Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Όταν λέμε «Αναγέννηση» σήμερα, το μυαλό πάει στην Ιταλία του 15ου και 16ου αιώνα: στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, στον Μιχαήλ Άγγελο, στην επανεκτίμηση της κλασικής αρχαιότητας κατά τη δύση της περιόδου του Μεσαίωνα. Για τους Βυζαντινούς, όμως, η ιδέα της «ανακαίνισης», της «αναβιώσεως» ή της «παλιγγενεσίας» είχε άλλο περιεχόμενο: δεν επρόκειτο για ανακάλυψη ενός χαμένου κόσμου, αλλά για επανατοποθέτηση και ανανέωση στοιχείων που θεωρούνταν πάντοτε ζωντανά μέσα στο ρωμαϊκό-χριστιανικό σώμα.
Η βυζαντινή ιστορία γνώρισε δύο περιόδους που η σύγχρονη ιστοριογραφία αποκαλεί «Αναγεννήσεις»: τον 9ο αιώνα, μετά το τέλος της Εικονομαχίας, και τον 12ο αιώνα, στην ακμή των Κομνηνών. Και οι δύο χαρακτηρίστηκαν από ανανέωση της παιδείας, αναθέρμανση της σχέσης με την κλασική αρχαιότητα και εντυπωσιακή παραγωγή σε τέχνη και γράμματα. Ωστόσο, η αντίληψη της «αναγέννησης» στο Βυζάντιο παραμένει ριζικά διαφορετική από την ιταλική της εκδοχή.
Η μακρά περίοδος της Εικονομαχίας (726-843) είχε δημιουργήσει ένα κλίμα καχυποψίας απέναντι στις εικαστικές τέχνες και είχε απορροφήσει τεράστια πνευματικά αποθέματα στη θεολογική αντιπαράθεση. Με την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σπάνια περίοδο σταθερότητας, η οποία επέτρεψε στους λογίους, στην Εκκλησία και στην αυλή να στραφούν ξανά στην παιδεία και στις τέχνες.
Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης. Ο Πατριάρχης Φώτιος, λόγιος κοσμοπολίτης και ισχυρή εκκλησιαστική προσωπικότητα, δημιούργησε κύκλους σπουδών που συνδύαζαν θεολογία, φιλοσοφία, ρητορική και φιλολογία. Το «Μυριόβιβλό» του αποτελεί έναν μοναδικό κατάλογο και κριτική παρουσίαση εκατοντάδων αρχαίων έργων, πολλά από τα οποία χάθηκαν και είναι γνωστά μόνο χάρη σε αυτόν.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η αντιγραφή και διάσωση χειρογράφων. Τα μοναστήρια, ιδίως της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας, έγιναν εργαστήρια αντιγραφής όχι μόνο πατερικών κειμένων, αλλά και του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, του Πλουτάρχου.
Επίσης αναπτύχθηκε η ρητορική και ο δημόσιος λόγος. Η αναβίωση της ρητορικής τέχνης ενίσχυσε την πολιτική και εκκλησιαστική διαχείριση, δημιουργώντας ένα ιδεώδες μορφωμένου αξιωματούχου που γνώριζε να πείθει με τον λόγο.
Η λεγόμενη «Μακεδονική Αναγέννηση» ξεχώρισε για τη σταθεροποίηση, συστηματοποίηση και επέκταση της παιδείας, με σαφή αναφορά στην αρχαιότητα ως θεμέλιο της ρωμαϊκής ταυτότητας.
Η δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185) συνδύασε στρατιωτική ισχύ, διπλωματική ευελιξία και οικονομική ανάπτυξη. Η αυλή τους έγινε κέντρο κοσμικής παιδείας και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν η αναζωπύρωση της αρχαιομάθειας.Μελετητές όπως ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Τζέτζης συνέδεαν συστηματικά τη σύγχρονη σκέψη με κλασικά κείμενα. Η χρήση του Ομήρου και του Πλάτωνα σε ρητορικούς και θεολογικούς λόγους θεωρείτο ένδειξη ανώτερης μόρφωσης.
Στη λογοτεχνία γράφονται μυθιστορήματα στην ελληνική γλώσσα που μιμούνται τα αρχαία ειδύλλια, αλλά και ποίηση με κοσμικά και ερωτικά θέματα.
Τέλος, παρά τις εκκλησιαστικές επιφυλάξεις, αναπτύσσεται ο φιλοσοφικός διάλογος. Η διδασκαλία της λογικής και η συζήτηση πάνω σε αρχαία φιλοσοφικά ζητήματα γίνονται καθημερινή πρακτική στα μορφωμένα στρώματα της πρωτεύουσας.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στη βυζαντινή και την ιταλικήΑναγέννηση είναι στον στόχο:
Στο Βυζάντιο, η επιστροφή στην αρχαιότητα ήταν επιβεβαίωση της συνέχειας. Η αρχαία Ελλάδα ήταν «δική τους», οι πρόγονοι των Ρωμαίων της Κωνσταντινούπολης.
Στην Ιταλία, η στροφή στους κλασικούς ήταν εν μέρει απόδραση από το μεσαιωνικό παρελθόν και αναζήτηση ενός νέου ανθρωποκεντρικού ιδεώδους.
Διαφέρουν και οι φορείς: η βυζαντινή ανανέωση ήταν υπόθεση της αυλής, της Εκκλησίας και μιας μικρής λογιοσύνης, ενώ η ιταλική Αναγέννηση είχε πίσω της αστικές τάξεις, πανεπιστήμια, τυπογραφία και πλούσιους εμπόρους – χορηγούς.
