος της τεχνητής νοημοσύνης που υποκαθιστά την εργασία δεν οδηγεί σε αναβάθμιση ούτε της ίδιας της εργασίας ούτε των μισθών. Και στις δύο περιπτώσεις η μέση παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται. Στην πρώτη περίπτωση, τα οφέλη μοιράζονται ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, ενώ στη δεύτερη, το όφελος καρπώνεται ,κυρίως, το κεφάλαιο.
Η τεχνολογική πρόοδος αναδείχθηκε, και αναδεικνύεται, σε καθοριστικό παράγοντα κάθε μετασχηματισμού: από την ατμομηχανή και τον ηλεκτρισμό, έως την τεχνητή νοημοσύνη. Η ταχύτητα και η κλίμακα των αλλαγών προμηνύουν νέες προκλήσεις αλλά και σημαντικές ευκαιρίες. Οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη, με την προοπτική μιας “έκρηξης καινοτομίας”, θέτουν, λοιπόν, κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της εργασίας, την κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος και, κυρίως, για το είδος της κρατικής παρέμβασης που απαιτείται, ώστε τα οφέλη να διαχυθούν σε όλη την κοινωνία.
Η διεθνής οικονομία διανύει μια μεταβατική περίοδο, όπου αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές που χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σταθερά προσανατολισμένες στη διατήρηση εξωτερικών ελλειμμάτων, που χρηματοδοτούνταν από το ίδιο το εθνικό τους νόμισμα, το δολάριο, λόγω της αδιαμφισβήτητης παγκόσμιας αποδοχής του, ως αποθεματικού νομίσματος και ως νομίσματος καθορισμού των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών στην παγκόσμια αγορά. Αυτό το προνόμιο, “υπερβολικό προνόμιο”-privilege exorbitant- όπως το είχε ονομάσει την δεκαετία του ’60 ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών, Valéry Giscard d’Estaing, το είχαν εξασφαλίσει ως οι ουσιαστικοί νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις στη διάσκεψη του Bretton-Woods, το 1944. Σημειωτέον ότι ο Βρετανός διαπραγματευτής εκεί ήταν ο John Maynard Keynes, ο οποίος δεν μπόρεσε να επιβάλει την άποψή του για ένα νέο παγκόσμιο νόμισμα, “Μπάνκορ” το ονόμαζε, και για συμμετρική κατανομή της νομισματικής ισχύος.
Παραδόξως, κατά την άποψή μου, οι ΗΠΑ αναπροσαρμόζουν σήμερα τη στρατηγική τους με μη συμβατικούς τρόπους. Από την αρχή του έτους παρατηρούμε μια πολύ σημαντική στροφή τακτικής εκ μέρους τους, τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και στην πράξη. Η υιοθέτηση πολιτικών έντονου προστατευτισμού, όπως η επιβολή ιστορικά υψηλών δασμών σε στρατηγικούς εμπορικούς εταίρους, μεταξύ αυτών η Κίνα, το Μεξικό, ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Ελβετία και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ο υποχρεωτικός επαναπατρισμός μεταναστών, απαραίτητων, όμως, σε μία “σφιχτή” αγορά εργασίας, και ο περιορισμός εισόδου μεταναστών πολύ υψηλών προσόντων, ανατρέπει το πρότυπο των ελεύθερων αγορών, που ωφελούσε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως, όμως, την ισχυρότερη οικονομία, δηλαδή τις ΗΠΑ, εισάγει στρεβλώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, περιορίζει τη ζήτηση, ωθεί τις τιμές προς τα πάνω και αποσταθεροποιεί τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Παράλληλα, παρατηρούμε μια πρωτοφανή αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας κομβικών θεσμών, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία, μέχρι τώρα, στήριξε την ισχύ και την παγκόσμια αποδοχή του δολαρίου, καθώς και των διαχρονικών κανόνων που διέπουν τους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς. Τέλος, η αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δημιουργεί ερωτηματικά για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Θα κερδίσουν ή θα χάσουν οι ΗΠΑ από τις αλλαγές αυτές; Θα απεμπολήσουν οικειοθελώς το “υπερβολικό (νομισματικό) προνόμιό” τους; Και πώς μπορεί το ευρώ να επωφεληθεί από αυτές τις εξελίξεις;
Η ευρωζώνη, αλλά και η Ευρώπη συνολικά, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τετραπλή πρόκληση: αυτή της ενίσχυσης της παραγωγικής της βάσης, της ενίσχυσης της αμυντικής της ισχύος, της ενεργού συμμετοχής στη διαμόρφωση ενός πιο ισορροπημένου μοντέλου παγκοσμιοποίησης και της ενίσχυσης του διεθνούς ρόλου του ευρώ. Η πράσινη μετάβαση, η καινοτομία, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης κεφαλαιαγορών, η στενότερη οικονομική συνεργασία, η κατάργηση των (σημαντικών ακόμα) εμποδίων που παραμένουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και ισοδυναμούν με υψηλούς δασμούς, η αύξηση και η (εν μέρει) κοινή χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών, αποτελούν κρίσιμους άξονες αυτής της προσπάθειας.
Η Ευρώπη σήμερα δεν προχωρεί στα τυφλά. Διαθέτει δυο σημαντικά ντοκουμέντα στρατηγικής, την Έκθεση Draghi και την Έκθεση Letta. Θα μπορέσει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να δει τη «μεγάλη εικόνα» και να ολοκληρώσει αυτήν την, ομολογουμένως δύσκολη, προσπάθεια;
Η εμπορική συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ τον περασμένο Ιούλιο και αφορά την επιβολή ανώτατου δασμολογικού συντελεστή 15% σε εξαγωγές αγαθών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, αποτελεί ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο συμβιβασμό – μια περίπτωση «το μη χείρον βέλτιστον». Από τη μία πλευρά, πρόκειται για μια δυσμενή εξέλιξη, καθώς ουσιαστικά «φορολογεί» τα ευρωπαϊκά προϊόντα με σχετικά υψηλό συντελεστή, μειώνοντας τη διεθνή ζήτησή τους. Παράλληλα, δεσμεύει την ΕΕ να προμηθεύεται ενεργειακά προϊόντα από τις ΗΠΑ σε τιμές άγνωστες – και πιθανότατα υψηλότερες σε σχέση με άλλες πηγές προέλευσης– ενώ την υποχρεώνει να πραγματοποιεί μεγάλες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, περιορίζει την αβεβαιότητα, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων τη συνέχεια των διατλαντικών συνεργασιών, οικονομικών αλλά και λοιπών, ιδιαίτερα στην άμυνα.
Η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ[1]Άνοιγμα σε νέα καρτέλα έχει οδηγήσει, σε μείωση των τοποθετήσεων των επενδυτών σε ομοσπονδιακά ομόλογα των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, αυξάνονται οι τοποθετήσεις τους σε ευρωπαϊκά αξιόγραφα, κυρίως σε κρατικά ομόλογα και εταιρικά ομόλογα υψηλής διαβάθμισης. Η Ευρώπη δύναται, επομένως, να αναδειχθεί σε ένα σταθερό και ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, με ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Η αυξημένη ζήτηση ευρωπαϊκών αξιογράφων μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα και τις δυνατότητες χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, στηρίζοντας τις παραγωγικές επενδύσεις και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα.
Όμως, αυτό δεν θα γίνει αυτόματα. Απαιτείται η εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης: Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η άρση όλων των σημαντικών εμποδίων που απομένουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και η αύξηση των επενδύσεων σε τεχνολογία, άμυνα και πράσινη ανάπτυξη.
Η ευρωζώνη αποταμιεύει περίπου 2,5% του ΑΕΠ περισσότερο από ό,τι επενδύει, όπως προκύπτει από το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της. Αυτοί οι διαθέσιμοι πόροι, που μέχρι σήμερα διοχετεύονταν εκτός Ευρώπης, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ενίσχυση της εγχώριας επενδυτικής δραστηριότητας, ιδίως σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την έκθεση Draghi, απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις ύψους 800 δισεκ. ευρώ ετησίως, περίπου 5% του ΑΕΠ, για να μειωθεί το επενδυτικό κενό έναντι των ΗΠΑ και να ενισχυθεί η παραγωγικότητα.