Στο Βυζάντιο, η αττικίζουσα ελληνική, μια μορφή που μιμούνταν τη γλώσσα της κλασικής Αθήνας, ήταν το κύριο όχημα παιδείας και εξουσίας. Η εκπαίδευση σε αυτήν ήταν το κλειδί για κοινωνική ανέλιξη. Η δημώδης γλώσσα, αν και χρησιμοποιείτο στην καθημερινή ζωή και στη λαϊκή λογοτεχνία, έμενε έξω από τα επίσημα μορφωτικά ιδρύματα.
Η ιταλική Αναγέννηση, αντίθετα, έδωσε λογοτεχνική υπόσταση και στη λαϊκή γλώσσα (Δάντης, Πετράρχης, Βοκάκιος), δημιουργώντας ένα δίγλωσσο πολιτισμικό μοντέλο.
Η μελέτη των κλασικών δεν αμφισβήτησε την Ορθοδοξία. Ο Φώτιος, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και πολλοί άλλοι μπορούσαν να επαινούν τον Όμηρο και τον Πλάτωνα, αλλά πάντα μέσα σε ένα θεολογικό πλαίσιο που διασφάλιζε την ανωτερότητα της χριστιανικής αλήθειας.
Αυτός ο συγκερασμός απέτρεψε τις συγκρούσεις που χαρακτήρισαν τη δυτική Αναγέννηση με την Εκκλησία.
Οι περίοδοι ανανέωσης άφησαν έντονο στίγμα και στις εικαστικές τέχνες.
Στον 9ο αιώνα αναπτύχθηκαν τα ψηφιδωτά και οι εικόνες. Μετά το 843, η τέχνη της εικόνας αναγεννήθηκε, με έμφαση στην πνευματικότητα, καθαρά περιγράμματα και ήρεμη, αυστηρή έκφραση. Ψηφιδωτά όπως της Αγίας Σοφίας με την Παναγία και τον αυτοκράτορα (Μιχαήλ Γ’) συμβολίζουν τη συμφιλίωση θρόνου και Εκκλησίας.
Επίσης αναπτύχθηκε η μικρογραφία χειρογράφων. Τα Ευαγγέλια κοσμούνται με λεπτοδουλεμένες παραστάσεις, επηρεασμένες από κλασικά μοτίβα και παλαιοχριστιανικά πρότυπα.
Στην αρχιτεκτονική εμφανίστηκαν νέας αρχιτεκτονικής αντίληψης εκκλησίες, όπως η Νέα Εκκλησία του Βασιλείου Α’, που συνδύαζαν λειτουργικότητα και μνημειακό χαρακτήρα.
Η τέχνη επί Κομνηνών (12ος αι.) χαρακτηρίζεται από ζεστά χρώματα, μεγαλύτερη εκφραστικότητα, δυναμισμό στις στάσεις και πλούσια διακοσμητικά μοτίβα.
Η τέχνη του χρυσού και του πολύτιμου σμάλτου έφτασε σε τελειότητα, με έργα που προορίζονταν για την αυλή και για δώρα σε ηγεμόνες.
Στην αρχιτεκτονική των μοναστηριών, το Καθολικό της Μονής Οσίου Λουκά και η Νέα Μονή της Χίου (παλαιότερα) αποτέλεσαν πρότυπα που συνέχισαν να αντιγράφονται και να εμπλουτίζονται.
Η Τέταρτη Σταυροφορία (1204) λεηλάτησε την Κωνσταντινούπολη και διέσπειρε χειρόγραφα, έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα σε Βενετία, Ρώμη, Παρίσι.
Η Άλωση του 1453 έφερε στη Δύση κύμα λογίων, όπως ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος και ο Βησσαρίων, που δίδαξαν ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία και κλασική παιδεία στην Ιταλία.
Τα αισθητικά πρότυπα της βυζαντινής τέχνης – η χρυσή λάμψη, η ιεραρχία στις απεικονίσεις, η χρήση συμβόλων – επηρέασαν την πρώιμη ιταλική θρησκευτική ζωγραφική.
Για τους Βυζαντινούς, η «Αναγέννηση» δεν ήταν επιστροφή σε κάτι χαμένο, αλλά βαθύτερη κατανόηση και προβολή μιας κληρονομιάς που θεωρούσαν αναπόσπαστη. Για τους Ιταλούς του 15ου αιώνα, η Αναγέννηση ήταν επανανακάλυψη ενός κόσμου που είχε λησμονηθεί.
Κι όμως, χωρίς τις βυζαντινές «Αναγεννήσεις» του 9ου και του 12ου αιώνα, χωρίς την επιμέλεια, την αντιγραφή, τη μελέτη και την αισθητική καλλιέργεια των Ρωμαίων της Κωνσταντινούπολης, η ιταλική Αναγέννηση θα στερείτο πολλά από τα θεμέλιά της.
Παράρτημα Πηγών
Διαβάστε επίσης:
ΚΚΕ: Σε συναγερμό μετά τη στοχοποίηση των οικονομικών του
Η Ιθάκη του Τσίπρα καθορίζει τις εξελίξεις σε ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά
Κυβέρνηση: Η επανεκκίνηση έχει… πονοκεφάλους – Γιατί η ΝΔ είναι στάσιμη στις δημοσκοπήσεις
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.