Μπορεί η Ευρώπη να δημιουργήσει συνθήκες ικανές, προκειμένου να αυξηθούν οι επενδύσεις της σε αυτό το επίπεδο; Μπορεί να αυξήσει την κερδοφορία των ιδιωτικών επενδύσεων, εξαλείφοντας τον κατακερματισμό στις αγορές της, τα πλείστα, ακόμη, εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και απλοποιώντας δραστικά γραφειοκρατικές διαδικασίες; Μπορεί να αποδεχθεί και να ενθαρρύνει διασυνοριακές ενοποιήσεις τραπεζών προωθώντας, επί της ουσίας, την τραπεζική ένωση; Μπορεί να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις της; Μπορεί να προχωρήσει στη δημιουργία πανευρωπαϊκών “ασφαλών” περιουσιακών στοιχείων, μέσω κοινού δανεισμού για κοινά δημόσια αγαθά, όπως είναι η άμυνά της; Μπορεί, τέλος, να παραδειγματιστεί από τον ομοσπονδιακό- δημοκρατικό τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και του Ευρωσυστήματος, τόσο στον τομέα της νομισματικής πολιτικής όσο και στον τομέα της εποπτείας των τραπεζών, ώστε να προχωρήσει στην ενοποίηση και άλλων κρίσιμων τομέων, όπως π.χ., οι αγορές κεφαλαίου;
Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συνέβαλε αποφασιστικά στη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, με την επιστροφή του πληθωρισμού σε επίπεδα πολύ κοντά στο στόχο του 2% στη ζώνη του ευρώ τους τελευταίους μήνες. Από τα μέσα του 2024 έως και τον Ιούλιο του 2025, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθωρισμός βρισκόταν σε σταθερά πτωτική πορεία, μείωσε τα βασικά επιτόκια κατά 200 μονάδες βάσης συνολικά, και, έκτοτε τα διατηρεί αμετάβλητα. Ακολουθώντας μια σταδιακή και ευέλικτη προσέγγιση, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση και ανάλογα με τα εκάστοτε διαθέσιμα δεδομένα, η ΕΚΤ διασφάλισε το καλοκαίρι την επάνοδο του πληθωρισμού στο 2% (σε σχέση με επίπεδο άνω του 10%, πρωτοφανές για τη ζώνη του ευρώ, που είχε καταγράψει το φθινόπωρο του 2022).
Στην ουσία, η ΕΚΤ έχει επιτύχει μια «ομαλή προσγείωση», κατορθώνοντας να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών χωρίς αρνητικές συνέπειες για την οικονομία της ζώνης του ευρώ, η οποία παραμένει ανθεκτική. Η επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο και η αποκλιμάκωση των επιτοκίων προωθούν ένα περιβάλλον που ευνοεί τις επενδύσεις, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων και την προσδοκώμενη αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές και άμυνα, αναμένεται να στηρίξουν τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης μεσοπρόθεσμα.
Το επίτευγμα αυτό συνδέεται άρρηκτα με την οικοδόμηση της αξιοπιστίας της ΕΚΤ – ενός πολύτιμου κεφαλαίου – χάρη στην οποία, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης απότομης ανόδου του πληθωρισμού, οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό παρέμειναν πολύ κοντά στο 2%.
Στην αξιοπιστία συνέβαλε καθοριστικά η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, η οποία της επιτρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με ευελιξία και αποφασιστικότητα, με γνώμονα αποκλειστικά τον στόχο της διασφάλισης της σταθερότητας των τιμών, χωρίς να δέχεται υποδείξεις από τρίτους. Παράλληλα, με την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της, η διαφάνεια της επικοινωνίας της με τις αγορές και το κοινό ενισχύει την εμπιστοσύνη στην πολιτική της και την αποτελεσματικότητα των αποφάσεών της, παρέχοντας σταθερότητα σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας.
Αυτό είναι ένα συμπέρασμα, που αξίζει να σημειώσουμε, απολύτως συνεπές με βασικά συμπεράσματα της νομισματικής θεωρίας, όσον αφορά τη σημασία της θεσμικής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών.
Το ταχέως μεταβαλλόμενο ψηφιακό, οικονομικό και τεχνολογικό περιβάλλον θέτει νέες προκλήσεις για την νομισματική πολιτική. Η εμφάνιση των κρυπτονομισμάτων, και ιδιαίτερα των σταθερών κρυπτονομισμάτων, απαιτεί την έγκαιρη προσαρμογή στις νέες συνθήκες και τεχνολογίες της μορφής του χρήματος των κεντρικών τραπεζών, των συστημάτων πληρωμών που ελέγχονται από αυτές, και του ρυθμιστικού-εποπτικού περιβάλλοντος, που αφορά τα κρυπτονομίσματα και τα σταθερά κρυπτονομίσματα. Όσον αφορά την ΕΚΤ, το Ευρωσύστημααλλά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα στη ζώνη του ευρώ, οι μεγάλες νέες προκλήσεις αφορούν: Πρώτον, την καθιέρωση του ψηφιακού ευρώ, για να διευκολυνθούν οι λιανικές συναλλαγές. Δεύτερον, τη σύνδεση των υπηρεσιών εκκαθάρισης των συναλλαγών του συστήματος TARGET (Trans-European Automated Real-time Gross Express Transfer system), δηλαδή του διευρωπαϊκού αυτοματοποιημένου συστήματος πληρωμών, με τη νέα Τεχνολογία Κατανεμημένου Καθολικού ─ Distributed Ledger Technology (DLT), για τη διευκόλυνση των συναλλαγών χονδρικής. Τρίτον, τη διασύνδεση και συνεργασία των συστημάτων πληρωμών του Ευρωσυστήματος με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και άλλων χωρών εκτός Ευρώπης, όπως π.χ. η Ινδία, για τη διευκόλυνση των διασυνοριακών συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται ότι το ευρώ, ως το χρήμα της Κεντρικής Τράπεζας, θα παραμείνει το κυρίαρχο μέσο συναλλαγών στην ευρωζώνη, άγκυρα εμπιστοσύνης και σταθερότητας στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού της συστήματος.
Οι πρόσφατες διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις, όπως τις περιέγραψα, δημιουργούν ένα παράθυρο ευκαιρίας για τον διεθνή ρόλο του ευρώ, για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ήδη σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια οδεύουν προς την Ευρώπη.
Η Ελλάδα, έχοντας ανακάμψει από τη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, έχει κερδίσει αξιοπιστία και θεωρείται παράδειγμα οικονομικής προσαρμογής, ανθεκτικότητας και πρωτοβουλιών για την περαιτέρω προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν πλέον αποδόσεις συγκρίσιμες με αυτές των περισσότερων κρατών–μελών της ευρωζώνης, άμεσες ξένες επενδύσεις υλοποιούνται με ρυθμό υπερδιπλάσιο του παρελθόντος, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται με μεγάλη ταχύτητα, ο τραπεζικός τομέας έχει εξυγιανθεί, ενώ πραγματοποιούνται μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης.
Ως μέλος της ευρωζώνης που κέρδισε με θυσίες την αξιοπιστία της, επανήλθε στην κανονικότητα και χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα προς μίμηση, ακόμα και για την Γερμανία, σύμφωνα με τις πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Bundesbank, Joachim Nagel. Για παράδειγμα, στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την Τραπεζική Ένωση, με ενθάρρυνση των διασυνοριακών ενοποιήσεων τραπεζών. Η Ελλάδα έχει πλέον κάθε δυνατότητα να επωφεληθεί από τις διεθνείς οικονομικές ανακατατάξεις που περιέγραψα, από τις ευκαιρίες, από ξένες άμεσες επενδύσεις και γενικότερα από τις ροές κεφαλαίων προς την Ευρώπη.
Η αξιοποίηση των ευκαιριών που διανοίγονται συνδέεται κυρίως με σημαντικές επενδύσεις, και η Ελλάδα προσφέρει ευκαιρίες για την προσέλκυση τέτοιων στρατηγικών επενδύσεων κατά τα επόμενα έτη. Ο συνδυασμός μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας, βελτιωμένης πιστοληπτικής ικανότητας και χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργεί ένα ελκυστικό περιβάλλον για τους επενδυτές. Και για την Ελλάδα σήμερα, οι επενδύσεις, ιδιαιτέρως σε υποδομές και σε τομείς που ενισχύουν την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, που είτε εξάγονται είτε υποκαθιστούν εισαγωγές, είναι πολύτιμες.
Η ενεργειακή μετάβαση και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βρίσκονται στο επίκεντρο της αναπτυξιακής στρατηγικής της Ελλάδας. Οι επενδύσεις σε αιολικά και ηλιακά πάρκα και σε υπεράκτια έργα, σε συνδυασμό με αναβαθμίσεις των ενεργειακών δικτύων και διασυνδέσεων, καθώς και η αύξηση της δυναμικότητας στις μονάδες αποθήκευσης ηλεκτρισμού, θα στηρίξουν την πράσινη μετάβαση, ενισχύοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια, υποκαθιστώντας εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας προσφέρει μοναδικές δυνατότητες ώστε η χώρα να γίνει κόμβος καθαρής ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη – και επενδυτικός μαγνήτης.
Η ανάπτυξη των εφοδιαστικών αλυσίδων (logistics) και οι επενδύσεις σε υποδομές μπορούν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε περιφερειακό κόμβο. Τα λιμάνια, οι μαρίνες και τα δίκτυα μεταφορών είναι πύλες που συνδέουν την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Ο εκσυγχρονισμός αυτών των υποδομών θα ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και θα αποφέρει μακροπρόθεσμες αποδόσεις για τους επενδυτές.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και οι υπηρεσίες παρουσιάζουν, επίσης, δυναμικές προοπτικές ανάπτυξης. Το τεχνολογικό οικοσύστημα της Ελλάδας επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς, υποστηριζόμενο από επιχειρηματικά κεφάλαια και κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Οι επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη, τα μεγάλα δεδομένα και τις ψηφιακές υποδομές, μπορούν να επιφέρουν βελτίωση της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς. Για τους επενδυτές, αυτό σημαίνει έγκαιρη πρόσβαση σε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές τεχνολογίας της Ευρώπης.
Η καινοτομία, η έρευνα και ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας για την αναβάθμιση της θέσης της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Η σύνδεση της έρευνας με την οικονομία, και ιδιαιτέρως με τη βιομηχανία, η παροχή φορολογικών κινήτρων και η ενίσχυση των συνεργασιών θα συμβάλουν στο μετασχηματισμό της Ελλάδας σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση. Αυτό δημιουργεί ευκαιρίες, όχι μόνο για τις εγχώριες επιχειρήσεις, αλλά και για τους διεθνείς επενδυτές που αναζητούν έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η αμυντική βιομηχανία αποτελεί επίσης έναν νέο στρατηγικής σημασίας τομέα. Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για στενότερη ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, ήδη δαπανά πολύ περισσότερα για την άμυνά της απ’ ό,τι ο μέσος όρος της Ευρώπης, και η ενεργός συμμετοχή της σε διεθνή προγράμματα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της εγχώριας παραγωγής και της προστιθέμενης αξίας και να μειώσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Απόλυτη και βασική προϋπόθεση για να αξιοποιηθούν αυτές οι ευκαιρίες είναι: Πρώτον, η συνέχιση της υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, η εντατικοποίηση της προσπάθειας εφαρμογής ενός αριθμού ανειλημμένων ήδη μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που θεωρούνται προϋποθέσεις για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, όσο και άλλων που προωθεί η Κυβέρνηση για την υλοποίηση του οικονομικού της προγράμματος. Επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω απ’ όλες τις απολύτως απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, τα μέτρα για τη μείωση της γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα αυτής που επηρεάζει αρνητικά το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις, για την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και τα μέτρα για την αντιμετώπιση των δημογραφικών πιέσεων. Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης, η επέκταση των προγραμμάτων κατάρτισης, η εξασφάλιση συνθηκών και υποδομών για τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η προσέλκυση εργαζομένων υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Από το 2019 μέχρι σήμερα, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται σταδιακά. Από 11% το 2019 σε 16% το 2024, με πρόβλεψη να φτάσουν το 18% περίπου το 2027. Στην ευρωζώνη είναι στάσιμες, στο 21,5% περίπου. Ακριβώς η αύξηση αυτή είναι η κύρια αιτία για τον υπερδιπλάσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας σε σχέση με αυτόν της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Όμως, παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο, σήμερα απέχουμε ακόμα σημαντικά, περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από το να κλείσουμε το επενδυτικό κενό με την Ευρώπη που δημιουργήθηκε στην ελληνική οικονομία από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Επιταχύνοντας το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, ιδίως σε καινοτόμες δραστηριότητες, αλλά και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, επιταχύνουμε τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με αυτό της ευρωζώνης, δηλαδή της ευημερίας του ελληνικού λαού με εκείνη της υπόλοιπης Ευρώπης, της πλέον ευημερούσας ηπείρου του πλανήτη. Έχουμε μια μοναδική ευκαιρία μπροστά μας. Είναι στο χέρι μας να μην τη σπαταλήσουμε.
Διαβάστε επίσης:
Τέμπη – Άλμα Λάτα: «Δεν θέλουμε να είμαστε στο ίδιο τραπέζι, γιατί η καρέκλα της είναι άδεια»
Βόλος: Φυλάκιση ενός έτους σε 50χρονο που απείλησε να κάψει την κόρη και την εγγονή του
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.